Προγράμματα Δομικής Προσαρμογής.
Το μεταπολεμικό παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα πρόβαλλε την οικονομική θεωρία της «ανάπτυξης» και του εκσυγχρονισμού ως μια καθολική θεωρία, που η εφαρμογή της θα οδηγούσε την ανθρωπότητα -με τρόπο βέβαιο και γραμμικό- σε αέναη πρόοδο και ευημερία. Τον πυρήνα της αποτελούσαν σχέδια για ευρείας κλίμακας επενδύσεις στον βιομηχανικό τομέα και σε έργα υποδομής, τα οποία θα υλοποιούσε ένα ισχυρό συγκεντρωτικό κράτος. Με αυτόν τον τρόπο, δινόταν η δυνατότητα στη χώρα να απογειωθεί από μια παραδοσιακή αγροτική οικονομία σε μια «σύγχρονη» βιομηχανική. Το σοβιετικό οικονομικό σύστημα, όπως και το «Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός» του 1958 του Μάο ήταν μια εκδοχή της ίδιας άποψης, πάνω σε αυτόχθονες σοσιαλιστικές γραμμές.
Τα μεταποικιακά έθνη σε γενικές γραμμές αρχικά αποδέχτηκαν αυτή τη συνταγή. Είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν ανάμεσα σε μια δυτικού τύπου οικονομία της αγοράς και ένα μαρξιστικό συγκεντρωτικό μοντέλο σινο-σοβιετικού τύπου. Και οι δύο επιλογές όμως προϋπέθεταν ότι η «ανάπτυξη» ήταν επιθυμητή. Τα δυτικά κράτη ανέλαβαν να υποστηρίξουν την προσπάθεια εκσυγχρονισμού των βιομηχανικά υπανάπτυκτων χωρών με τη χορήγηση δανείων. Όταν όμως, σε πολλές χώρες και ιδιαίτερα στην υποσαχάρια Αφρική ο πλούτος δεν επιτεύχθηκε και ακολούθησε πληθωρισμός και φτώχεια, η στρατηγική αυτή οδήγησε σε κρίση υπερχρέωσης, στην οποία οι χώρες-οφειλέτες κατέληξαν να πληρώνουν περισσότερα σε τόκους από όσα είχαν ποτέ δανειστεί.
Αυτή είναι με λίγα λόγια η ιστορία της αφρικανικής κρίσης μέχρι τα μέσα, περίπου, της δεκαετίας του ’70. Προφανέστατα απουσιάζουν πολλές σημαντικές παράμετροι, που πρέπει να συνεκτιμηθούν για μια ουσιαστική κατανόηση των αιτίων που οδήγησαν σε αυτή. Παρακάτω δίνουμε χώρο σε αριστερούς Αφρικανούς μελετητές, που επιχειρούν την ανατομία της περιόδου.
Ωστόσο, άποψη για το θέμα, είχαν και έχουν οι ίδιοι οι δανειστές. Το 1981 η Παγκόσμια τράπεζα παρουσιάζει την Έκθεση Μπέργκ, η οποία στοιχειοθετεί τη θέση του οργανισμού για την αφρικανική οικονομική κρίση. Προβαίνει σε οξεία κριτική προς τις αφρικανικές κυβερνήσεις. Υπερτιμημένο εθνικό νόμισμα, παραμέληση της αγροτικής οικονομίας, προστατευτική βιομηχανική πολιτική, υπέρμετρη κρατική παρεμβατικότητα συνιστούν αυτά που στο εξής θα ονομάζονται «κακές πολιτικές» και «φτωχή διακυβέρνηση». Σημαντική υποτίμηση του νομίσματος, κατεδάφιση του βιομηχανικού προστατευτισμού, προσανατολισμός του αγροτικού τομέα στις εξαγωγές και πριμοδότηση του ιδιωτικού τομέα έναντι του δημόσιου -όχι μόνο στη βιομηχανία αλλά και στην παροχή υπηρεσιών- υπεδείχθησαν ως «καλές πολιτικές» που μπορούν να διασώσουν την υποσαχάρια Αφρική από τα δεινά της.
Η διάγνωση αυτή δεν έμεινε χωρίς απάντηση. Η οξύτερη αμφισβήτηση ήρθε από τις ίδιες τις αφρικανικές κυβερνήσεις. Στην απόφαση της Συνόδου του Λάγος, η οποία δημοσιεύτηκε την ίδια χρονιά, οι ηγέτες του Οργανισμού Αφρικανικής Ενότητας απέδωσαν την κρίση σε μια σειρά από εξωτερικούς παράγοντες. Ανάμεσά τους, οι επιδεινούμενοι όροι στην αγορά των πρώτων υλών, ο αυξανόμενος προστατευτισμός των δυτικών οικονομιών, η εκτόξευση των επιτοκίων και η χειροτέρευση των όρων εξυπηρέτησης του χρέους. Η λύση, κατά τη γνώμη τους, βρισκόταν όχι στην καλύτερη «αξιοποίηση» των μηχανισμών της παγκόσμιας αγοράς, αλλά στην αποτελεσματικότερη διαχείριση των εθνικών πόρων και την ενίσχυση της αμοιβαίας συνεργασίας των αφρικανικών χωρών. Στο Σχέδιο Δράσης του Λάγος αποτυπωνόταν καθαρά η επίδραση της θεωρίας της εξάρτησης αλλά και η αίσθηση της ισχύος, που τα Αφρικανικά κράτη αντλούσαν από την πρόσφατη ολοκλήρωση της αποαποικιοποίησης. Ούτε η επίδραση της θεωρίας της εξάρτησης, ούτε η αίσθηση της ισχύος θα διαρκούσαν πολύ.
