Ομάδα αντιπληροφόρησης σχετικά με τα κινήματα και τις αντιστάσεις στον κόσμο. Ιστολόγιο υπό διαρκή κατασκευή.

2 Μαρ 2008

Άρθρο από το τεύχος 5 του Resistencias

ΚΑΥΚΑΣΟΣ ΚΑΙ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΣΙΑ: ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ

Ο μύθος θέλει τον Προμηθέα, φορέα της φωτιάς (θεϊκής σπίθας), να βρίσκεται δεσμώτης σε βράχο του Καυκάσου και να κατατρώγεται από αρπακτικά πουλιά. Σε ένα μεταφυσικό κλειδί ερμηνείας, ο δεσμώτης του Καυκάσου είναι το πνεύμα που υποφέρει εγκλωβισμένο μέσα στο ανθρώπινο σώμα (ύλη), όσο ο άνθρωπος εξελίσσεται από τη ζωώδη κατάσταση προς ένα επίπεδο όπου θα κυριαρχήσει ο νους πάνω στην ανθρώπινη υπόσταση. Ωστόσο μια άλλη ερμηνεία του μύθου, θα μπορούσε να επικεντρωθεί στην ιστορία και στην ανθρωπογεωγραφία της περιοχής, όπου αναπτύχθηκαν πολιτισμοί, όπου λατρεύτηκε η φωτιά ως θεϊκή και ζωογόνος δύναμη, αλλά και όπου οι ανθρώπινοι πληθυσμοί υπέφεραν από πολέμους και καταστροφές, μέσα σε ένα ρευστό κοινωνικό και γεωπολιτικό περιβάλλον.
«Στη χώρα των Αλβανών (!!) ανήκει επίσης η περιοχή που λέγεται Κασπιανή και που πήρε αυτήν την ονομασία από τη Φυλή των Κασπίων, όπως επίσης και η θάλασσα. Όμως η φυλή αυτή έχει τώρα εξαφανιστεί», γράφει ο Στράβων για την περιοχή της Κασπίας, από τον 2ο αιώνα π.χ. Εξάλλου και ο Μέγας Αλέξανδρος, δυο αιώνες πριν από το Στράβωνα, είχε φτάσει μέχρι τα υψίπεδα της Κεντρικής Ασίας, μέσω Περσίας.
Χωρίς αμφιβολία, η περιοχή Καυκάσου-Κεντρικής Ασίας ήταν, σε κάποιο βαθμό, γνωστή στον αρχαίο ελληνικό κόσμο και ασκούσε μια μεταφυσική γοητεία πάνω του, αν κρίνουμε από το μύθο του Προμηθέα. Αργότερα, παρουσίασε ένα ιδιαίτερο οικονομικό ενδιαφέρον ως διαμετακομιστικό κέντρο μεταξύ Κίνας και Μικράς Ασίας-Μεσογείου (ο δρόμος του μεταξιού). Κατά μήκος αυτού του εμπορικού δρόμου συσσωρεύτηκε πλούτος, ιδρύθηκαν πόλεις και χτίστηκαν παλάτια και μνημεία που έμειναν στην ιστορία, προσλαμβάνοντας συνάμα μια μυθική-θρυλική διάσταση.
Η οικονομική σημασία που απέκτησε το πετρέλαιο τα τελευταία εκατό χρόνια, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης στις αρχές της δεκαετίας του’90 και οι συγκρούσεις που ακολούθησαν, έφεραν ξανά στο προσκήνιο την ευρύτερη περιοχή Καυκάσου, Κασπίας Θάλασσας και Κεντρικής Ασίας. Αυτήν την περιοχή αξίζει να γνωρίσουμε καλύτερα, αν θέλουμε να κατανοήσουμε τα γεωπολιτικά παιχνίδια που παίζονται με άξονα τους ενεργειακούς πόρους που υπάρχουν εκεί και που αναπόφευκτα επηρεάζουν τις ζωές των πολιτών όλου του κόσμου.

