Ομάδα αντιπληροφόρησης σχετικά με τα κινήματα και τις αντιστάσεις στον κόσμο. Ιστολόγιο υπό διαρκή κατασκευή.

7 Φεβ 2010

Τα στρατιωτικά σχέδια των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική. Οι επτά νέες βάσεις στην Κολομβία, δείγμα της νέας στρατηγικής


περιοδικό Resistencias, Νο 14/Νοέμβριος 2009

Τον περασμένο Αύγουστο είδε το φως της δημοσιότητας η είδηση ότι οι ΗΠΑ ήρθαν σε συμφωνία με την Κολομβία για την παραχώρηση επτά νέων στρατιωτικών βάσεων. Το γεγονός δημιούργησε έντονη ανησυχία σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική τόσο σε θεσμικό όσο και κινηματικό επίπεδο ενώ προκάλεσε την άμεση σύγκλιση Έκτακτης  Συνόδου των Αρχηγών Κρατών της UNASUR (Ένωση των Εθνών της Νοτίου Αμερικής) και στη συνέχεια της Συνόδου των Υπουργών Εξωτερικών και Υπουργών Αμύνης. Και στις δύο περιπτώσεις η Κολομβία βρέθηκε μόνη απέναντι στις υπόλοιπες χώρες-μέλη επιμένοντας στη μυστικότητα που υπάρχει γύρω από τη συμφωνία ενώ έγινε φανερό ότι η στρατηγική των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική βρίσκει στην Κολομβία έναν ισχυρό σύμμαχο.

Το νέο στρατιωτικό Δόγμα
Σύμφωνα με την έκθεση «Μια ήπειρος υπό απειλή» που δημοσίευσε τον περασμένο Αύγουστο το Λατινοαμερικάνικο Παρατηρητήριο Γεωπολιτικής η στρατιωτική πολιτική των ΗΠΑ «από την προετοιμασία σκηνικών ανάμεσα σε μπλοκ που παρουσιάζουν μια σχετική ομοιότητα ή ισορροπία έχει περάσει σε ασύμμετρους πολέμους με μια διπλή έννοια: α) πολέμους ανάμεσα σε Κράτη με τεράστιες διαφορές όσον αφορά την πολεμική ικανότητα καθώς και την ικανότητα χειρισμού ενός συνόλου οικονομικών και πολιτικών μηχανισμών πίεσης και β) πολέμους ενάντια σε μη-Κράτη, με αβέβαιους τους όρους του παιχνιδιού –που  δεν εγγράφονται στo πλαίσιο των καθιερωμένων από τους διεθνείς κανόνες– και χωρίς συνοριακούς περιορισμούς ισοδύναμους με εκείνους των κρατών». Σύμφωνα με αναλυτές, η στρατιωτική λογική των ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου αναπτύσσεται στη βάση μιας πιθανής πολεμικής σύρραξης με τα επονομαζόμενα «αφερέγγυα Κράτη» –παράδειγμα για την ήπειρο θα μπορούσε να θεωρηθεί η Αϊτή αν και αυτή την περίοδο το ενδιαφέρον τους εστιάζεται κυρίως στη Βενεζουέλα, τη Βολιβία, ακόμα και το Εκουαδόρ– καθώς και πιθανών συγκρούσεων με οργανώσεις τύπου Αλ Κάιντα, κάτι το οποίο στα συμφραζόμενα της ηπείρου θα μεταφραζόταν σε λαϊκές, οικολογικές ή ιθαγενικές οργανώσεις. Για παράδειγμα οι Μαπούτσε θα αποτελούσαν για τη Χιλή ό,τι η Αλ Κάιντα για το Αφγανιστάν.
Για την αναχαίτιση παρόμοιων κινδύνων η στρατιωτική πολιτική των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική έχει υιοθετήσει τέσσερα διαφορετικά μοντέλα εδραίωσης της παρουσίας της στην ήπειρο:
-Μεγάλες βάσεις, τύπου Γκουαντάναμο, με πλήρεις εγκαταστάσεις, εξοπλισμό και ένα μόνιμο σώμα στρατιωτικών μακράς παραμονής.
-Βάσεις μεσαίου χαρακτήρα, όπως η Σότο Κάνο (Παλμερόλα) στην Ονδούρα με εγκαταστάσεις που επιτρέπουν την εκτέλεση μακροχρόνιων αποστολών αλλά με προσωπικό που ανανεώνεται κάθε έξι μήνες.
-Οι CSL (Cooperative Security Locations), μετονομασία των FOL (Forward Operation Locations), όπως η βάση της Μάντα (η οποία πρόσφατα πέρασε στην πλήρη κυριαρχία του Εκουαδόρ), του Κουρασάο (Ολλανδικές Αντίλλες) ή της Κομαλάπα (Σαλβαδόρ) με ελάχιστο προσωπικό αλλά σημαντική υποδομή όσον αφορά ζητήματα επικοινωνιών–επιτήρηση, διασυνδέσεις, δίκτυα επικοινωνίας, αποστολή της πληροφορίας στα κέντρα συλλογής και επεξεργασίας που υπάρχουν στις ΗΠΑ (Network, Centric Warfare).
-Μικρές βάσεις, όπως η βάση του Ικίτος στο Περού, που επιτρέπουν την προσγείωση για ανεφοδιασμό προσφέροντας τη δυνατότητα πρόσβασης, μέσα από μια καλά προγραμματισμένη αλληλουχία, σε μια ευρεία ζώνη. Λειτουργούν ως επιχειρησιακοί κόμβοι άμεσης επέμβασης και με πολύ χαμηλότερο κόστος από τις προηγούμενες.

Σύμφωνα με την αναλύτρια Άνα Έσθερ Σεσένια του Λατινοαμερικάνικου  Παρατηρητηρίου Γεωπολιτικής «η αλλαγή στα χαρακτηριστικά των βάσεων στη Λατινική Αμερική αρχίζει να εφαρμόζεται από το 1999 με την εγκατάσταση των τριών FOL (Μάντα, Κουρασάο, Κομαλάπα) οι οποίες αντικατέστησαν τη βάση Χάουαρντ του Παναμά. Δεν πρόκειται για βάσεις των ΗΠΑ αλλά για βάσεις των αντίστοιχων χωρών οι οποίες επιτρέπουν σε βορειοαμερικάνικο προσωπικό τη χρήση των εγκαταστάσεών τους. Ανεξάρτητα από τη νομική φόρμουλα με βάση την οποία νομιμοποιείται η κατοχή, είναι βάσεις οι οποίες υποτίθεται ότι βρίσκονται υπό τη διοίκηση ντόπιου προσωπικού το οποίο, ωστόσο, δεν γνωρίζει τι συμβαίνει στις εγκαταστάσεις της βάσης ούτε τις επιχειρήσεις στις οποίες προχωράει το προσωπικό που εγκαθίσταται εκεί». Ο πρόεδρος Κορέα του Εκουαδόρ προειδοποίησε δημόσια σε αρκετές περιπτώσεις όσον αφορά την πιθανότητα κάποιο αεροπλάνο των ΗΠΑ μέσα από τη FAL της Μάντα να πήρε μέρος –υπό την πλήρη άγνοια των αρχών του Εκουαδόρ– στην αεροπορική επίθεση της Κολομβίας τον Μάιο του 2008 στον νότο του Εκουαδόρ κατά την οποία σκοτώθηκε ο κομαντάντε Ραούλ Ρέγιες των FARC-EP.

Οι βάσεις στην Κολομβία
Σύμφωνα με το Στέητ Ντιπάρτμεντ, το Σύμφωνο Συνεργασίας επί Αμυντικών Θεμάτων με την Κολομβία στοχεύει στην εμβάθυνση της διμερούς συνεργασίας σε ζητήματα ασφάλειας που αφορούν την παραγωγή και διακίνηση ναρκωτικών, την τρομοκρατία, το παράνομο εμπόριο, ανθρωπιστικές τραγωδίες και φυσικές καταστροφές. Ωστόσο, σύμφωνα με αναλυτές, τα χαρακτηριστικά των βάσεων που προτίθενται να εγκαταστήσουν στην Κολομβία δεν ανταποκρίνονται στους παραπάνω στόχους. Τα πολεμικά πλοία, τα αεροσκάφη και ο εξοπλισμός των εγκαταστάσεων υπερβαίνουν κατά πολύ τις ανάγκες ελέγχου των ένοπλων ομάδων και των λαθρεμπόρων ναρκωτικών ενώ, παρόλο που ο πρόεδρος της Κολομβίας Ουρίμπε το αρνείται κατηγορηματικά, φαίνεται να συγκροτούνται ως βάσεις που προορίζονται για να ασκούν έλεγχο εκτός εδαφικής επικράτειας της χώρας.
Το σημαντικότερο πρόβλημα εντοπίζεται στη βάση του Παλανκέρο στο κέντρο της χώρας –επιχειρησιακό κέντρο των κολομβιανών ενόπλων δυνάμεων– που θα μετατραπεί σε βάση από την οποία οι βορειοαμερικανικές ένοπλες δυνάμεις θα μπορούν να ασκούν έλεγχο σε ολόκληρη τη Νότιο Αμερική. Πρόσφατα το Κογκρέσο των ΗΠΑ ενέκρινε 46 εκατ. δολάρια για έργα βελτίωσης της υποδομής της, ενώ ήδη διαθέτει πίστα μεγαλύτερη των τριών χιλιομέτρων από την οποία μπορούν να απογειωθούν ταυτόχρονα τρία μαχητικά αεροσκάφη κάθε δύο λεπτά και εγκαταστάσεις για 150 αεροπλάνα και 2.000 στρατιώτες. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι αποτελεί βάση διεκπεραίωσης αποστολών, έχει την υποδομή να φιλοξενήσει C-17, μεταγωγικά αεροσκάφη και για το 2025 προβλέπεται να διαθέτει την ικανότητα να κινητοποιήσει 175.000 στρατιώτες με τον εξοπλισμό τους μέσα σε 72 μόλις ώρες προς οποιοδήποτε σημείο της ηπείρου.
Εκπρόσωποι αντιμιλιταριστικών δικτύων της περιοχής θεωρούν την κατάσταση εξαιρετικά ανησυχητική. Επισημαίνουν ότι, εκτός των άλλων, βρισκόμαστε μπροστά σε μια εκτίναξη των στρατιωτικών δαπανών στη Νότιο Αμερική οι οποίες τα τελευταία πέντε χρόνια παρουσιάζουν αύξηση 91%. Μια από τις χώρες με τις υψηλότερες στρατιωτικές δαπάνες είναι η Βραζιλία (1,47% του ΑΕΠ) η οποία φαίνεται να προσανατολίζεται στην εδραίωση της θέσης της ως πρώτη δύναμη της περιοχής. Ισχυρή στρατιωτική δύναμη αποτελεί επίσης η Χιλή η οποία κατευθύνει το 10% από τις πωλήσεις χαλκού στις ένοπλες δυνάμεις γεγονός που έχει επιτρέψει τεράστιες επενδύσεις. Ο πρόεδρος Τσάβες της Βενεζουέλας ανακοίνωσε ήδη την αγορά ρώσικων τανκ για να αντισταθμίσει τη βορειοαμερικανική παρουσία στην Κολομβία. Αναμφίβολα, την πρώτη θέση και με σημαντική απόσταση από οποιαδήποτε άλλη χώρα της ηπείρου κατέχει η Κολομβία η οποία κατευθύνει στις πολεμικές δαπάνες το 2,82% του ΑΕΠ (για το 2010 εγκρίθηκε ήδη το 14,2% του προϋπολογισμού που για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας ξεπερνά το ποσοστό που κατευθύνεται στην εκπαίδευση) στο οποίο πρέπει να προστεθούν τα 6 δις δολάρια που, από το 2000, έχουν επενδύσει οι ΗΠΑ σε στρατιωτικές δαπάνες στο πλαίσιο του Σχεδίου Κολομβία.
Με τις επτά νέες βάσεις συν τις ήδη υπάρχουσες υποδομές και τις επιχειρήσεις που διεξάγουν στο έδαφός της στρατιωτικές δυνάμεις των ΗΠΑ, μέσα σε λίγα χρόνια,  η Κολομβία μπορεί να αποκτήσει μια επιχειρησιακή δυνατότητα παρόμοια αν όχι ανώτερη με αυτήν του Ισραήλ στη Μέση Ανατολή.
Πηγή: www.diagonalperiodico.net, www.geopolitica.ws