Το 1983-84 και εν μέσω της ραγδαία επιδεινούμενης οικονομικής κρίσης, ξηρασία και λιμός πλήττουν με τρομακτικό μένος την υποσαχάρια Αφρική. Την επόμενη χρονιά, ο Οργανισμός Αφρικανικής Ενότητας που συγκαλείται στην Αντίς Αμπέμπα, σε οξεία αντίθεση με το Σχέδιο του Λάγος, θα αναγνωρίσει τις ευθύνες των αφρικανικών κυβερνήσεων και τα περιορισμένα όρια των δυνατοτήτων τους να επιλύσουν την κρίση. Θα συμφωνήσουν να εφαρμόσουν τις μεταρρυθμίσεις που προτείνει η έκθεση Μπεργκ και θα ζητήσουν τη βοήθεια της διεθνούς κοινότητας για την αντιμετώπιση του δυσβάστακτου χρέους.
Οι ασκοί του Αιόλου έχουν πλέον ανοίξει. Πολύ σύντομα θα αρχίσει η εφαρμογή μιας σειράς μέτρων, υπό την ονομασία «προγράμματα δομικής προσαρμογής» (ΠΔΠ). Σε αυτά περιλαμβάνονται όλοι οι όροι της έκθεσης Μπεργκ. Αλλάζει και η μορφή χρηματοδότησης. Η διεθνής βοήθεια για τα κρατικά έργα αντικαθίσταται από εσωτερικές επενδύσεις πολυεθνικών εταιρειών μαζί με μικρής κλίμακας κοινωνικά προγράμματα, που εφαρμόζονται από τις ΜΚΟ με χρηματοδότηση από δυτικά φιλανθρωπικά ιδρύματα. Τα οικονομικά μέτρα συχνά -δηλαδή επιλεκτικά- θα συνοδευτούν από φιλολογία-πιέσεις για την «καλή» και «κακή» διακυβέρνηση, το ζήτημα της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Οι ασθενείς αστικές τάξεις και οι παραδοσιακές ολιγαρχίες των χωρών θα κληθούν να εφαρμόσουν τα νεοσυντηρητικά προγράμματα, στο όνομα της εξυπηρέτησης του χρέους και της «αξιοποίησης» της παγκοσμιοποίησης. Ταυτισμένες περισσότερο με τη Δύση παρά με τους λαούς που κυβερνούν, διευκολύνουν τις επιχειρήσεις εκμετάλλευσης των πολυεθνικών εταιρειών με αντάλλαγμα έναν πολυτελή τρόπο διαβίωσης και γενικότερα την ενίσχυση της ταξικής τους θέσης.
Τα αποτελέσματα της εφαρμογής των προγραμμάτων δομικής προσαρμογής εκτόξευσαν τη φτώχεια, την ανεργία, την ερήμωση της υπαίθρου. Οι τιμές των αγροτικών προϊόντων σημείωσαν δραματική πτώση -κατά 60%- μεταξύ 1986 και 1993. Οι μισθοί κατέρρευσαν, ενώ ο πληθωρισμός καλπάζει. (Ένα τυχαίο παράδειγμα: Στην Τανζανία οι πραγματικοί μισθοί του 1990 αντιπροσώπευαν το 13% των πραγματικών τιμών του 1980. Μεταξύ του 1986 και 1989 η αύξηση του εθνικού δείκτη καταναλωτή ανήλθε στο 650%.) Οι ιδιωτικοποιήσεις οδηγούν την παιδεία και την υγεία σε πλήρη κατάρρευση. Οι όποιες κατακτήσεις της εθνικιστικής περιόδου στους τομείς αυτούς εξανεμίζονται. Χιλιάδες είναι οι νεκροί από το AIDS και τις επιδημίες. Η παιδική εργασία και εκμετάλλευση φτάνει στο απόγειό της.
Και η ανάπτυξη; Η αποπληρωμή του χρέους; Τουλάχιστον, έστω και με αυτό το κόστος, τα ΠΔΠ εκπλήρωσαν τους επίσημα διακηρυγμένους στόχους τους;
Ο Ντέμπα Μούσσα Ντεμπέλε, Διευθυντής του Φόρουμ για έναν Εναλλακτικό Αφρικανικό Δρόμο στο Ντακάρ της Σενεγάλης απαντά σε αυτά τα ερωτήματα, στο άρθρο του « Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα στην Αφρική: ένας καταστροφικός απολογισμός», αποσπάσματα του οποίου δημοσιεύουμε .
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα στην Αφρική: «ένας καταστροφικός απολογισμός»
Φέτος το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα κλείνουν 60 χρόνια ζωής. Μέσα από τον προπαγανδιστικό τους μηχανισμό, και οι δύο αυτοί οργανισμοί θα επιχειρήσουν να υπογραμμίσουν τη «βοήθειά» τους προς την Αφρική. Στην πραγματικότητα όμως από την δεκαετία του 70 και πέρα, οι οργανισμοί αυτοί έχουν σταδιακά μετατραπεί στους βασικούς αρχιτέκτονες πολιτικών, γνωστών ως η «Συμφωνία της Ουάσιγκτον», που ευθύνονται για τις χειρότερες ανισότητες και την έκρηξη της φτώχειας στον κόσμο, και ειδικότερα στην Αφρική.