Λίγη γεωγραφία και περισσότερη γεωπολιτική
Η περιοχή που πάμε να μελετήσουμε, αποτελείται από τις χώρες του Καυκάσου (Αρμενία, Γεωργία, Αζερμπαϊτζάν και Νότια Ρωσία), την Κασπία Θάλασσα, όπου εκδηλώνεται ενδιαφέρον για τα πετρελαϊκά της κοιτάσματα, και από τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας, που εκτείνονται από την ανατολική πλευρά της Κασπίας μέχρι την κινέζικη μεθόριο. Οι χώρες της Κεντρικής Ασίας είναι το Καζακστάν, το Ουζμπεκιστάν, το Τουρκμενιστάν, το Κιργιστάν και το Τατζικιστάν. Οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες που βρίσκονται γύρω από την Κασπία είναι το Αζερμπαϊτζάν, το Καζακστάν και το Τουρκμενιστάν. Το Ουζμπεκιστάν δεν βρέχεται από την Κασπία, όμως έχει σημαντικά κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Η περιοχή του Καυκάσου είναι ορεινή, δεν προσφέρεται για εκτεταμένες μονοκαλλιέργειες και, λόγω γεωγραφικής θέσης, για πολλούς αιώνες ήταν πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ Περσίας, Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και Ρωσίας. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί η Αρμενία, όπου υπάρχει χριστιανικός πληθυσμός από τον 4ο αιώνα, και έχει αναπτυχθεί μια περισσότερο «δυτικότροπη», κουλτούρα που την φέρνει πιο κοντά στην Ευρώπη, κυρίως μέσω εκπαιδευτικών και ερευνητικών προγραμμάτων, αλλά και μέσω της πολυάριθμης αρμένικης διασποράς.
Από την άλλη πλευρά της Κασπίας, στην Κεντρική Ασία, υπάρχουν μεγάλες πεδινές εκτάσεις που προσφέρονται για κτηνοτροφία και για εκτεταμένες αγροτικές μονοκαλλιέργειες, χρησιμοποιώντας τα νερά των λιμνών Αράλης και Βαϊκάλης. Η υπερεκμετάλλευση των υδάτινων πόρων κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια, είχε ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση των λιμνών, με πολύ σοβαρές περιβαλλοντικές συνέπειες (για την περιβαλλοντική καταστροφή στη Λίμνη Αράλη βλ. Resistencias τεύχος 3).
Το ξηρό κλίμα που επικρατεί στην Κεντρική Ασία, δυσκολεύει την παραδοσιακή γεωργία. Η έλλειψη πρόσβασης στη θάλασσα, δεν ευνούσε, για πολλούς αιώνες, την ανάπτυξη εμπορικής δραστηριότητας (με εξαίρεση τους διακομιστικούς σταθμούς στο δρόμο του μεταξιού). Γι’αυτούς τους λόγους ήταν λιγοστά τα αστικά κέντρα, ενώ, για χιλιετίες, η περιοχή κυριαρχούνταν από τους νομαδικούς λαούς της στέπας, που ήταν καλοί πολεμιστές, αλλά συνήθως συγκρούονταν μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατό να διαμορφωθεί μια ενιαία και βιώσιμη κρατική οντότητα. Η κυριαρχία των νομάδων έληξε τον 16ο αιώνα, με την εξάπλωση της τεχνολογίας της πυρίτιδας και των πυροβόλων όπλων, που επέτρεψε στους μόνιμα εγκατεστημένους πληθυσμούς να επιβληθούν.

Η περιοχή Καυκάσου-Κασπίας
Το Καζακστάν και οι γειτονικές χώρες της Κεντρικής Ασίας

