oλόκληρο το σχετικό δελτίο τύπου της Διεθνούς Αμνηστίας:
16 Αυγούστου 2012
Η απόφαση δικαστηρίου του Μπαχρέιν να καταδικάσει επιφανή
ακτιβιστή για τα ανθρώπινα δικαιώματα σε τρία χρόνια φυλάκιση, επειδή πήρε
μέρος σε αντι-κυβερνητική διαδήλωση, είναι «μαύρη ημέρα για τη δικαιοσύνη» στη
χώρα, δήλωσε σήμερα η Διεθνής Αμνηστία.
Ο Ναμπίλ Ρατζάμπ, πρόεδρος του Κέντρου για τα Ανθρώπινα
Δικαιώματα στο Μπαχρέιν, κρίθηκε ένοχος για συμμετοχή σε «παράνομη συνάθροιση»
μεταξύ άλλων κατηγοριών σχετικά με μια διαμαρτυρία στην πρωτεύουσα Μανάμα, στις
6 Φεβρουαρίου 2012.
Ο Ρατζάμπ, η οικογένειά του και ένας φρουρός της αστυνομίας
ήταν οι μοναδικοί παρόντες στο Τρίτο Κατώτατο Δικαστήριο στη Μανάμα, σήμερα,
όταν ο δικαστής διάβασε την ετυμηγορία.
Ο Ρατζάμπ ήδη εκτίει ποινή τριών μηνών για συκοφαντία
σχετικά με μια ανάρτηση που έκανε στο twitter.
«Η απόφαση του δικαστηρίου είναι μια μαύρη μέρα για τη
δικαιοσύνη στο Μπαχρέιν, που αμφισβητεί περαιτέρω την ανεξαρτησία της
δικαιοσύνης», δήλωσε η Χασίμπα Χατζ Σαχράουι, Αναπληρώτρια Διευθύντρια του
Προγράμματος για τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, της Διεθνούς Αμνηστίας.
«Όπως πολλοί άλλοι στο Μπαχρέιν, ο Ναμπίλ Ρατζάμπ είναι ένας
κρατούμενος συνείδησης, φυλακισμένος μόνο εξαιτίας της ειρηνικής άσκησης του
δικαιώματός του στην ελευθερία της έκφρασης και της συνάθροισης. Θα πρέπει να
αποφυλακιστεί άμεσα και οι καταδίκες και οι ποινές του να ακυρωθούν. Οι αρχές
θα πρέπει να δράσουν επίσης για να διασφαλίσουν ότι όλοι οι υπερασπιστές των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους χωρίς το φόβο
αντιποίνων»
Αν κάνει κάτι, η τελευταία αυτή ετυμηγορία είναι να
σηματοδοτήσει το τέλος του προσωπείου της μεταρρύθμισης στο Μπαχρέιν. Η διεθνής
κοινότητα δεν μπορεί πια να βρίσκεται υπό την ψευδαίσθηση ότι το Μπαχρέιν είναι
στο δρόμο της μεταρρύθμισης όταν τέτοιες κατάφορες ανελέητες τακτικές
χρησιμοποιούνται για να καταστείλουν τις φωνές των διαφωνούντων. Οι διεθνείς
εταίροι του Μπαχρέιν χρειάζεται να το καταστήσουν ξεκάθαρο αυτό στις αρχές του
Μπαχρέιν»
Σύμφωνα με τους δικηγόρους του, ο Ρατζάμπ κρίθηκε ένοχος για
τρεις κατηγορίες – «συνάθροιση με σκοπό την διατάραξη της ασφάλειας», «κάλεσμα
σε πορείες ή διαμαρτυρίες χωρίς άδεια» και «συμμετοχή σε διαμαρτυρία χωρίς
άδεια». Κάθε κατηγορία σχετίστηκε με μία από τρεις διαφορετικές διαμαρτυρίες
στις οποίες έλαβε μέρος κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων μηνών του 2012.
Η σύζυγος του Ρατζάμπ, Σουμάγια, που ήταν μαζί του κατά τη
διάρκεια της ανάγνωσης της ετυμηγορίας, είπε στη Διεθνή Αμνηστία:
«Η καταδίκη, παρότι σκληρή και άδικη, δεν αποτελεί έκπληξη
για τον Ναμπίλ και για μένα. Δείχνει πόσο μεροληπτικό και διεφθαρμένο είναι το
δικαστικό σώμα στο Μπαχρέιν. Δεν υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα στο Μπαχρέιν.
Όπως είπε η υπερασπιστική ομάδα, η καταδίκη είναι το μεγαλύτερο σκάνδαλο στην
ιστορία του δικαστικού σώματος του Μπαχρέιν».
Ο Ναμπίλ Ρατζάμ ήταν ένας από τους οργανωτές των
αντικυβερνητικών διαδηλώσεων που ξεκίνησαν τον Φεβρουάριο του 2011.
Τον Ιούλιο, ο Ρατζάμπ καταδικάστηκε σε τρεις μήνες φυλάκιση
για συκοφαντία, μετά από καταγγελία εναντίον του από κόσμο στην περιοχή Αλ
Μουχάρακ, βόρεια του Μπαχρέιν, για «δημόσιο διασυρμό του λαού του Μουχάρακ και αμφισβήτηση
του πατριωτισμού τους με απαράδεκτες εκφράσεις που αναρτήθηκε μέσω ιστοσελίδων
κοινωνικής δικτύωσης».
Οι κατηγορίες εναντίον του Ρατζάμπ σχετίζονται με ένα μήνυμα
στο twitter, στις 2
Ιουνίου, προς τον Πρωθυπουργό, Σεΐχη Χαλίφα Μπιν Σαλμάν Αλ Χαλίφα, μετά από την
επίσκεψή του στην περιοχή. Ο Ρατζάμπ έγραψε: «Χαλίφα: Πέρα από τα σοκάκια, τους
σεΐχηδες και τους γέροντες, ο καθένας γνωρίζει ότι δεν είσαι δημοφιλής εκεί και
αν δεν ήταν η ανάγκη τους για λεφτά δεν θα είχαν βγει έξω να σε υποδεχτούν –
πότε θα αποσυρθείς;»
Ο Ρατζάμπ συνελήφθη στις 6 Ιουνίου μετά από καταγγελίες για
το μήνυμα από διάφορους ανθρώπους στο Αλ Μουχάρακ. Κατηγορήθηκε για συκοφαντία
στις 14 Ιουνίου και αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση στις 27 Ιουνίου. Μετά από μια
ακρόαση στο δικαστήριο, στις 9 Ιουλίου, ξανα-συνελήφθη και φυλακίστηκε στην
φυλακή Αλ Τζαβ της Μανάμα.
Ο ποινικός κώδικας και άλλοι νόμοι του Μπαχρέιν,
συμπεριλαμβανομένου του Νόμου 18 (1973) για τις Δημόσιες Συναντήσεις, Πορείες
και Συναθροίσεις (και τροποποιήσεις που έγιναν μέσω του Νόμου 32 του 2006),
καθώς και ο Νόμος Πολιτικών Συλλόγων του 2005, περιορίζουν σοβαρά το δικαίωμα
στην ελευθερία της έκφρασης και της συνάθροισης και θα πρέπει να εναρμονιστούν
με το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Πηγή: Amnesty
International