Όταν άρχισαν να επεμβαίνουν στην ήπειρο, στα τέλη της δεκαετίας του 70 με αρχές της δεκαετίας του 80, ισχυρίστηκαν ότι είχαν σαν στόχο την «επιτάχυνση της ανάπτυξης» και την «επίλυση της κρίσης του χρέους» που χτύπησε τις χώρες της Αφρικής στα τέλη της δεκαετίας του 70, σαν αποτέλεσμα των έντονων διακυμάνσεων στις τιμές των αγαθών και την εκτόξευση των επιτοκίων. Το φάρμακο που πρότειναν, τα λεγόμενα προγράμματα σταθεροποίησης και διαρθρωτικών προσαρμογών (S.A.P.) πέτυχαν το ακριβώς αντίθετο, και συνέβαλαν στην επιδείνωση του εξωτερικού χρέους και της κοινωνικο-οικονομικής κρίσης.
Το 1980, στο ξεκίνημα της παρέμβασής τους, η σχέση του χρέους προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν και την εξαγωγή αγαθών και υπηρεσιών ήταν 23,4% και 65,2% αντιστοίχως. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1990, είχαν επιδεινωθεί στο 63% και 210% αντίστοιχα! Το 2000, η σχέση χρέους προς ΑΕΠ έφτανε το 71% ενώ η σχέση χρέους προς εξαγωγή προϊόντων και υπηρεσιών είχε κάπως «βελτιωθεί» στο 80,2% σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Η επιδείνωση των δεικτών του χρέους αντανακλάται στην αδυναμία πολλών αφρικανικών κρατών να εξυπηρετήσουν το εξωτερικό τους χρέος. Το 1999, τα καθυστερούμενα έφταναν το 30% του συνολικού χρέους της ηπείρου, αντί του 15% που ήταν το αντίστοιχο ποσοστό στην δεκαετία του 90 και αντί του 5% που ήταν το ποσοστό στις αναπτυσσόμενες χώρες εν γένει. Σαν επιστέγασμα της κρίσης, οι αφρικανικές χώρες λαμβάνουν ελάχιστα νέα δάνεια, παρεκτός για να εξοφλήσουν παλιότερα χρέη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, από το 1988 και πέρα, η σχέση των συσσωρευμένων καθυστερούμενων προς τα «νέα» χρέη να ξεπερνάει το 65%.
Μεταξύ 1980 και 2000, οι χώρες της υποσαχάριας Αφρικής έχουν καταβάλει πάνω από 240 δις. $ για να υπηρετήσουν το χρέος, ήτοι τέσσερις φορές το χρέος που είχαν το 1980. Και όμως, παρά την οικονομική αιμορραγία, οι χώρες της υποσαχάριας Αφρικής χρωστάνε πλέον σχεδόν τέσσερις φορές περισσότερα απ’ ότι χρωστούσαν 20 χρόνια πριν! Ένα από τα πιο συγκλονιστικά παραδείγματα αυτού του φαινομενικού παράδοξου είναι η περίπτωση του νιγηριανού χρέους. Το 1978, η χώρα δανείστηκε $5 δις. Το 2000 είχε αποπληρώσει 16$, και όμως συνεχίζει να χρωστάει 31$ σύμφωνα με τον πρώην Πρόεδρο Ομπασάντζο.
Η Νιγηρία είναι ένα καλό παράδειγμα της δομικής φύσης της κρίσης που απορρέει από το αφρικανικό χρέος και της ανισορροπίας ισχύος που χαρακτηρίζει την παγκόσμια οικονομία και τις οικονομικές σχέσεις. Αυτό το πλαίσιο εξάλλου είναι που παρείχε τη δυνατότητα στο ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα να αυξήσουν την επιρροή τους στις αφρικανικές χώρες.
Το κόστος της φιλελευθεροποίησης του εμπορίου
Σύμφωνα με το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα, μία από τις πηγές της κρίσης της Αφρικής είναι το εσωστρεφές εμπορικό σύστημα της ηπείρου, που χαρακτηρίζεται από την προστασία των εγχώριων αγορών, τις επιχορηγήσεις, τις υπερτιμημένες ισοτιμίες και άλλες «στρεβλώσεις» που κάνουν τις αφρικανικές εξαγωγές λιγότερο «ανταγωνιστικές» στις παγκόσμιες αγορές. Στη θέση όλων αυτών, προτείνουν ένα εμπορικό σύστημα ανοιχτό και φιλελεύθερο, με ελάχιστους ή καθόλου δασμολογικούς φραγμούς. Σύμφωνα και με τους δύο παραπάνω οργανισμούς, ένα τέτοιο εμπορικό σύστημα, σε συνδυασμό με μια στρατηγική ανάπτυξης των εξαγωγών, θα έθεταν την Αφρική σε σταθερή τροχιά οικονομικής ανάκαμψης.
Στην πραγματικότητα, το κόστος που απορρέει από την φιλελευθεροποίηση του εμπορίου έχει κατά πολύ υπερβεί τα δυνητικά «οφέλη» που θ’ αποκόμιζαν, υποτίθεται, οι αφρικανικές χώρες από την εν λόγω φιλελευθεροποίηση. Κατ’ αρχάς, η φιλελευθεροποίηση του εμπορίου μεταφράστηκε σε σημαντικές απώλειες φόρων, καθώς πολλές χώρες εξαρτώνται από την φορολόγηση των εισαγωγών ως βασική πηγή φορολογικών εσόδων. Έτσι, η κατάργηση, ή η μείωση της δασμολογίας οδήγησε σε μείωση των κρατικών εσόδων.