Ωστόσο, η Κεντρική Ασία ήταν πάντα πεδίο διαμάχης των γειτονικών δυνάμεων για επιρροή. Για 300 χρόνια περίπου (16ος ως 18ος αιώνας), οι Κινέζοι από τα ανατολικά, οι Μογγόλοι και αργότερα οι Ρώσοι από το βορρά, οι Πέρσες και οι Οθωμανοί από το Νότο, φιλοδοξούσαν να διεισδύσουν στην περιοχή, δια μέσου του πολέμου, της διπλωματίας ή του εμπορίου.
Κατά τον 19ο αιώνα, και κυρίως μετά το ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877, η τσαρική Ρωσία ήταν σαφές ότι είχε κυριαρχήσει στον Καύκασο και είχε επιβληθεί απέναντι στην Περσία και στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Στη διάρκεια της σοβιετικής περιόδου (1917-1989), ένα σύνολο «ανεξάρτητων» δημοκρατιών (Γεωργία, Αρμενία και Αζερμπαϊτζάν) παρέμειναν στο σοβιετικό άρμα και η ΕΣΣΔ φαινόταν να ελέγχει απόλυτα την περιοχή. Η κατάσταση έγινε εξαιρετικά ρευστή και περίπλοκη με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, την ανάδυση ανεξάρτητων κρατών και αυτονομιστικών κινημάτων και την αναβάθμιση της οικονομικής σημασίας της περιοχής εξαιτίας του πετρελαίου.
Στην Κεντρική Ασία, από τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα, δυο ήταν οι βασικές δυνάμεις που αναζητούσαν γεωπολιτικά ερείσματα στην περιοχή: η Ρωσία και η Βρετανία. Η Ρωσία, μέχρι το 1870, είχε προσαρτήσει όλες τις σημαντικές πόλεις της περιοχής (Τασκένδη, Σαμαρκάνδη, Μπουχάρα) και η Τσαρική αυτοκρατορία εκτείνονταν μέχρι τον ποταμό Αμπού Ντάρυα (σύνορα με Αφγανιστάν). Η Βρετανική αυτοκρατορία, που τότε έλεγχε τις Ινδίες, είδε με ανησυχία την επέκταση της Ρωσίας προς Νότο και χρησιμοποίησε το Αφγανιστάν ως ανάχωμα απέναντι στις ρωσικές φιλοδοξίες. Για πάνω από τριάντα χρόνια, το Αφγανιστάν υπήρξε θέατρο στρατιωτικών συγκρούσεων μεταξύ των δυο αυτοκρατοριών, που, όπως γίνεται συνήθως, συνοδεύονταν με πολιτικές κρίσεις και έντονο διπλωματικό παρασκήνιο. Το 1907, οι δυο πλευρές υπέγραψαν ένα σύμφωνο όπου αναγνώριζε το status quo που είχε διαμορφωθεί και άμβλυνε την ένταση στην περιοχή. Δεν έλειψαν ωστόσο οι διαμάχες μετά τη ρώσικη επανάσταση, μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου οι δυο δυνάμεις συμμάχησαν κατά της ναζιστικής Γερμανίας. Τα μεταπολεμικά χρόνια, με την αποχώρηση της Βρετανίας από την ινδική χερσόνησο, η Σοβιετική αυτοκρατορία απέκτησε τον πλήρη έλεγχο της Κεντρικής Ασίας (μέχρι τα σύνορα με Αφγανιστάν, Πακιστάν και Κίνα), όμως από το 1990 και μετά το σκηνικό άλλαξε άρδην, με την ανεξαρτητοποίηση των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών της περιοχής.
Στην αυγή του 21ου αιώνα, η κατάσταση στην περιοχή Καυκάσου-Κεντρικής Ασίας παραμένει εξαιρετικά ρευστή, καθώς υπάρχουν μεγαλύτερες και μικρότερες δυνάμεις που αναμιγνύονται στα πολιτικά πράγματα. Οι δυνάμεις αυτές είναι η Ρωσία, η Τουρκία, το Ιράν, η Κίνα, το Πακιστάν και οι ΗΠΑ.

Ø Η Ρωσία εξακολουθεί να έχει μια ισχυρή πολιτική, οικονομική και στρατιωτική παρουσία, τόσο στον Καύκασο όσο και στην Κεντρική Ασία. Τα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι ο παράγοντας που ενεργοποιεί τη ρωσική πολιτική στην περιοχή
Ø Η Τουρκία ασκεί μια επιροή στις χώρες της περιοχής όπου υπάρχει έντονο μουσουλμανικό στοιχείο. Επί πλέον, μέσα από την Τουρκία, περνάει ο αγωγός πετρελαίου Μπακού (Κασπία)-Τσεϊχάν(Μεσόγειος), που εξυπηρετεί μέρος των ενεργειακών αναγκών του δυτικού κόσμου
Ø Το Ιράν έχει επίσης δεσμούς με πολλές χώρες της περιοχής και φιλοδοξεί να κατασκευάσει έναν πετρελαϊκό αγωγό που να συνδέει την Κασπία με τον Περσικό Κόλπο, καθώς και έναν άλλον αγωγό που να συνδέει τα πετρέλαια του Τουρκμενιστάν με την Τουρκία. Αυτά τα σχέδια έχουν μπλοκαριστεί από τις ΗΠΑ, που θέλει να απομονώσει το Ιράν από τα τεκταινόμενα στην περιοχή
Ø Η Κίνα προωθεί οικονομική συνεργασία με την Κεντρική Ασία, κυρίως στον ενεργειακό τομέα, ώστε να καλύψει τις ολοένα αυξανόμενες ανάγκες της σε πετρέλαιο, λόγω της ταχύρυθμης οικονομικής της ανάπτυξης. Ο Οργανισμός Συνεγασίας της Σαγκάης είναι ένα δείγμα αυτής της πολιτικής
Ø Το Πακιστάν προμηθεύεται φυσικό αέριο από την Κεντρική Ασία και υποστηρίζει την κατασκευή πετρελαιαγωγών στην περιοχή. Η σημασία του Πακιστάν έγκειται στο ότι η χώρα αυτή είναι η συντομότερη οδός από τις χώρες της Κεντρικής Ασίας προς τον Ινδικό Ωκεανό και βέβαια αυτό έχει μεγάλη σημασία για τη διακίνηση του πετρελαίου πέρα από την περιοχή παραγωγής του
Ø Τέλος οι ΗΠΑ έχουν πολιτική και στρατιωτική παρουσία στην περιοχή και αναμειγνύονται έντονα στη διαχείριση των ενεργειακών της πόρων, μέσω πετρελαϊκών εταιριών

