αρθρο στην εφημερίδα ΕΠΟΧΗ
Την Πρωτοχρονιά, μέσα σε καταρρακτώδη βροχή μετά από τέσσερις μήνες ανομβρίας, η Ντίλμα Ρούσεφ ανέλαβε την προεδρία, με την ορκωμοσία της στο Εθνικό Κοινοβούλιο. Είναι η πρώτη γυναίκα που φτάνει στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα και διαδέχεται τον πολιτικό της μέντορα Λούλα ντα Σίλβα, ο οποίος αποχωρεί με τεράστια λαϊκή αποδοχή ως ο καλύτερος πρόεδρος που είχε η χώρα στην ιστορία της.
«Νέο ξεκίνημα για τη χώρα»
Η Ρούσεφ στην ομιλία της ανέφερε ότι «σήμερα πρέπει να νιώθουν υπερήφανες όλες οι γυναίκες της Βραζιλίας» και αναγνωρίζοντας τη δουλειά του προκατόχου της είπε ότι έρχεται «για να τιμήσει την κυβέρνησή του» και πως θα συνεχίσει τις οικονομικές και κοινωνικές κατακτήσεις της. «Η Βραζιλία βελτιώθηκε, αλλά ανοίγει μια νέα εποχή, ένα νέο ξεκίνημα για τη χώρα» σημείωσε.
Μαζί με τον αγώνα ενάντια στη μιζέρια που χτυπάει 22 εκατ. Βραζιλιάνους («πρέπει να ντρεπόμαστε»), η Ρούσεφ υποσχέθηκε να βελτιώσει τις υποδομές –έχει ανακοινώσει ότι θα δώσει σε ιδιώτες την κατασκευή και εκμετάλλευση των νέων αεροδρομίων– και βεβαίωσε ότι η κυβέρνησή της δεν θα προβεί σε «βεβιασμένα έξοδα», αλλά θα διατηρήσει την «οικονομική σταθερότητα» και θα αγωνιστεί «για να συνεχίσει η χώρα να αναπτύσσεται».
Κατηγορούμενη κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου ότι δεν ενδιαφέρεται για τα οικολογικά προβλήματα, η Ρούσεφ ανταπάντησε στην ομιλία της ότι: «Θα αποδείξουμε στον κόσμο πως είναι δυνατό να συνδυασθεί η οικονομική ανάπτυξη με την υπεράσπιση του περιβάλλοντος. Θα γίνουμε οι πρωταθλητές στην καθαρή ενέργεια».
Η νέα πρόεδρος υπεράσπισε την εξωτερική πολιτική του Λούλα και υποσχέθηκε να συνεχίσει τις στενές σχέσεις με τα «άλλα αδελφικά έθνη» της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Πρόσφατα, η Βραζιλία μαζί με την Αργεντινή και την Ουρουγουάη αναγνώρισαν το παλαιστινιακό κράτος στα σύνορα του 1967. Παράλληλα, σημείωσε ότι η Βραζιλία θα εξακολουθήσει να έχει στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη.
«Στη ζωή υπάρχουν πλημμυρίδες και άμπωτες»
Η Ρούσεφ, η οποία κατά τη διάρκεια της δικτατορίας φυλακίστηκε για τρία χρόνια και υπέφερε 22 μέρες συνεχών βασανιστηρίων, βαθιά συγκινημένη στο τέλος της ομιλίας της ανέφερε ότι παρευρίσκονται στην αίθουσα 11 από τις συγκρατούμενές της. «Στη ζωή υπάρχουν πλημμυρίδες και άμπωτες. Το σημαντικό είναι να έχουμε πάντα κουράγιο και αυτό το κουράγιο ζητώ σήμερα από τους Βραζιλίανους». Συνέχισε λέγοντας ότι δεν μετανιώνει για τίποτα αλλά δεν νιώθει και καμία εχθρότητα ή κακία. «Πολλοί από τη γενιά μου, που χάθηκαν στον αγώνα, δεν μπορούν να μοιραστούν μαζί μας τη χαρά για αυτές τις στιγμές, όμως οι κατακτήσεις μας ανήκουν και σε αυτούς και τους τιμώ» σημείωσε η Ρούσεφ, που επίσης θύμισε ότι αυτοί οι νέοι αγωνίστηκαν για το όνειρο μιας δίκαιης και δημοκρατικής κοινωνίας.
Η Ρούσεφ μίλησε για συμφιλίωση. Αλλά είπε ότι συμφιλίωση δεν σημαίνει λήθη και, σύμφωνα με ανθρώπους του περιβάλλοντός της, θα προωθήσει τη δημιουργία μια «Επιτροπής Αλήθειας» για να διερευνήσει τις υποθέσεις των εκτελεσμένων και εξαφανισμένων της δικτατορίας. Αυτά τα εγκλήματα παραμένουν αδιερεύνητα από την αμνηστία που έδωσαν οι στρατιωτικοί στον εαυτό τους το 1979.
Εν αναμονή ριζοσπαστικότερων αλλαγών
Στην προεκλογική περίοδο η Δεξιά και οι συντηρητικοί κύκλοι των χριστιανικών εκκλησιών εκμεταλλεύτηκαν κάποιες παλιές δηλώσεις της Ρούσεφ υπέρ του δικαιώματος των γυναικών στην επιλογή να προβούν ή όχι σε έκτρωση και ξεκίνησαν μια ανήθικη καμπάνια εναντίον της. Αυτό οδήγησε τις εκλογές στο δεύτερο γύρο και την Ρούσεφ σε άτακτη οπισθοχώρηση. Ωστόσο, η καινούργια υπουργός γυναικείων θεμάτων ξανάνοιξε το θέμα λέγοντας ότι «καμία γυναίκα δεν μπορεί να υποχρεώνεται να γεννάει ένα παιδί». Η σύγκρουση θα είναι μάλλον πολύ σκληρή.
Η οικονομική και κοινωνική πολιτική του Λούλα απασχόλησε και δίχασε τα κοινωνικά κινήματα και την Αριστερά. Ποια θα έπρεπε να είναι η στάση τους απέναντι σε μια πολιτική που βγάζει από τη μιζέρια εκατομμύρια ανθρώπους, χωρίς, όμως, ν’ αμφισβητεί το καπιταλιστικό σύστημα και χωρίς να προβαίνει σε δομικές αλλαγές; Με διαφορές ο Λούλα αναπαρήγαγε τη σοσιαλδημοκρατική πολιτική στην Ευρώπη στη χρυσή της εποχή. Αν και ο Λούλα δεν τήρησε τις υποσχέσεις του για ριζική αγροτική μεταρρύθμιση, ήταν ο πιο φιλικός πρόεδρος απέναντι στα αγροτικά κινήματα. Ως αποτέλεσμα, αν και απογοητευμένο, το μεγαλύτερο μέρος των κινημάτων και της Αριστεράς στήριξαν τον Λούλα και την εκλογή της Ρούσεφ. Τώρα περιμένουν από τη νέα πρόεδρο ριζοσπαστικότερες αλλαγές, παρότι ξέρουν ότι χωρίς μια άνοδο της λαϊκής εκδικητικότητας λίγα μπορούν να γίνουν.
Η τελευταία πολιτική πράξη του Λούλα εξηγεί τη μεγάλη αγάπη του λαού για αυτό τον πρώην εργάτη και τη δύσκολη θέση της Αριστεράς. Ο Λούλα σε μια επίδειξη μεγάλης γενναιότητας, σπάνιας σε μια εποχή που κυριαρχούν οι μικρόψυχοι πολιτικοί και που πρωτεύουν τα οικονομικά συμφέροντα, αρνήθηκε να υπογράψει την έκδοση του Ιταλού Τσεζάρε Μπατίστι, που αποφάσισε η βραζιλιάνικη δικαιοσύνη. Ο Μπατίστι, μέλος ακροαριστερής ένοπλης οργάνωσης στην Ιταλία στη δεκαετία του ‘70, κατηγορείται για τη δολοφονία τεσσάρων ανθρώπων, κάτι που ο ίδιος αρνείται. Ο Μπατίστι, που από το 1989 έως το 2004 έμενε στη Γαλλία με το πολιτικό άσυλο που έδινε ο Μιτεράν σε όσους σταμάταγαν την ένοπλη δράση, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα όταν ο πρόεδρος Σιράκ ανέστειλε το καθεστώς της ασυλίας του. Ο Μπατίστι έφυγε με πλαστό διαβατήριο για τη Βραζιλία όπου συνελήφθη το 2007 μετά από σήμα της Ιντερπόλ κατόπιν αίτησης της Ιταλίας. Όποια και να είναι η γνώμη μας για τον Λούλα, τελικά οι μεγάλες πράξεις κάνουν τους μεγάλους προέδρους.
Νίκος Μανωλάς
Ομάδα «Resistencias»