Μα μία από τις πιο αρνητικές συνέπειες της φιλελευθεροποίησης του εμπορίου υπήρξε η κατάρρευση πολλών εγχώριων βιομηχανιών, που στάθηκαν ανίκανες να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό των ισχυρών και επιχορηγούμενων ανταγωνιστών τους από τις βιομηχανικές χώρες. Πρακτικά, ο βιομηχανικός τομέας της Αφρικής συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγαλύτερων θυμάτων των λεγόμενων διαρθρωτικών αλλαγών.
Από τη Σενεγάλη μέχρι τη Ζάμπια, από το Μάλι μέχρι την Τανζανία, από την Ακτή Ελεφαντοστού μέχρι την Ουγκάντα, ολόκληροι κλάδοι της εγχώριας βιομηχανίας εξαφανίστηκαν, με τρομαχτικές συνέπειες. Όχι μόνο η συμβολή του βιομηχανικού τομέα στο ΑΕΠ συνέχισε να πέφτει, αλλά και ο αριθμός των απασχολούμενων στον βιομηχανικό τομέα συρρικνώθηκε δραματικά. Στη Σενεγάλη, περισσότερο από το ένα τρίτο των βιομηχανικών εργατών έχασαν τη δουλειά τους στη δεκαετία του 80. Η τάση ενισχύθηκε παραπέρα στη δεκαετία του 90, σαν συνέπεια των σαρωτικών πολιτικών ιδιωτικοποιήσεων και φιλελευθεροποίησης του εμπορίου που επέβαλαν το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, ειδικά μετά την υποτίμηση του Φράγκου Δυτικής Αφρικής το 1994. Στην Γκάνα, το βιομηχανικό εργατικό δυναμικό έπεσε από 78.700 άτομα το 1987 στα 28.000 το 1993. Στην Ζάμπια, μόνο στον τομέα της υφαντουργίας πάνω από το 75% των εργατών έχασαν τις δουλειές τους μέσα σε λιγότερο από μια δεκαετία, σαν αποτέλεσμα της ολικής αποσύνθεσης του κλάδου την περίοδο της προεδρίας του Τσιλούμπα. Ανάλογη τάση παρατηρείται και σε άλλες χώρες, όπως στην Ακτή Ελεφαντοστού, την Μπουρκίνα Φάσο, το Μάλι, το Τόγκο, την Ζάμπια, την Τανζανία κλπ.
Ο εξαγωγικός προσανατολισμός της οικονομίας
Η Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (United Nations Conference on Trade and Development UNCTAD) αναφέρει ότι περισσότερο από το 70% των αφρικανικών εξαγωγών απαρτίζονται από πρωτογενή προϊόντα, εκ των οποίων πάνω από το 62% είναι εντελώς ακατέργαστα. Έτσι δικαιολογείται η ανάγκη για ακόμα μεγαλύτερη φιλελευθεροποίηση προκειμένου οι αφρικανικές εξαγωγές να γίνουν πιο «ανταγωνιστικές», και οι αφρικάνικες οικονομίες πιο «ελκυστικές» στις άμεσες ξένες επενδύσεις.
Στο όνομα του «συγκριτικού πλεονεκτήματος», η στρατηγική ανάπτυξης των εξαγωγών υποχρεώνει τις αφρικανικές χώρες να ανταγωνίζονται αγρίως για ένα μερίδιο των αγορών και άρα να τις πλημμυρίζουν με όλο και μεγαλύτερες ποσότητες από τα παραγόμενα αγαθά τους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα μια όξυνση της «πτητικότητας» (διακύμανσης) των τιμών, δύο φορές πιο έντονη από την αντίστοιχη στην ανατολική Ασία και τέσσερις φορές μεγαλύτερη απ’ αυτήν που δοκίμασαν οι βιομηχανικές χώρες στις δεκαετίες 70,80 και 90.
Συμπέρασμα
Σύμφωνα με την UNCTAD, αν οι εμπορικοί όροι στην Αφρική είχαν παραμείνει ως είχαν το 1980:
- Το μερίδιο της Αφρικής στο παγκόσμιο εμπόριο θα ήταν δυο φορές μεγαλύτερο από το σημερινό.
- Το ποσοστό των επενδύσεων θα είχε αυξηθεί κατά 6% ετησίως στις μη πετρελαιοεξαγωγικές χώρες
- Θα είχε καταγραφεί 1,4% ετησίως επιπλέον ρυθμός ανάπτυξης
Θα είχε αυξηθεί κατά 50% τουλάχιστον το κατά κεφαλή ΑΕΠ στα 478$ το 1997 αντί των 323$ που καταγράφτηκαν εκείνη τη χρονιά.