Οι χώρες αυτές, μαζί με διάφορες πετρελαϊκές εταιρίες, εμπλέκονται στην εκμετάλλευση του πετρελαίου και του φυσικού αερίου της περιοχής.

Πολιτική, πετρέλαιο και πετρελαιαγωγοί
Η ύπαρξη πετρελαίου στην περιοχή της Κασπίας είναι γνωστή εδώ και πάνω από 2500 χρόνια. Εκεί που είναι σήμερα η πόλη Μπακού (Αζερμπαϊτζάν), στα πλαίσια της λατρείας του Ζωροάστρη γίνονταν θρησκευτικές τελετές λατρείας της φωτιάς, σε τόπους όπου ανάβλυζε πετρέλαιο ή εκλύονταν φυσικό αέριο (μήπως τελικά ο μύθος του Προμηθέα είναι ζωροαστρική επιροή;). Εμπόριο πετρελαίου πραγματοποιούνταν στις χιλιετίες που ακολούθησαν, σύμφωνα με μαρτυρίες του Μάρκο Πόλο (13ος αι. μ.χ.). Τον 17ο αιώνα, ο Μέγας Πέτρος σχεδίαζε τη μεταφορά πετρελαίου από την Κασπία στη βόρεια Ρωσία. Από τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν η Ρωσία κυριάρχησε στον Καύκασο, ξεκίνησε η εντατική εκμετάλλευση των κοιτασμάτων του Γκρόζνι (Τσετσενία) και του Μπακού.

Οι δρόμοι του πετρελαίου και του φυσικού αερίου(υπάρχοντες και προτεινόμενοι)

Η σημασία των πετρελαίων του Καυκάσου αναβαθμίστηκε από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, όταν το πετρέλαιο εκτόπισε τον άνθρακα ως καύσιμη ύλη. Στη σοβιετική περίοδο, τα πετρέλαια της περιοχής ήταν υπό πλήρη κρατικό έλεγχο και ο ρυθμός εκμετάλλευσής τους κορυφώθηκε στη δεκαετία του’30. Ο Χίτλερ, όταν εισέβαλε στη Ρωσία, ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τον έλεγχο των πετρελαίων του Καυκάσου και επιχείρησε να προσεταιριστεί τους Τσετσένους, που δυσφορούσαν με το σοβιετικό καθεστώς. Οι Τσετσένοι πλήρωσαν ακριβά αυτόν τον εναγκαλισμό τους με τους Γερμανούς εισβολείς, καθώς ο Στάλιν, μετά τον πόλεμο, τους εκτόπισε από τη χώρα τους και τους έστειλε στην Κεντρική Ασία (επέστρεψαν το 1957, με την αποσταλινοποίηση του καθεστώτος). Στις δεκαετίες που ακολούθησαν το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, το ενδιαφέρον του καθεστώτος μετατοπίστηκε από τα πετρέλαια του Καυκάσου και της Κασπίας προς τους ενεργειακούς πόρους της Σιβηρίας. Ωστόσο, με κύριο κόμβο την Τσετσενία, δημιουργήθηκε δίκτυο πετρελαιαγωγών για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της Σοβιετικής Ένωσης και γειτονικών χωρών.
Στις αρχές της δεκαετίας του’90, ξεκίνησε η διαδικασία απόσχισης των περιοχών του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας από την, πρώην πια, Σοβιετική Ένωση. Οι ιθύνοντες στο Κρεμλίνο, φαίνεται να υποτίμησαν αρχικά τη σημασία αυτής της διαδικασίας, καθώς επί δεκαετίες είχαν στραμένο αλλού το ενδιαφέρον τους. Όταν όμως διαπίστωσαν ότι τα πετρελαϊκά κοιτάσματα της Κασπίας προσέλκυαν το ενδιαφέρον ξένων δυνάμεων και πετρελαϊκών εταιριών, ότι οι ΗΠΑ επιχειρούσαν πολιτική και στρατιωτική διείσδυση στην περιοχή, και ότι η Ρωσία κινδύνευε να χάσει τον έλεγχο της παραγωγής και μεταφοράς σημαντικών ενεργειακών πόρων, οι Ρώσοι επιχείρησαν να ανακτήσουν την κυριαρχία τους στην περιοχή. Από εκείνη τη στιγμή (δεκαετία του’90), ξεκίνησαν οι επεμβάσεις του ρώσικου στρατού και οι αιματηρές συγκρούσεις με αυτονομιστικά κινήματα, η περιγραφή και η ερμηνεία των οποίων θα μπορούσε να είναι αντικείμενο ξεχωριστού άρθρου.
Οι κυβερνώσες ελίτ των νέων ανεξάρτητων κρατών της περιοχής, οι οποίες προέρχονταν συχνά από τη νομενκλατούρα της σοβιετικής περιόδου, συχνά ενδιαφέρθηκαν για συνεργασία με τις ξένες πετρελαϊκές εταιρίες και για ανάπτυξη δεσμών με τις ΗΠΑ, αποφεύγοντας να προκαλούν μεγάλη δυσφορία στους Ρώσους γείτονές τους. Πρόκειται για μια ισορροπία σε τεντωμένο σχοινί, η μελλοντική εξέλιξη της οποίας δεν είναι εύκολο να προβλεφθεί.
Κοιτάζοντας το χάρτη με τους πετρελαιαγωγούς, υπάρχοντες και προτεινόμενους, μπορούμε να σχηματίσουμε μια εικόνα για το γεωπολιτικό βάρος της Κασπίας και των γύρω περιοχών. Είναι φανερή η σημασία αυτών των πετρελαϊκών αγωγών για τις ενεργειακές ανάγκες της Ρωσίας, της Ευρώπης, της Κίνας, της Ινδίας και για την παγκόσμια οικονομία γενικότερα.
Τα πετρελαϊκά κοιτάσματα της Κασπίας υπολογίζονται σε 200 δις βαρέλια, περίπου. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, τα κοιτάσματα της Μέσης Ανατολής υπολογίζονται σε 700 δις βαρέλια. Αν λάβουμε υπόψη την αυξανόμενη ζήτηση για πετρέλαιο, κυρίως από πλευράς Ινδίας και Κίνας, καθώς και τη συνεχιζόμενη αστάθεια στη Μέση Ανατολή, μπορούμε να κατανοήσουμε την οικονομική και στρατηγική σημασία των ενεργειακών πόρων της Κασπίας, επομένως και την ουσία της γεωπολιτικής διαμάχης στην ευρύτερη περιοχή.

Ποσοστά συμμετοχής στην εκμετάλλευση των πετρελαίων του Αζερμπαϊτζάν
SOCAR (Αζερμπαϊτζάν)
20%
British Petroleum (Βρετανία)
17%
Amoco (ΗΠΑ)
17%
LUKoil (Ρωσία)
10%
Pennzoil (ΗΠΑ)
9%
UNOCAL (ΗΠΑ)
9%
Staatoil (Νορβηγία)
9%
McDermott (ΗΠΑ)
2%
Aramco (Βρετανία)
2%
DNKL (Σαουδική Αραβία)
2%
Turkish Petroleum (Τουρκία)
2%