NEPAD: Παναφρικανική ανάπτυξη ευθυγραμμισμένη με τα νεοφιλελεύθερα δόγματα
Η Νέα Σύμπραξη για την Αφρικανική Ανάπτυξη (NEPAD), ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 2001 στην Αμπούτζα της Νιγηρίας. Πρωτεργάτης αυτής της συνεργασίας ο Τάμπο Μπέκι, Πρόεδρος της Νότιας Αφρικής, της ισχυρότερης οικονομίας της αφρικανικής ηπείρου και ταυτόχρονα της «από ηθική άποψη ηγέτιδας χώρας», μετά τη σχετικά πρόσφατη νίκη της επί του καθεστώτος του απαρτχάιντ. Μαζί του ο Μπουτεφλίκα της Αλγερίας, ο Ομπασάντζο της Νιγηρίας και ο Γουαντέ της Σενεγάλης. Οι ιδρυτές της NEPAD, την παρουσιάζουν ως μια ακόμη ενσάρκωση των οραμάτων του Παναφρικανισμού, μια νέα προσπάθεια για την αφρικανική ενοποίηση με στόχο την οικονομική ανάπτυξη και συνολικότερα την «αναγέννηση» της Αφρικής.
Τι είναι ο Παναφρικανισμός;
Ο Παναφρικανισμός, η αντίληψη των Αφρικανών της διασποράς και των αυτοχθόνων ότι μοιράζονται κοινούς στόχους, διαμορφώθηκε μέσα από μια μακρά διαδικασία. Προσεγγίστηκε με διαφορετικό τρόπο από τους στοχαστές που τον θεμελίωσαν, ανάλογα προς την ιστορική στιγμή αλλά και τον τόπο, από τον οποίο κατάγονταν ή δρούσαν. Κατά κύριο λόγο, δεν αποτελεί μια ενιαία σχολή σκέψης, αλλά ένα κίνημα για την κοινωνική και πολιτική ισότητα, για την κατάργηση των ρατσιστικών διακρίσεων, για την απελευθέρωση από την οικονομική εκμετάλλευση. Αναγνωρίζει ότι οι Αφρικανοί είναι διαιρεμένοι μεταξύ τους, περιθωριοποιημένοι και αποξενωμένοι είτε στη διασπορά είτε στην ίδια τη χώρα τους. Ότι η Αφρική έχει τύχει ιστορικής υπερεκμετάλλευσης, με το δουλεμπόριο και τον αποικιακό ζυγό μέχρι την νεοαποικιοκρατία και τα νεοφιλελεύθερα προγράμματα.
Ο Παναφρικανισμός συναντήθηκε και ευθυγραμμίστηκε με τις πολιτικές κατευθύνσεις του αφρικανικού σοσιαλισμού. Επιχείρησε να δώσει απάντηση στην υπανάπτυξη, μέσω της κινητοποίησης των ίδιων δυνάμεων, την επιφυλακτική αντιμετώπιση των όποιων πατερναλιστικών ξένων σχεδίων, την αλληλεγγύη και την παναφρικανική συνεργασία. Ο Οργανισμός Αφρικανικής Ενότητας, που ιδρύθηκε στις 25 Μάη του 1963, από τον Κουαμέ Νκρούμα, Πρόεδρο της Γκάνας, τον Νάσερ της Αιγύπτου, τον Λέοπολντ Σενγκόρ της Σενεγάλης, τον Σεκού Τουρέ της Γουινέας και τον Μπεν Μπελά της Αλγερίας, ήταν μια προσπάθεια θεσμοθέτησης του παναφρικανικού οράματος, ο απολογισμός και η αξιολόγηση του οποίου ξεφεύγει από τις προθέσεις του παρόντος άρθρου.
NEPAD και παγκοσμιοποίηση
Ο κυρίαρχος λόγος επαναλαμβάνει συνεχώς το γνωστό μότο: η Αφρική είναι περιθωριοποιημένη από τη νέα παγκοσμιοποίηση. Αυτό συμβαίνει από δικό της λάθος, αφού «βυθίστηκε» σε υπερβολικό εθνικισμό, μετά την αποαποικιοποίησή της. Ο δρόμος για την έξοδο από την κρίση είναι προφανής και εύκολος· αυτός που ακολούθησαν οι λεγόμενες «ασιατικές τίγρεις», με τα γνωστά εντυπωσιακά αποτελέσματα. Το ακόμη μεγαλύτερο, χωρίς φραγμούς, άνοιγμα των οικονομιών της στο ξένο κεφάλαιο είναι ο δρόμος για την ανάπτυξη και την ενσωμάτωσή της στην παγκόσμια αγορά.
Είναι αλήθεια ότι ο Μπέκι ξεκίνησε με την απόρριψη του «αφροπεσιμιστικού» λόγου, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «οι Αφρικανοί πρέπει και μπορούν να οικειοποιηθούν το μοντερνισμό». Πρότεινε τη NEPAD ως ένα σχέδιο δραστικής αντιμετώπισης των αρνητικών συνεπειών της ένταξης της ηπείρου στο παγκόσμιο σύστημα και την ακύρωση της θέσης της ως μιας εξαιρετικά αδύναμης και περιφερειακής συνιστώσας. Σύντομα, όμως, αποσαφήνισε ότι «η πολιτική δημοκρατία και η οικονομική ανάπτυξη» θα επιτευχθεί με την ένταση του προσανατολισμού στην οικονομία της αγοράς και σε συνεργασία με τις οικονομικά αναπτυγμένες χώρες. Αν και στο ιδρυτικό κείμενό της, η NEPAD αναγνωρίζει τα μεγάλα εμπόδια που ορθώνει στις χώρες της Αφρικής το διεθνές οικονομικό περιβάλλον, τελικά, σε ότι αφορά τις προτάσεις της για το εμπόριο, την κίνηση κεφαλαίου, την τεχνολογία και τα δικαιώματα ευρεσιτεχνιών, ευθυγραμμίζεται με τα νεοφιλελεύθερα δόγματα. Παράλληλα, για μία ακόμη φορά επαναλαμβάνει το απλοϊκό σχήμα: αν η Αφρική βάλει τάξη στο σπίτι της, οι παραδοσιακοί εμπορικοί εταίροι θα επιχορηγήσουν την ανάπτυξή της!