Τα μεγαλύτερα κοιτάσματα υπάρχουν στο Αζερμπαϊτζάν και στο Καζακστάν. Για να έχουμε μια εικόνα της εμπλοκής των πετρελαϊκών εταιριών στην εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων της περιοχής, αξίζει να δούμε τον πίνακα με τα ποσοστά συμμετοχής διαφόρων φορέων στην εκμετάλλευση των πετρελαίων του Αζερμπαϊτζάν (στοιχεία 1998). Είναι φανερό ότι, ως συνολικό ποσοστό συμμετοχής, το μεγαλύτερο μερίδιο το έχουν εταιρίες βορειοαμερικάνικων συμφερόντων. Οι ΗΠΑ προωθούν επίσης μια πολιτικοστρατιωτική παρουσία στην ευρύτερη περιοχή, προωθώντας στενές σχέσεις με τη Γεωργία, υποστηρίζοντας τους Τσετσένους αυτονομιστές στο ρωσικό έδαφος και εγκαθιστώντας στρατιωτική βάση στην Κιργισία, σε μικρή μάλιστα απόσταση από ρωσική στρατιωτική βάση.
Η μεταφορά του πετρελαίου είναι επίσης αντικείμενο ενδιαφέροντος εταιριών και κυβερνήσεων. Μερικοί από τους σπουδαιότερους πετρελαϊκούς αγωγούς είναι οι παρακάτω:

· Ο αγωγός Τενγκίζ (Καζακστάν) – Νοβοροσίσκ (Ρωσία). Από το λιμάνι του Νοβοροσίσκ, η Ρωσία μεταφέρει πετρέλαιο προς τη Μεσόγειο
· Ο αγωγός Μπακού (Αζερμπαϊτζάν)-Τσεϊχάν (Τουρκία). Στην κατασκευή του αγωγού αυτού συμμετείχε ένα κονσόρτσιουμ εταιριών με επικεφαλής την British Petroleum (με 30% συμμετοχή) και πολλές άλλες εταιρίες από Αζερμπαϊτζάν, ΗΠΑ, Νορβηγία, Τουρκία, Ιταλία και Ιαπωνία
· Ο αγωγός Μπακού-Νοβοροσίσκ, ένας κλάδος του οποίου περνάει από την πολύπαθη Τσετσενία
· Ο αγωγός Ατιράου (Καζακστάν)-Σαμάρα (Ρωσία), που συνδέει τα πετρέλαια του Καζακστάν με το ρωσικό δίκτυο μεταφοράς
· Ο αγωγός Ακτιουμπίνσκ (Καζακστάν)-Ξινκιάνγκ (Κίνα), μέσω του οποίου εφοδιάζεται με πετρέλαιο η ταχύτατα αναπτυσσόμενη κινέζικη οικονομία

Τα κριτήρια που πρυτανεύουν για την κατασκευή αγωγού που να ακολουθεί μια συγκεκριμένη διαδρομή είναι βέβαια οικονομικά (ελάχιστο κόστος, μέγιστη αποδοτικότητα), αλλά και γεωπολιτικά. Οι ΗΠΑ, για παράδειγμα, επιθυμούν να μην έχει η Ρωσία τον πρώτο λόγο στη μεταφορά του πετρελαίου της Κασπίας και γι’αυτό έχουν υποστηρίξει την κατασκευή αγωγών που να περνούν από φιλικές προς τις ΗΠΑ χώρες. Με αυτό το κριτήριο κατασκευάστηκε ο αγωγός Μπακού-Τσεϊχάν μέσω Γεωργίας, ώστε να περιοριστεί η ρώσικη παρουσία στη μεταφορά των πετρελαίων του Αζερμπαϊτζάν. Ενώ μάλιστα θα μπορούσε ο αγωγός αυτός να περάσει από την Αρμενία, και όχι από τη Γεωργία, η πρώτη αποκλείστηκε διότι αφενός η Γεωργία έχει στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ και αφετέρου γιατί ο δρόμος μέσω Αρμενίας θα περνούσε και από το ασταθές Ναγκόρνο Καραμπάχ, που βρίσκεται μέσα στο Αζερμπαϊτζάν αλλά αρμένικος πληθυσμός του διεκδικεί ανεξαρτησία και υποστηρίζεται από την Αρμενία.
Καθώς υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για τα πετρέλαια της Κασπίας και της Κεντρικής Ασίας από πολλές πλευρές, υπάρχουν διάφορα σενάρια για την κατασκευή νέων αγωγών, η υλοποίηση των οποίων θα εξαρτηθεί από το ποιός έχει το πάνω χέρι.

Μια σύντομη αναφορά στην πολιτική κατάσταση των χωρών της περιοχής
Όλες οι χώρες της περιοχής απέκτησαν την ανεξαρτησία τους το 1991. Στην περίοδο που ακολούθησε, είχαν να αντιμετωπίσουν σοβαρές οικονομικές δυσκολίες, πολιτικές κρίσεις και ένοπλες συγκρούσεις με αυτονομιστικά κινήματα.
Ξεκινώντας από το Νότιο Καύκασο, συναντούμε, στα σύνορα με την Τουρκία, την Αρμενία, που είναι μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης και στο έδαφός της υπάρχει Ρωσική στρατιωτική βάση. Έχει διπλωματικές διαφορές με το γειτονικό Αζερμπαϊτζάν, εξ αιτίας του αυτονομιστικού κινήματος του Ναγκόρνο Καραμπάχ. Εξαρτάται ενεργειακά από τη Ρωσία, καθώς εισάγει ρωσικό φυσικό αέριο, μέσω Γεωργίας. Η χώρα, λόγω της δύσκολης οικονομικής κατάστασης, αντιμετωπίζει έντονο μεταναστευτικό πρόβλημα και ο πληθυσμός της έχει μειωθεί κατά 25% από το 1991.
Το Αζερμπαϊτζάν είναι πετρελαιοπαραγωγός χώρα, ωστόσο εισάγει φυσικό αέριο από τη Ρωσία. Είναι και αυτό μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, όμως αιωρούνται πολλές καταγγελίες για διαφθορά, για νοθεία σε εκλογές, για λογοκρισία των μέσων ενημέρωσης και για βιαιότητες κατά δημοσιογράφων. Από την ανεξαρτησία της χώρας ως το 2003, πρόεδρος ήταν ο Χαϊντάρ Αλίεφ, πρώην κομματικό στέλεχος του σοβιετικού καθεστώτος. Μετά το θάνατό του, την προεδρία ανέλαβε ο γιος του Ιλχάμ Αλίεφ, προς δόξαν της δημοκρατίας, της διαφάνειας και της αξιοκρατίας.
Η Γεωργία, στα βόρεια της Αρμενίας, έχει στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ και λαμβάνει από αυτές στρατιωτική βοήθεια. Φιλοδοξεί επίσης να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ. Μέχρι πρόσφατα εισήγαγε φυσικό αέριο από τη Μόσχα και στη συνέχεια από το Αζερμπαϊτζάν. Στο έδαφος της χώρας υπάρχουν δυο ρωσικές στρατιωτικές βάσεις, που προβλέπεται να απομακρυνθούν το 2008. Οι σχέσεις με τη Ρωσία είναι τεταμένες, εξ αιτίας των αποσχιστικών κινημάτων της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσετίας, που υποστηρίζονται από τη Ρωσία.
Αλλά και η Ρωσία, που συνορεύει με τη Γεωργία, έχει να αντιμετωπίσει το αποσχιστικό κίνημα της Τσετσενίας, η οποία απολαμβάνει ένα βαθμό αυτονομίας, χωρίς να είναι πλήρως ανεξάρτητη από τη Μόσχα. Οι τελευταίες εκλογές του Νοεμβρίου του 2005 ανέδειξαν μια φιλορωσική κυβέρνηση, όμως υπάρχουν πολλές ενστάσεις για τη διαφάνεια της εκλογικής διαδικασίας. Υπάρχουν επίσης καταγγελίες για τρομοκράτηση και δίωξη δημοσιογράφων που επιχείρησαν να καλύψουν τα τεκταινόμενα στη χώρα, χωρίς να υιοθετούν την επίσημη κυβερνητική γραμμή. Προβλήματα τρομοκρατίας αντιμετώπισε πρόσφατα και η Βόρεια Οσετία, που είναι επίσης τμήμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, με τα δραματικά γεγονότα σε σχολείο της πόλης Μπεσλάν (Σεπτέμβριος 2004), για τα οποία ακόμα δεν έχει διευκρινιστεί ποιοί είναι οι υπαίτιοι.
Το Καζακστάν καλύπτει μέρος της ανατολικής ακτογραμμής της Κασπίας Θάλασσας και είναι η μεγαλύτερη σε έκταση χώρα της Κεντρικής Ασίας. Είναι πετρελαιοπαραγωγός χώρα, προσελκύει ξένες επενδύσεις και γνωρίζει μια ταχύρυθμη οικονομική ανάπτυξη. Ωστόσο υπάρχει μεγάλη φτώχεια, ανεργία και πληθωρισμός. Υπάρχουν πολλές καταγγελίες για διαφθορά των κυβερνώντων, για νοθεία στις εκλογές, για καταστολή κατά της αντιπολίτευσης και για τρομοκρατία κατά δημοσιογράφων. Πρόεδρος είναι ο Νουρσουλτάν Αμπις Ουλι Ναζαρμπάγεφ, που «εκλέγεται» συνεχώς από το 1991.