Είναι σαν οι εμπνευστές της NEPAD να αντέστρεψαν στο μυαλό τους όλη την ιστορία των σχέσεων της Αφρικής με τη Δύση. Σαν μα μην αποτελεί η παγκοσμιοποίηση ήδη μια πραγματικότητα με τραγικές συνέπειες, από την οποία έπρεπε να έχουν αντλήσει κάποια διδάγματα.
Η Αφρικανική Αριστερά έχει ασχοληθεί εξαντλητικά με το θέμα. Στο τεύχος μας αυτό αλλά και σε επόμενα, δημοσιεύουμε άρθρα που φωτίζουν διάφορες πλευρές του.
Εμείς εισαγωγικά, απλά υποστηρίζουμε ότι το όραμα του Παναφρικανισμού και το σχέδιο της NEPAD δεν τέμνονται. Το μόνο κοινό σημείο τους είναι η υιοθέτηση -ως μέσου- της συνεργασίας των αφρικανικών κρατών. Ωστόσο, ο οικονομικός και πολιτικός προσανατολισμός τους βρίσκονται σε ευθεία αντίθεση. Επί πλέον, η πρόταση της NEPAD δεν παρουσιάζει κάτι καινούργιο. Επιμένει σε δοκιμασμένες και αποτυχημένες συνταγές και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ένα ελπιδοφόρο σχέδιο για την Αφρική.
Στη συνέχεια, παραθέτουμε δύο άρθρα. Το πρώτο, είναι απόσπασμα από την παρέμβαση του Πάτρικ Μποντ στο συνέδριο, που έγινε στο Ντούρμπαν της Νότιας Αφρικής, με θέμα «Προς μια Αφρική χωρίς σύνορα». Αντικείμενο της ομιλίας του ήταν ο «Νοτιαφρικανικός υποϊμπεριαλισμός» και στο απόσπασμα, που δημοσιεύουμε, αναφέρεται στην αποκαλυπτική διαδικασία δημιουργίας της NEPAD και την κριτική που ασκεί η Αριστερά στο πρόγραμμά της.
Το δεύτερο, είναι του Ίσσα Σίβζι, καθηγητή της Νομικής στο πανεπιστήμιο Νταρ ες Σαλαάμ της Τανζανίας με θέμα «Καλή διακυβέρνηση, κακή διακυβέρνηση και η αναζήτηση της δημοκρατίας στην Αφρική».
Θεωρούμε αναγκαία την παρουσίαση αυτού του κειμένου, γιατί το ζήτημα της «καλής διακυβέρνησης» και της δημοκρατίας κατέχει εξέχουσα θέση στην πολιτική αντιπαράθεση, που βρίσκεται σε εξέλιξη. Σε μια περιοχή που έχει δοκιμαστεί από συγκεντρωτικά αυταρχικά καθεστώτα και τα στρατιωτικά πραξικοπήματα είναι στην ημερήσια διάταξη για πάνω από μισό αιώνα, το θέμα αυτό δεν μπορεί κανείς να το αντιπαρέλθει εύκολα. Τη στιγμή μάλιστα, που ο κυρίαρχος λόγος αποσυνδέει τη δημοκρατία από την κοινωνική διαπάλη και το ζήτημα της εξουσίας και την υποβιβάζει στο επίπεδο της καλής διοίκησης.
Τέλος, να πούμε πως τα ΠΔΠ μετρούν σχεδόν τριάντα χρόνια ζωής και η NEPAD επτά. Δεν ΘΑ κριθούν, ήδη κρίνονται. Κανένα κοινωνικό φαινόμενο, από την έκρυθμη κατάσταση στην Κένυα, τις εξεγέρσεις στις παραγκουπόλεις, τα φαινόμενα ρατσιστικής βίας στη Νότια Αφρική και το ένοπλο αντάρτικο στο Δέλτα του Νίγηρα -για να αναφέρουμε κάποια- δεν μπορούν να αποτιμηθούν χωρίς να συνυπολογιστεί το ασφυκτικό οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο, που δημιούργησε η εφαρμογή των νεοσυντηρητικών προγραμμάτων. Πολύ δε περισσότερο ,αγνοώντας αυτόν τον παράγοντα, δεν μπορεί να δοθεί καμία ουσιαστική απάντηση στο ζήτημα της φτώχειας, το οποίο τόσο συχνά απασχολεί το τελευταίο διάστημα, τις περισσότερες φορές, με «ανώδυνο» τρόπο.
Staking claims through NEPAD
Οι καταβολές της NEPAD είναι αποκαλυπτικές. Στο τέλος της δεκαετίας του ’90, ο Μπέκι ξεκίνησε μια εκστρατεία «Αφρικανικής Αναγέννησης», διανθισμένη με μπόλικη συγκινητική ποίηση και πέραν τούτου ουδέν. Το άνευ περιεχομένου περίγραμμα απέκτησε σκελετό κατά τη συνάντηση του Μπέκι με τον Κλίντον τον Μάη του 2000, καθώς και στη σύνοδο του G8 στην Οκινάβα τον Ιούλη, στη συνάντηση κορυφής του ΟΗΕ για το μιλένιουμ τον Σεπτέμβρη και στη διάσκεψη της Ε.Ε. που ακολούθησε στην Πορτογαλία . Ο σκελετός σαρκώθηκε το Νοέμβρη του 2000 με τη συμβολή διαφόρων οικονομολόγων και εγκρίθηκε αμέσως μετά, κατά την επί τούτου επίσκεψη του προέδρου της Παγκόσμιας Τράπεζας Τζέιμς Γουέλφενσον στη Νότιο Αφρική σε «αδιευκρίνιστη τοποθεσία» υπό το φόβο της επανάληψης των εκδηλώσεων διαμαρτυρίας που είχαν «αμαυρώσει» το ταξίδι του διευθύνοντα συμβούλου του ΔΝΤ Χερστ Κέλερ στο Γιοχάνεσμπουργκ λίγους μήνες πριν. Σ’ αυτή τη φάση, ο Μπέκι κατάφερε να προσεταιριστεί δύο ακόμα ηγέτες από τα καθοριστικής σημασίας Βόρεια και Δυτικά τμήματα της Ηπείρου: τον Αμπντελαζίζ Μπουτεφλίκα της Αλγερίας και τον Ολουσέγκουν Ομπασάντζο της Νιγηρίας. Αμφότεροι εξάλλου αντιμετώπιζαν εντός του οίκου τους τακτικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας καθώς και διάφορες πολιτειακές, στρατιωτικές, θρησκευτικές και φυλετικές συγκρούσεις.
Στις αρχές του 2001, στο Νταβός, ο Μπέκι ξεκαθάρισε ποιων τα συμφέροντα επρόκειτο να υπηρετήσει η NEPAD: «Είναι σημαδιακό το γεγονός ότι η πρώτη επίσημη σύσκεψη σχετικά με την ανάπτυξη αυτού του προγράμματος λαμβάνει χώρα στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ. Προϋπόθεση εξάλλου για την επιτυχία του είναι να το «αγοράσουν» τα μέλη αυτού του εκπληκτικά ζωντανού φόρουμ!». Έτσι, το διεθνές κεφάλαιο θα ωφεληθεί τα μέγιστα από τις κατασκευαστικές ευκαιρίες στον κλάδο των υποδομών με βάση το κοινοπρακτικό μοντέλο δημοσίου-ιδιωτικού τομέα, τις ιδιωτικοποιημένες κρατικές υπηρεσίες, τις διαρθρωτικές αλλαγές, τις εντατικοποιημένες νομοθετικές ρυθμίσεις σχετικά με τη διεθνή ιδιοκτησία και λοιπά επιμέρους σχέδια της NEPAD, όλα συντονιζόμενα από ένα νοτιοαφρικάνικο γραφείο επανδρωμένο με νεοφιλελεύθερα στελέχη πρόθυμα να παίξουν το ρόλο του οικονομικού και γεωπολιτικού θυρωρού.
Όταν το πρόγραμμα του Μπέκι συγχωνεύτηκε με μια αντίστοιχη πρωτοβουλία του νεοφιλελεύθερου Σενεγαλέζου Προέδρου Αμπντουλαγιέ Γουαντέ, κέρδισε και την σχετική έγκριση στη συνάντηση της Οργάνωσης Αφρικανικής Ενότητας τον Ιούνη του 2001 (Το 2002 η Ο.Α.Ε. μετεξελίχτηκε στην Αφρικανική Ένωση).
Η NEPAD λανσάρεται επισήμως στις 23 Οκτώβρη 2001 στην Αμπούτζα της Νιγηρίας, σε συνάντηση Αφρικανών ηγετών. Τον Φλεβάρη του 2002, οι παγκόσμιες ελίτ πανηγυρίζουν για τη NEPAD, από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ της Νέας Υόρκης μέχρι τη συνάντηση κορυφής των αυτοαποκαλούμενων «προοδευτικών ηγετών» (συμπεριλαμβανομένου του Μπλαιρ) που μαζεύτηκαν στη Στοκχόλμη για να σφυρηλατήσουν τον Τρίτο Δρόμο. Τα μάτια των ελίτ στρέφονται τότε προς την «ουλή» του κόσμου (η περιγραφή του Μπλαιρ για την Αφρική), ελπίζοντας πως η NEPAD θα καταφέρει να παίξει το ρόλο ενός ικανοποιητικού τσιρότου. Ωστόσο το περιοδικό Institutional Investor (Θεσμικός Επενδυτής) επισημαίνει ότι το πρόγραμμα που το G8 «παραπλανητικά βάφτισε ως Σχέδιο Δράσης για την Αφρική», στην πραγματικότητα αντιστοιχεί σε μια τσιγγούνικη υποστήριξη εκ μέρους των βασικών δωρητών με την προσθήκη «μόλις 1 δις. $ για την ανακούφιση του χρέους» ενώ το G8 «απέτυχε να πάρει απόφαση περιορισμού των επιδοτήσεων των εγχώριων αγροτικών προϊόντων (που ορθώνουν τείχος τις αφρικανικές εξαγωγές αγροτικών προϊόντων) και παρέλειψε να προσφέρει πρόσθετη βοήθεια προς την ήπειρο». Ο Μπέκι είχε ζητήσει 64 δις. $ ετησίως ως πρόσθετη βοήθεια, δάνεια και επενδύσεις, πλην όμως, όπως σημείωναν οι νοτιοαφρικάνικοι κυριακάτικοι Times, «οι ηγέτες των πλουσιότερων χωρών του κόσμου αρνήθηκαν να παίξουν μπάλα». Έτσι λοιπόν, από τη μια πλευρά η NEPAD υιοθετήθηκε μέσα σε λίγες εβδομάδες από την ιδρυτική διάσκεψη κορυφής της Αφρικανικής Ένωσης, την Παγκόσμια Διάσκεψη Κορυφής για την Αέναη Ανάπτυξη (World Summit on Sustainable Development -WSSP ή αλλιώς W$$D όπως καταγράφτηκε συνθηματικά στα πανό) καθώς και τη διάσκεψη κορυφής του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη. Από την άλλη, η ψευτολατρεία της NEPAD δεν κατάφερε να μεταφραστεί σε μια μακροπρόθεσμη και μη ανατρέψιμη ανακούφιση για την ήπειρο.
Λίγο πριν τη συνάντηση του G8 στο Εβιάν της Γαλλίας το 2003, το περιοδικό «Θεσμικός Επενδυτής» δίνει τον τόνο: «Όπως και άλλες αφρικανικές πρωτοβουλίες όλα αυτά τα χρόνια, έτσι κι αυτή ξεστράτισε κι έπεσε στο χαντάκι». Πάνω από 100.000 ακτιβιστές διαδήλωσαν ενάντια στο G8 στις γειτονικές πόλεις της Γενεύης και της Λοζάννης. Προς μεγάλη απελπισία του Μπέκι, σ’ αυτούς προστέθηκαν και αφρικανοί ακτιβιστές. Λίγο πριν τη σύνοδο κορυφής του G8, ο πρώην διευθύνων σύμβουλος του ΔΝΤ Μισέλ Καμντέσσους, Γάλλος εκπρόσωπος του G8 στην Αφρική, εξηγούσε την γοητεία της NEPAD ως εξής: «Οι Αφρικανοί ηγέτες ήρθαν προς εμάς με την πεποίθηση ότι η παγκοσμιοποίηση δεν αποτελεί κατάρα γι αυτούς, αλλά μάλλον το αντίθετο, κάτι από το οποίο μπορούν να προκύψουν θετικά πράγματα… Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι διαφορά βγαίνει απ αυτό».
Με αυτά τα δεδομένα, η αφρικανική Αριστερά έχει εκφράσει βαθύ σκεπτικισμό απέναντι στις βασικές στρατηγικές της NEPAD. Μια περιεκτική κριτική προέκυψε από μια διάσκεψη του Συμβουλίου για την Ανάπτυξη και την Κοινωνική Επιστημονική Έρευνα στην Αφρική (Codestria) και το Δίκτυο Τρίτος Κόσμος-Αφρική τον Απρίλη του 2002. Σύμφωνα με την απόφαση της διάσκεψης, τα βασικά ελαττώματα της NEPAD είναι τα εξής:
Α. Το νεοφιλελεύθερο οικονομικό πλαίσιο στον πυρήνα του προγράμματος, που αναπαράγει τις πολιτικές δομικής προσαρμογής των δύο προηγούμενων δεκαετιών και παραβλέπει τα καταστροφικά αποτελέσματα αυτών των πολιτικών.
Β. Ότι παρά τη διακηρυγμένη αναγνώριση του κεντρικού ρόλου του αφρικανικού λαού, ο αφρικάνικος λαός δεν έχει συμμετάσχει πουθενά στη σύλληψη, το σχεδιασμό και τη διατύπωση της NEPAD.
Γ. Ότι παρά τη διακηρυγμένη έγνοια για κοινωνική ισότητα των φύλων, τα προγράμματα υιοθετούν κοινωνικά και οικονομικά μέτρα που συμβάλλουν στην περιθωριοποίηση των γυναικών.
Δ. Ότι παρά την επίκληση των αφρικανικών τους καταβολών, βασικός στόχος των προγραμμάτων είναι οι ξένοι δωρητές, και ειδικότερα το G8.
Ε. Ότι το δημοκρατικό όραμα υποτάσσεται στην ανάγκη δημιουργίας μιας λειτουργικής αγοράς.
Στ. Ότι υποβαθμίζουν τους θεμελιώδεις εξωτερικούς παράγοντες που ευθύνονται για την κρίση στην Αφρική, και κατά συνέπεια δεν προωθούν κανένα ουσιαστικό μέτρο διαχείρισης και μείωσης των αρνητικών επιδράσεων αυτού του περιβάλλοντος πάνω στις αναπτυξιακές προσπάθειες της Αφρικής. Αντίθετα, οι δεσμεύσεις με θεσμούς και οργανισμούς. όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, κλπ. θα εγκλωβίζουν πάρα πέρα τις αφρικανικές οικονομίες μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον.
Ζ. Ότι οι μέθοδοι κινητοποίησης των μέσων θα οδηγήσει σε παραπέρα αποσύνθεση των αφρικανικών οικονομιών απ’ αυτήν στην οποία έχουν ήδη οδηγηθεί από τις δομικές προσαρμογές και τις οδηγίες του ΠΟΕ.