Νοτίως του Καζακστάν βρίσκεται το Τουρκμενιστάν, που επίσης βρέχεται από την Κασπία Θάλασσα και διαθέτει κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, τα οποία όμως δε μπορεί να τα αξιοποιήσει πλήρως, καθώς δεν έχει κατοχυρώσει νόμιμα δικαιώματα στην εκμετάλλευση του πλούτου της Κασπίας. Ακολουθεί μια πολιτική ουδετερότητας και απομόνωσης και δεν ενθαρρύνει ξένες επενδύσεις. Υπάρχει μεγάλη φτώχεια, το καθεστώς είναι μονοκομματικό και δεν υπάρχουν ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης.
Μεταξύ Καζακστάν και Τουρκμενιστάν βρίσκεται το Ουζμπεκιστάν, που επίσης έχει μονοκομματικό καθεστώς, χωρίς αντιπολίτευση. Το κράτος ελέγχει τα μέσα ενημέρωσης και υπάρχουν καταγγελίες για συστηματικά βασανιστήρια. Το Ουζμπεκιστάν απασχόλησε την επικαιρότητα τον Μάϊο του 2005, όταν η κυβέρνηση προέβη σε αιματηρή καταστολή κινήματος διαμαρτυρίας, με εκατοντάδες νεκρούς. Στην εξωτερική του πολιτική, το καθεστώς επιχειρεί να ισορροπήσει τις σχέσεις του με τις δυο μεγάλες δυνάμεις της περιοχής, παραχωρώντας στις ΗΠΑ έδαφος για στρατιωτική βάση και αναπτύσσοντας, παράλληλα, διπλωματικές σχέσεις και στρατιωτική συνεργασία με τη Ρωσία.
Τέλος, στα σύνορα με την Κίνα, βρίσκονται το Κιργιστάν και το Τατζικιστάν.
Το Κιργιστάν βρίσκεται σε πολύ κακή οικονομική κατάσταση και υποχρεώνεται σε αθρώες εισαγωγές αγαθών, καθότι δεν είναι σε θέση να αξιοποιήσει το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο που διαθέτει. Ένα άλλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει είναι η ένταση μεταξύ των κοινοτήτων των Κιργισίων και Ουζμπέκων, με αντικείμενο την πρόσβαση σε γη και σε κατοικίες. Έχει επίσης μεθοριακές διαφορές με το Ουζμπεκιστάν. Η χώρα προσπαθεί να ισορροπήσει τις σχέσεις της με Ρωσία και ΗΠΑ και φιλοξενεί στρατιωτικές βάσεις των δυο αυτών μεγάλων δυνάμεων. Παρά το ότι το καθεστώς είναι περισσότερο δημοκρατικό σε σχέση με αυτό του γειτονικού Ουζμπεκιστάν, τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει καταγγελίες για φίμωση του τύπου.
Το Τατζικιστάν υπέφερε από εμφύλιο πόλεμο κατά τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας του (1991-1997), που έλαβε χώρα μεταξύ της φιλορωσικής κυβέρνησης και της ισλαμικής αντιπολίτευσης. Οι νεκροί υπολογίζονται στους 50.000. Υπάρχουν καταγγελίες για καθεστωτικές πιέσεις κατά της ελευθερίας του τύπου. Η χώρα έχει στενές σχέσεις με τη Ρωσία και φιλοξενεί ρωσική στρατιωτική βάση στο έδαφός της.

Πηγές
Arshakian, G., 2006: South-Caucasian Security Guarantee. 1760 Meters in Favor of Stability. In http://www.newneighbors.am
Goldman, M. I., 1995: Petroleum, Pipelines and Paranoia in the Caucasus. In www. amina.com
http://globalguerrillas.typepad.com/globalguerrillas/2004/07/long_term_gg_ta.html
Khalil el-saghir, 1998: Caspian Sea Region. The Checkerboard of Oil and Minefields. University of Michigan-Dearborn.
Wikipedia. Υπερκείμενα: Central Asia, The Great Game, Caspian Sea
www.bbc.co.uk.
Ι. Μπ., 2006: Λίμνη Αράλη: μια φορά κι’έναν καιρό ήταν εδώ μια θάλασσα. Resistencias, τεύχος 3, σελ. 30-31.

Δεν υπάρχουν σχόλια: