Ομάδα αντιπληροφόρησης σχετικά με τα κινήματα και τις αντιστάσεις στον κόσμο. Ιστολόγιο υπό διαρκή κατασκευή.

23 Ιουλ 2008

Αλληλεγγύη στον Λάζαρο Πετρομελίδη και σε όλους τους διωκόμενους αντιρρησίες συνείδησης ανά τον κόσμο

Η αντίρρηση συνείδησης είναι αναφαίρετο δικαίωμα. Όμως οι αντιρρησίες συνείδησης και το αντιμιλιταριστικό κίνημα αποτελούν επίσης, σε μεγάλο βαθμό, την εμπροσθοφυλακή του παγκόσμιου αντιπολεμικού κινήματος. Και άρα είναι ένα κομμάτι των παγκόσμιων κοινωνικών αντιστάσεων. Για όλα αυτά και ανεξάρτητα από τους λόγους (θρησκευτικούς, πασιφιστικούς, πολιτικούς) που ο κάθε αντιρρησίας συνείδησης επικαλείται, αξίζουν την αλληλεγγύη μας όταν διώκονται.

Μέσα από τις σελίδες του περιοδικού Resistencias έχουμε κατά καιρούς αναφερθεί σε περιπτώσεις αντιρρησιών συνείδησης ανά τον κόσμο. Τους τελευταίους μήνες έχουν δει το φως της δημοσιότητας διάφορες περιπτώσεις διώξεων, φυλακίσεων ή και κακομεταχείρισης αντιρρησιών συνείδησης:

Στην Αρμενία δεκάδες θρησκευτικοί αντιρρησίες συνείδησης βρίσκονται στη φυλακή.

Στην Τουρκία, χώρα που δεν έχει αναγνωρίσει την αντίρρηση συνείδησης, τον Μάρτιο συνελήφθη ο Ισμαήλ Σαϊγκι, ο οποίος βασανίστηκε μέχρι να "αλλάξει γνώμη" και να υπηρετήσει. Λίγες ημέρες αργότερα, σε εκδήλωση αλληλεγγύης στον Σαϊγκι, συνελήφθη και φυλακίστηκε για πολλοστή φορά ο Χαλίλ Σαβντά. Ο Σαβντά είναι ίσως ο αντιρρησίας συνείδησης που τελευταία βρίσκεται περισσότερο από κάθε άλλον στο στόχαστρο των τουρκικών αρχών, μάλλον επειδή στη δεκαετία του 90 είχε κατηγορηθεί, φυλακιστεί για πολλά χρόνια και βασανιστεί, ως υποστηρικτής του PKK. Τον Ιούνιο συνελήφθη για πολλοστή φορά άλλος ένας αντιρρησίας συνείδησης, ο Μεχμέτ Μπαλ. Η απίστευτη περίπτωσή του θα μπορούσε να γίνει κινηματογραφική ταινία: ένας φασίστας, που έχει καταδικαστεί σε ισόβια επειδή διέπραξε φόνο, γνωρίζει στη φυλακή έναν αντιρρησία συνείδησης (τον Οσμάτ Μουράτ Ούλκε) και μετά από κάποια χρόνια συμβίωσης στο ίδιο κελί, ασπάζεται τις ιδέες του. Έτσι όταν στον Μπαλ δίνεται αμνηστία και βρίσκεται ελεύθερος, δεν διστάζει να αρνηθεί να στρατευθεί με αποτέλεσμα να αρχίσει ένας φαύλος κύκλος φυλακίσεών του. Στην πιο πρόσφατη από αυτές, όπως είθισται, ο Μπάλ βασανίστηκε από τους συγκρατούμενούς του κατ' εντολή των αξιωματικών της στρατιωτικής φυλακής. Πάντως ο Μπαλ, σε αντίθεση με τον Σαβντά, αυτή τη στιγμή βρίσκεται εκτός φυλακής και περιμένει νέα δίκη στις 25/8.

Στην Κολομβία, τον Γενάρη απήχθη από τον στρατό ο αντιρρησίας Ντιέγο Αλεξάντερ Πουλγαρίν, ο οποίος αρνήθηκε να γίνει "στρατιώτης-αγρότης". Μετά από κάποιους μήνες αφέθηκε ελεύθερος. Τον Φλεβάρη σε μια από τις συνήθεις επιδρομές του στρατού της Κολομβίας για να μαζέψει ανυπότακτους, απήχθη ο αντιρρησίας συνείδησης Ντιέγκο Γιεσίντ Μπόσα Ρίκο. Η αιφνιδιαστική στρατολόγηση δια της βίας, ακόμα και ατόμων που δικαιούνται απαλλαγή, είναι πάγια πρακτική των ενόπλων δυνάμεων στη χώρα αυτή, που επίσης δεν αναγνωρίζει την αντίρρηση συνείδησης. Ας σημειωθεί ότι στα τέλη Μαΐου η οργάνωση αντιρρησιών Red Juvenil (Δίκτυο Νέων) δέχθηκε απειλές από τους παραστρατιωτικούς Águilas Negras (Μαύροι Αετοί). Ενώ δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και τις Κοινότητες Ειρήνης, με πιο γνωστή το Σαν Χοσέ ντε Απαρταδό, που στα 11 χρόνια της ύπαρξής του μετρά ήδη κάπου 180 νεκρούς, στην πλειονότητά τους θύματα παραστρατιωτικών.

Και σε χώρες όμως όπου ως ένα βαθμό αναγνωρίζεται η αντίρρηση συνείδησης, όπως η Φινλανδία, η Γερμανία και η Ελλάδα, έχουμε φυλάκιση των ολικών αρνητών στράτευσης ή όσων αρνούνται να υπηρετήσουν μια τιμωρητική εναλλακτική πολιτική-κοινωνική υπηρεσία. Ειδικά στη Γερμανία, τους τελευταίους μήνες ο ολικός αρνητής στράτευσης Σίλβιο Γουόλτερ έχει υποστεί 4 φορές "πειθαρχική φυλάκιση" (7, 10, 14 και 21 ημερών αντίστοιχα).

Και στην Ελλάδα, έχουμε την πιο βαριά καταδίκη (αυτή τη φορά ερήμην): 3 χρόνια φυλάκιση χωρίς αναστολή του πολλάκις φυλακισθέντα 45χρονου αντιρρησία συνείδησης Λάζαρου Πετρομελίδη. Εμείς από την πλευρά μας δηλώνουμε την συμπαράστασή μας στο Λάζαρο και ότι αυτή την φορά δεν θα τον αφήσουμε να φυλακιστεί για τις ιδέες του. Γι' αυτό θα συμμετάσχουμε, έστω και συμβολικά, στην συλλογή των χρημάτων (7.000 ευρώ) που απαιτούνται ως εγγύηση για να έχει η έφεσή που θα ασκήσει, ανασταλτικό χαρακτήρα.

Αλληλεγγύη σε όλους τους διωκόμενους αντιρρησίες συνείδησης

Περιοδικό Resistencias

10 Ιουλ 2008

G-8 Japan

Η συνάντηση των G-8 φέτος στην Ιαπωνία, θα έρθει, για πρώτη φορά στην χώρα αυτή, αντιμέτωπη με μια διεθνή αντισύνοδο και βέβαια με μια μεγάλη διεθνή διαδήλωση. Το κίνημα στην Ιαπωνία αισθάνεται πια ώριμο και αρκετά ισχυρό, σε αντίθεση με παλιότερα, ώστε να σηκώσει μια τέτοια διεθνή εκδήλωση.
Η σύνοδος θα πραγματοποιηθεί από τις 7 ως τις 9 Ιουλίου στην λίμνη Τόγια του Χοκάιντο στον βορρά της Ιαπωνίας και, όπως συνηθίζεται σε αυτές τις περιπτώσεις, θα έχουν ληφθεί όλα τα μέτρα που τα κράτη θεωρούν απαραίτητα για ένα δημοκρατικό διάλογο –δηλαδή την απουσία του λαού. Η σύνοδος θα γίνει μακριά από τις πόλεις και βέβαια μακριά από τις περιοχές που εκδηλώνεται πιο έντονα η κλιματική αλλαγή, το κύριο θέμα της συνόδου. Περιττό να αναφέρουμε την κινητοποίηση των δυνάμεων καταστολής, τις κόκκινες ζώνες, τους συνοριακούς ελέγχους κλπ, όπως είθισται σε τέτοιες περιπτώσεις.
Αντίστοιχα μαζική θα είναι βέβαια και η κινητοποίηση για την αντισύνοδο, η οποία θα περιλαμβάνει συνδικάτα, κινήματα, οργανώσεις κλπ., που ήδη έχουν προβεί σε κινητοποιήσεις καθώς ήδη συμβαίνουν οι συναντήσεις των υπουργών που προηγούνται των συνόδων.

Μιλιταρισμός.
Τα θέματα της αντισυνόδου είναι λίγο πολύ τα ίδια όπως παντού, δηλαδή έχουν να κάνουν με την νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση και τις επιπτώσεις της. Ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί αντικειμενικά στο ζήτημα του μιλιταρισμού, μια και στην Ιαπωνία αυτό κατέχει κεντρικό ρόλο όλη την τελευταία περίοδο.
Υπενθυμίζουμε πως το Σύνταγμα της Ιαπωνίας είναι το πλέον «ειρηνόφιλο» στον κόσμο. Αρχικά μάλιστα απαγόρευε ακόμα και την ύπαρξη στρατού. Στην πορεία βέβαια αυτό άλλαξε, παρόλα αυτά η Ιαπωνία παραμένει στρατιωτικά σχετικά αδύναμη και βέβαια πολύ μακριά από τις τεχνολογικές και οικονομικές δυνατότητές της στο επίπεδο των ενόπλων δυνάμεων.
Αυτό ήταν αποτέλεσμα, όχι βέβαια της ειρηνοφιλίας της αστικής τάξης, μα των καταστροφών που έφερε στην χώρα αυτή ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και της Αμερικάνικης κατοχής. Υπενθυμίζουμε επίσης ότι ακόμα και σήμερα η μεγαλύτερη παρουσία αμερικάνικων στρατευμάτων εκτός ΗΠΑ, και με την εξαίρεση του Ιράκ, βρίσκεται όχι σε κάποια «μπανανία» μα στις ηττημένες χώρες του Β΄ Παγκοσμίου, στην Γερμανία και στην Ιαπωνία.
Τα τελευταία χρόνια ωστόσο έχει αρχίσει μια μεγάλη συζήτηση στην Ιαπωνία για την αναθεώρηση του Συντάγματος, ώστε να γίνει κι αυτή μια «κανονική χώρα» κλπ κλπ. Συχνά δε αυτό συνδέεται και με έναν ιδιότυπο –ίσως και όχι τόσο ιδιότυπο- «αντιαμερικανισμό», την χειραφέτηση δηλαδή της Ιαπωνίας από τις ΗΠΑ. «Εξήντα χρόνια κατοχή είναι αρκετά» και λοιπές μπαρούφες. Ο επανεξοπλισμός –όπως και της Γερμανίας- προωθείται από τις ίδιες τις ΗΠΑ. Προφανώς τούτες δεν πρόκειται να απολέσουν το πάνω χέρι, όπως έχει καταστεί φανερό από την νέα «Αμυντική Συνθήκη».
Εν πάση περιπτώσει σε συνάρτηση μ’ αυτό έχει αναπτυχθεί ένα μεγάλο και πλατύ κίνημα κατά της αναθεώρησης του Συντάγματος και του επανεξοπλισμού και φυσικά ενάντια στην αμερικάνικη στρατιωτική παρουσία, δηλαδή για την αποστρατιωτικοποίηση της Ιαπωνίας και τον μονομερή αφοπλισμό.

Αριστεριστές και ΜΚΟ.
Κάτι άλλο που πρέπει να σημειώσουμε σχετικά με το κίνημα στην Ιαπωνία, είναι το σχετικά βαθύ ρήγμα μεταξύ των ΜΚΟ και των –με την ευρεία έννοια- αριστεριστών. Με δεδομένο δε ότι αυτοί οι δύο συνιστούν και τους οργανωτικούς πυλώνες του κινήματος, ενδέχεται να υπάρξουν δύο αντισύνοδοι. Ήδη πολλές ΜΚΟ κινούνται σ’ αυτήν την κατεύθυνση, αν και άλλες όχι. Γενικώς εξαρτάται από τις τοπικές συνθήκες. Για παράδειγμα στην Οσάκα δρουν μαζί αλλά στο Τόκιο χωριστά.
Από την πλευρά των ΜΚΟ τίθεται ένα ζήτημα εμπιστοσύνης, μια και η ιστορία του μετά το ’68 ιαπωνικού αριστερισμού είναι μια ιστορία ιδεολογικών αντιπαραθέσεων με πολλούς νεκρούς. Αν και σήμερα δεν ισχύει αυτό, η πρακτική των διάφορων ομάδων κυρίως στην δεκαετία του ’70, έχει σημαδέψει βαθιά το κίνημα. Οι αριστεριστές απ’ την πλευρά τους προβάλλουν τον αντιδημοκρατικό και εν πολλοίς συναινετικό χαρακτήρα πολλών ΜΚΟ.
Στην ουσία πρόκειται δηλαδή, για την γνωστή στο κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης διάσταση των πολιτικών στρατηγικών που το χαρακτηρίζουν. Οι ΜΚΟ προκρίνοντας άμεσες λύσεις τείνουν να προωθούν μέτρα, διεθνείς ελεγκτικούς μηχανισμούς και την πολυμέρεια στις διεθνείς σχέσεις ενώ οι αριστεριστές τον αντικαπιταλισμό και την αντιθεσμική πρακτική. Αυτό βέβαια στην γενικότητά του αφού σε συγκεκριμένες περιπτώσεις τα πράγματα μπορούν να είναι διαφορετικά. Υπάρχουν ΜΚΟ που δρουν ριζοσπαστικά όπως υπάρχουν και αριστεριστές που πιστεύουν στον πολυπολικό κόσμο.

Αϊνού
Τέλος αξίζει να σημειώσουμε ότι το Χοκάιντο είναι η περιοχή που ζει η εθνοτική μειονότητα των Αϊνού, η οποία έχει υποστεί ρατσιστικές διακρίσεις από την πλευρά του ιαπωνικού κράτους και ως το 1997 δεν αναγνωριζόταν καν. Οργανώσεις τους θα βρεθούν στις κινητοποιήσεις ενάντια στο G-8.

Πηγές:
www.325collective.com
www.dissentnetzwerk.org
www.indymedia.org.uk
www.japan.indymedia.org

IT’S A FREE WORLD!

Από την πρωτομαγιά του 2004 οπότε και η Πολωνία έγινε πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσηςμέχρι σήμερα, πάνω από ένα εκατομμύριο Πολωνοί οικονομικοί μετανάστες έχουν φτάσει στην Μεγάλη Βρετανία. Ήταν άλλωστε από τις πρώτες χώρες (μαζί με τη Σουηδία και την Ιρλανδία) που προσκάλεσαν επισήμως εργατική δύναμη από την πρώην ανατολική Ευρώπη. Μετανάστες που αν και ανήκουν στην «μεγάλη ενωμένη Ευρώπη» βρίσκουν πολλά «σύνορα» μπροστά τους που δεν διασχίζονται εύκολα. Η μαύρη εργασία στη χώρα στηρίζεται κυρίως σε αυτούς και τα σχετικά κυκλώματα που τους χρησιμοποιούν κερδίζουν εκατομμύρια λίρες. Η καραμέλα «ευέλικτη εργασία» εδώ βρίσκει την πραγματική της διάσταση. Μικρά συμβόλαια, δουλειές με μεταβαλλόμενες ημέρες και ώρες, χωρίς ασφάλεια και ιατρική περίλθαψη.
Το θέμα δεν ήταν δυνατόν να μην αγγίξει τον Κεν Λοουτς. Από τους λίγους σκηνοθέτες που σε πείσμα πολλών συνεχίζει να κάνει πολιτικό σίνεμα και να αναφέρεται στην εργατική τάξη και, κυρίως, στους σημερινούς κολασμένους αυτής της γης, τους οικονομικούς μετανάστες και πρόσφυγες. Σκηνοθετικά, ανάμεσα σε άλλα, έχουν προηγηθεί το «The flickering flame» για τους λιμενεργάτες του Λίβερπουλ, το «Ψωμί και τριαντάφυλλα», για τους Μεξικανούς του Λος Άντζελες και το «Τρυφερό φιλί» για την σχέση ενός Πακιστανού πρόσφυγα με μια Αγγλίδα.
Στο «Ένας ελεύθερος κόσμος» (It’s a free world) ο σκηνοθέτης καταπιάνεται με αριστουργηματικό τρόπο με το σύστημα εκμετάλλευσης της προσωρινής, ανασφάλιστης και κακοπληρωμένης εργασίας στη Βαβυλωνία του Λονδίνου με τα 2.5 εκατομμύρια εμιγκρέδες. Αριστουργηματικά, γιατί δεν επιλέγει το συνηθισμένο σενάριο μιας προσωπικής ιστορίας του καταπιεζόμενου. Πρωταγωνιστής εδώ είναι ο καταπιεστής τους, ο οποίος είναι γυναίκα, και η ίδια εκμεταλλευόμενη και προερχόμενη από την εργατική τάξη.
Η ταινία ξεκινάόχι τυχαία με την άδικη απόλυση της και τη σεξουαλική παρενόχληση που υπέστη από το αφεντικό της. Αποφασισμένη να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για τον μικρό της γιο, τον οποίο μεγαλώνει μόνη, ξεκινάει την δική της επιχείρηση με στόχο να βοηθήσει συνανθρώπους, να μην συμπεριφερθεί όπως οι «άλλοι».
Ενώ όμως ξεκινά με «αγνές προθέσεις» προσπαθώντας να κάνει το σωστό, καταλήγει μπλεγμένη στο σύγχρονο δουλεμπορικό σύστημα ως θύτης, ο οποίος μάλιστα σταδιακά θα γίνει αδυσώπητος και σκληρός. Οι νόμιμοι μετανάστες μπορεί απλώς να κακοπληρώνονται. Τους παράνομους, όμως, μπορεί επιπλέον να τους εκβιάσει κανείς και με απέλαση. Κρατώντας το στόμα τους κλειστό και αμειβόμενοι με ψίχουλα μπορούν να παράξουν ακόμα μεγαλύτερη υπεραξία. Όλα στην λογική της μπίζνας. Παρόλο που η Αντζυ πισωγυρίζει, υποφέρει, μετανιώνει, στο τέλος παίζει τον ρόλο που έχει επιλέξει μην μπορώντας να αποδράσει. Το κράτος άλλωστε χαϊδεύει τους παραβάτες με επιπλήξεις, «...θα την γλιτώσουμε με κανα πρόστιμο» σκέφτεται η Άντζυ. Επιτυχημένος σήμερα είναι απλά αυτός που εκμεταλλεύτηκε τους περισσότερους.
Οι ανησυχίες του έντιμου συνταξιούχου πατέρα της για την εξασφαλισμένη μόνιμη εργασία ("I thought these days were gone") είναι οι ανησυχίες για το μέλλον. «Πως θα μεγαλώσει ο εγγονός μου σε ένα περιβάλλον στο οποίο δεν υπάρχει αξιοπρεπής, σταθερή δουλειά και μισθοί για όλους αυτούς τους ανθρώπους;»
Ο Κεν Λουτς παραδίδει απλά μαθήματα διαλεκτικής καθ’ όλη την διάρκεια της ταινίας. Οι άνθρωποι δεν γενιούνται εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι. Είναι το ίδιο ικανοί και για τα δυο αναλόγως των περιστάσεων. Το γεγονός ότι επέλεξε για πρωταγωνίστρια μια ανύπαντρη μητέρα (μια αδύναμη, δηλαδή, κοινωνική ομάδα) διδάσκει αυτό ακριβώς το πράγμα. Ο θεατής ασυναίσθητα παίρνει το μέρος της Αντζυ αρχικά, και την απεχθάνεται στο τέλος.
Δεν υπάρχουν καλοί ή κακοί άνθρωποι φωνάζει ο Λοουτς, δεν είναι θέμα προθέσεων το πώς θα ενεργήσεις. Είναι η λογική του συστήματος που βάζει τους κανόνες. Στο τέλος όλοι καταλήγουν απρόσωποι παίχτες στο αδυσώπητο σημερινό παιχνίδι που δεν προχωράει αν ο καθένας μας δεν παίξει σε ένα βαθμό και τους δυο ρόλους.
Ο Κεν Λοουτς μίλησε με αρκετούς μετανάστες πριν ξεκινήσει τα γυρίσματα της ταινίας. Σύμφωνα με αυτόν οι τραγικές ιστορίες που άκουσε έφταναν για 10 ακόμα σενάρια. «Είναι ιστορίες που αν περπατήσεις 2 τετράγωνα από εδώ θα βρεις αμέτρητες» δήλωσε σε μια συνέντευξη του στο Λονδίνο. Ο ίδιος δηλώνει ότι η μόνη άμεση λύση είναι να μπουν όλοι αυτοί οι μετανάστες στα συνδικάτα και οι ίδιοι οι συνδικαλιστές να κινηθούν ταχύτερα και χωρίς γραφειοκρατικές αγκυλώσεις προς αυτή την κατεύθυνση.
Αν δεν εκμεταλλευτείς δεν θα επιβιώσεις, αν δεν πατήσεις επί πτωμάτων θα σε φάει το μαύρο σκοτάδι. Είσαι μόνος σου, ξέχνα ότι έχεις οποιαδήποτε ευθύνη στην κοινωνία, «η κοινωνία δεν υπάρχει» για να θυμηθούμε και την αξέχαστη μέγαιρα Θάτσερ. Όλα είναι διαπραγματεύσιμα, όλα αγοράζονται και πωλούνται αρκεί να παράγεται κέρδος. Είναι τα θεμέλια του «ελεύθερου κόσμου μας», τους νόμους του οποίου ο Κεν Λοουτς απομυθοποιεί πλήρως δείχνοντας το πραγματικό τους πρόσωπο χωρίς να γίνεται δραματικός.
Η ταινία προβλήθηκε στα τέλη του 2007 και απέσπασε το βραβείο καλύτερου σεναρίου στο φεστιβάλ της Βενετίας.

idealkrush

9 Ιουλ 2008

Σχήματα πολιτικής και κινήματα αντίστασης στις αρχές του 21ου

Σε ένα κείμενό του το 2002, ο Michael Hardt διέγνωσε μία θεμελιώδη αντίθεση που διαπερνούσε το Παγκόσμιο Φόρουμ του Πόρτο Αλέγκρε. Από τη μία, υπήρχαν εκείνοι-ες που πρόβαλλαν το έθνος-κράτος ως κύριο εφαλτήριο για την αντίσταση κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, διακήρυσσαν την ανάγκη κεντρικού συντονισμού και αντιπροσωπευτικής οργάνωσης των κινημάτων, και επέμεναν στην κατάρτιση ενός ελάχιστου κοινού πολιτικού προγράμματος (το «μεγάλο κίνημα-Κόμμα»). Από την άλλη, αρκετά άτομα και συλλογικότητες προέκριναν μορφές αλληλέγγυας δράσης που καθορίζονταν από τα κάτω και διέσχιζαν τα σύνορα των κρατών, αποκήρυσσαν τη σύμπηξη μίας ενιαίας πλατφόρμας, τάσσονταν υπέρ της αυθόρμητης έκφρασης και της ίσης και ανοικτής συμμετοχής όλων, επικέντρωναν στην αμεσότητα της πράξης, ενδιαφέρονταν για την αλλαγή των καθημερινών πρακτικών και αξίωναν τη διάλυση των ιεραρχικών και αντιπροσωπευτικών δομών μέσα κι έξω από τα κινήματα. Η αντίθεση αυτή, που αποτυπώνει ειδοποιά γνωρίσματα των νέων αντιστάσεων από το Σηάτλ και μετά, συναντιέται, αλλά δεν συμπίπτει απαραίτητα, με την αντιπαράθεση μεταξύ μεταρρυθμιστικών και αντικαπιταλιστικών συνιστωσών. Αναδείχθηκε σταδιακά σε μία σταθερά της ριζοσπαστικής πολιτικής κατά την πρώτη δεκαετία του νέου αιώνα, και κωδικοποιήθηκε ως σύγκρουση «καθέτων» (ιεραρχικών-συγκεντρωτικών) και «οριζοντίων» (αυτονομιστών) στο Ευρωπαϊκό Φόρουμ του Λονδίνου, τον Οκτώβριο του 2004. Συνδέθηκε στο πολιτικό φαντασιακό με τα διαφορετικά σχήματα εναλλακτικής πολιτικής που ενσαρκώνουν οι Ζαπατίστας, από τη μία, ο «τσαβισμός», από την άλλη, ενώ αναφαίνεται διαρκώς σε ποικίλες νέες μορφές δράσης, που φθάνουν μέχρι και τις «διαδηλώσεις των SMS» το καλοκαίρι του 2007 στην Αθήνα, μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές.
Η πολιτική σκέψη της αριστεράς συνέβαλε στο πεδίο αυτό με τη θεωρητική διύλιση των αντιμαχόμενων σχημάτων και την κριτική τους αποτίμηση. Η σημαντικότερη, όμως, συνεισφορά της ριζοσπαστικής θεωρίας εν προκειμένω θα συνίστατο μάλλον στην αναγνώριση των ορίων κάθε σχηματοποίησης, θεωρητικής ή πρακτικής, και στην απαγκίστρωση της σκέψης και της πράξης από τις επανεμφανιζόμενες απολυτότητες. Είναι ίσως καιρός να ξανασκεφθούμε και να δράσουμε πολιτικά με μία πρωτογενή έννοια, δηλαδή με ευαισθησία στη συγκυρία αλλά και με σαφή επίγνωση ότι η πολιτική πράξη δεν μπορεί να ελευθερωθεί πλήρως από αντιφάσεις και εγγενή εμπόδια. Η πολιτική πράξη καλείται να πάρει ριζικές αποφάσεις χωρίς εγγυημένες λύσεις και συνταγές, αλλά μπορεί παράλληλα να διαρρήξει κάθε προδιαγεγραμμένο πλαίσιο με την ιστορική της δημιουργικότητα.

Πολιτική σκέψη και ριζοσπαστική πολιτική: ο ηγεμονικός πόλος


Στη σφαίρα της θεωρίας, ο ένας πόλος της αντίθεσης εκφράζεται εύγλωττα σήμερα στο έργο του Ernesto Laclau και της Chantal Mouffe. Στο Hegemony and Socialist Strategy ξεκίνησαν να επεξεργάζονται μαζί ένα νέο-γκραμσιανό πρότυπο ηγεμονίας που δεν θα επεδίωκε να υπαγάγει τις πολλαπλές διαφορές των σύγχρονων οικολογικών, φεμινιστικών, αντισυστημικών και άλλων κινημάτων σε ένα κοινό μπλοκ υπό την ηγεσία της εργατικής τάξης. Παρόλα αυτά, ο ηγεμονικός συνασπισμός, όπως τον συλλαμβάνουν, συγκροτεί μία συλλογική βούληση που μπορεί να προωθήσει έναν νέο, ανταγωνιστικό κοινωνικό σχηματισμό. Βασική οντολογική αρχή που Laclau, που προχώρησε στην εξειδίκευση αυτού του μοντέλου, είναι η αρνητικότητα ή η έλλειψη. Πρωταρχικό δεδομένο είναι η πολλαπλότητα, το πλήθος των συλλογικοτήτων, των ατόμων, των αντιλήψεων, των στοχεύσεων. Αλλά η πολλαπλότητα αυτή είναι «αποτυχημένη» ή ελλειπτική, δηλαδή, οι διαφορές -οι ποικίλες ομάδες, θέσεις, επιδιώξεις κ.λπ.- δεν είναι αυτάρκεις ούτε συνδυάζονται αυθόρμητα μεταξύ τους. Η πολλαπλότητα δεν μπορεί να διαμορφώσει αυτόματα μία κοινωνική πραγματικότητα ή μία κοινότητα. Διασχίζεται από αντιθέσεις και εντάσεις, στερείται αυτόματων μηχανισμών και απαιτεί επιλογές. Καθίσταται έτσι αναγκαία η μεσολάβηση διαβημάτων σύνθεσης από κοινωνικά υποκείμενα που οικοδομούν μία μερική και πρόσκαιρη ενότητα.
Αν συνδυάσουμε την πολλαπλότητα των διαφορών και των δυνατοτήτων με την απουσία απόλυτων αντικειμενικών διαδικασιών (ιστορικοκοινωνικών νόμων, επιταγών του λόγου κ.ό.κ.) συμπεραίνουμε ότι ο σχηματισμός μίας κοινότητας ή μίας κοινωνικής πραγματικότητας πηγάζει εν τέλει από πράξεις εξουσίας. Η πραγματοποίηση της μίας ή της άλλης δυνατότητας δεν είναι προϊόν του οικουμενικού λόγου ή μίας κοινωνικής μηχανικής, αλλά καθορίζεται από την ισχύ, από τα διαθέσιμα μέσα και την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των εναλλακτικών πόλων. Σε μία ανοικτή ιστορικιστική αντίληψη, που δεν δέχεται a priori νομοτέλειες και άκαμπτες αναγκαιότητες, το «καθολικό» (η μορφή της κοινότητας, τα γενικά συμφέροντα) δεν έχει προκαθορισμένα περιεχόμενα. Έτσι η καθολικότητα αναδεικνύεται σε πεδίο μάχης μεταξύ ιδιαίτερων κοινωνικών δυνάμεων που εμφανίζονται ως ευρύτεροι εκπρόσωποι, εγγυητές ή διαμορφωτές του συνόλου -ως δυνάμεις ικανές να διαπλάσουν και να προασπίσουν μία ορισμένη οργάνωση της κοινωνίας.
Για την ύφανση μίας νέας συλλογικής μορφής απαιτείται, ειδικότερα, η χάραξη διαχωριστικών γραμμών που θα συνθέτουν μία μερική ενότητα-ταυτότητα μέσα από το μάγμα των διαφορών και θα εξοβελίζουν με ενέργειες εξουσίας ανταγωνιστικά στοιχεία. Η ανισομερής εξουσία αποτελεί, κατά τον Laclau, εγγενές συστατικό κάθε κοινωνικής τάξης γενικά και κάθε ριζοσπαστικού εγχειρήματος ειδικότερα. Για να γίνει πράξη ένα νέο δημοκρατικό σχέδιο θα πρέπει να ορίσει έναν αντίπαλο -τον κυρίαρχο κοινωνικό σχηματισμό που επιδιώκει να αντικαταστήσει- και να τον ανατρέψει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κάτι που σε κάθε περίπτωση προϋποθέτει την απόκτηση μίας υπεροχής ισχύος. Το εναλλακτικό σχέδιο θα πρέπει επίσης να εξοστρακίσει διαφορές –για παράδειγμα, ξενοφοβικές, ρατσιστικές, πατριαρχικές και άλλες καταπιεστικές πρακτικές- που απάδουν προς τις αξίες του. Και είναι απαραίτητο να διατηρήσει και μετά την επικράτησή του την ικανότητα εξουσιαστικής επιβολής για να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει νέες απειλές. Η τελική διάλυση της εξουσίας είναι νοητή μόνο σε μία μετα-ιστορική κοινωνία χωρίς ριζικούς ανταγωνισμούς, εκεί όπου οι εδραιωμένες δημοκρατικές αρχές δεν θα αμφισβητούνταν από διαφορετικές ερμηνείες τους ή αντίπαλες δυνάμεις. Μία τέτοια συνθήκη αντιβαίνει και προς την ενδεχομενικότητα της ιστορίας και προς την ελευθερία αμφισβήτησης που θα πρέπει να διακρίνει μία κοινωνία αυτονομίας.
Ο Laclau επιμένει, τέλος, στον καταστατικό ρόλο της αντιπροσώπευσης. Εφόσον το καθολικό είναι θεμελιωδώς κενό, τα εκάστοτε περιεχόμενά του ορίζονται από ιδιαίτερες κοινωνικές δυνάμεις που, για να επιβάλουν ευρύτερα τις προτιμήσεις τους, θα πρέπει να εμφανιστούν ως εκπρόσωποι καθολικών συμφερόντων. Σε ένα πιο ιστορικό επίπεδο, ο Laclau υποστηρίζει ότι στις σημερινές κοινωνικές συνθήκες η αντιπροσώπευση έχει καταστεί θεμελιώδης πολιτική σχέση. Η αύξηση της κοινωνικής πολυπλοκότητας και διασύνδεσης συνεπάγεται την ανάγκη λήψης αποφάσεων σε πολλαπλά (τοπικά, εθνικά, υπερεθνικά) επίπεδα, όπου η συμμετοχή ποικίλων ομάδων δεν μπορεί να είναι άμεση και γίνεται κατ’ανάγκην δι’ αντιπροσώπων. Εξαιτίας μάλιστα του κατακερματισμού και της ασάφειας των σύγχρονων κοινωνικών ταυτοτήτων, οι αντιπρόσωποι καλούνται να παίξουν έναν πιο ενεργό, διαμορφωτικό ρόλο, συγκροτώντας κοινωνικές σχέσεις εκεί όπου δεν υπήρχαν, συναρθρώνοντας πολυτεμαχισμένες ταυτότητες και συγκεκριμενοποιώντας ρευστά κοινωνικά συμφέροντα.
Η αντίληψη αυτή για την ηγεμονία βάλλει στη ρίζα της ιδέας (που προβλήθηκε ξανά τα τελευταία χρόνια από τον John Holloway) ότι η κυριαρχική πολιτική με την αντιπροσώπευση, την ανισομερή εξουσία και τους αποκλεισμούς ανήκει ουσιωδώς στον αντίπαλο της κοινωνικής χειραφέτησης, τον καπιταλισμό και το νεότερο κράτος, και ότι διεισδύει σε κινήματα απελευθέρωσης μόνο όταν αυτά αποσυνδέουν τα μέσα από τον σκοπό -την εγκαθίδρυση μίας κοινωνίας με πραγματική ισότητα και ελευθερία. Κατά τον Laclau και τη Μouffe, η μορφή του κράτους είναι ανεξάλειπτη ως τέτοια. Μία πιο χειραφετημένη κοινωνία θα επιδιώκει την αμφισβήτηση και τον περιορισμό των ανισοτήτων και των ανελευθεριών, αλλά δεν θα τις εξαφανίσει πλήρως. Σύμφωνα με τους ίδιους, η ιδέα ότι ένα κίνημα ή ένας νέος κόσμος είναι δυνατό να εξαλείψουν πλήρως την ανισομερή εξουσία και να πραγματοποιήσουν σχέσεις τέλειας ισότητας και ελευθερίας δεν είναι μόνο αφελής, είναι επικίνδυνη για τους σκοπούς της χειραφέτησης. Η ψευδαίσθηση αυτή, αν δεν συγκαλύπτει τους καταναγκασμούς και τις ανισότητες που επιβιώνουν ή αναδύονται αργότερα στους κοινωνικούς σχηματισμούς της «απόλυτης ελευθερίας», συμβάλλει στο να καμφθεί η επαγρύπνηση και η κριτική διάθεση απέναντι στις υπάρχουσες ανελευθερίες.

Η αντικυριαρχική δημοκρατία του πλήθους

H αξία του εγχειρήματος των Hardt και Negri στην Aυτοκρατορία και το Multitude [Πλήθος] έγκειται εν μέρει στο ότι θέλει να αντικρούσει με ένα ιστορικο-κοινωνικό επιχείρημα την απολυτοποίηση του ηγεμονικού προτύπου πολιτικής. Δεν επεξεργάζεται απλώς θεωρητικά την υφή και τη δυνατότητα ενός διαφορετικού, αντιιεραρχικού, ελευθεριακού σχήματος συλλογικής δράσης, αλλά επιχειρεί να καταδείξει την πραγματικότητά του εδώ και τώρα. Ο σύγχρονος φορέας της κοινωνικής αλλαγής στη θεώρησή τους, το «πλήθος», προκύπτει καθοριστικά από τις νέες μορφές άυλης εργασίας που εξαπλώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες και έχουν αρχίσει να γίνονται ποιοτικά κυρίαρχες στην παραγωγή. Οι συγκλίνουσες βιοπολιτικές συνθήκες σε όλο τον κόσμο, οι διεθνείς κοινοί τόποι της μεταφορντιστικής εργασίας (της δημιουργικής ευελιξίας, των επικοινωνιών και των υπηρεσιών), η πυκνή, παγκόσμια διασύνδεσή της και οι νέες τεχνολογίες επικοινωνίας συγκροτούν το πλήθος ως συλλογικό υποκείμενο δράσης. Ο φορέας αυτός αποτελείται από μία ποικιλία διαφορετικών ατομικοτήτων και συλλογικοτήτων, η οποία συνέχεται από τη διαρκή και άμεση παραγωγή του «κοινού»: κοινωνικών σχέσεων, επικοινωνίας, συναισθημάτων, τρόπων ζωής. Αποκρυσταλλώνεται έτσι μία κοινότητα απαραμείωτων και αναπτυσσόμενων διαφορών που απλώνεται πέρα από ηγεμονικές περιχαρακώσεις, καθώς παραμένει ανοικτή, πορώδης, χωρίς αποκλειστική κοινή βάση, ενιαίο κέντρο και εξουσιαστικές αρχές.
Η περιεκτικότητα και ανοικτότητα του «κοινού» είναι άρρηκτα συνυφασμένες με τη δικτυακή συγκρότηση του πλήθους. Το πλήθος είναι διαρθρωμένο ως πλέγμα με διαφορετικούς κόμβους που συνδέονται αυτόνομα μεταξύ τους και με άλλους κόμβους. Νέοι αρμοί μπορούν να προστίθενται διαρκώς χωρίς a priori αποκλεισμούς και ανταγωνιστικές αντιπαραθέσεις. Σε αντίθεση με το υπερβατικό μοντέλο της νεωτερικής κυριαρχίας, όπου η ενότητα παράγεται από ένα κυρίαρχο υποκείμενο που υπέρκειται των επιμέρους διαφορών, η βιοπολιτική δυναμική του πλήθους συντάσσει στοιχεία που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο και οργανώνονται συνεργατικά, οριζόντια και άμεσα. Οι συστατικές του σχέσεις καθορίζονται άμεσα από τους διαφορετικούς φορείς του, χωρίς κεντρική καθοδήγηση και ηγεμονικό πρόγραμμα. Είναι συμμετοχικό και αποκεντρωμένο, όπως οι δικτυακές οργανώσεις με τους πολλαπλούς κόμβους που επεκτείνονται διαρκώς, και λειτουργεί ως συντακτική εξουσία του δήμου καθώς θεσπίζει άμεσα κοινωνικές σχέσεις, αξίες και περιεχόμενα ζωής. Τα συστατικά στοιχεία του πλήθους συντονίζονται όπως τα μέλη ενός σμήνους και συναποφασίζουν με την ανάλογη νοημοσύνη. Η πολιτική λογική του σμήνους διαφαίνεται, για παράδειγμα, στα προγράμματα ανοικτού λογισμικού, όπου οι πολλαπλοί δρώντες συμβάλλουν αυτόβουλα στη δημιουργική επίλυση προβλημάτων, τροφοδοτώντας χωρίς κεντρικό συντονισμό την αέναη εξέλιξη ενός κοινού αποτελέσματος.
Οι στιγμές της πανηγυρικής δημόσιας εμφάνισης του πλήθους, με το καρναβάλι, τις ευφάνταστες δράσεις και τα πρωτότυπα συνθήματα που ξετυλίχθηκαν στους δρόμους του Σηάτλ, της Γένοβας και τις ποικίλες εκδηλώσεις και διαδηλώσεις των Κοινωνικών Φόρουμ, αναδεικνύουν εύγλωττα δύο διακριτικά του γνωρίσματα: αφενός, την ποιητική δύναμη που απελευθερώνει, τη συλλογική πράξη με την οποία γεννά νέες κοινωνικές σχέσεις, και, αφετέρου, τον πολυφωνικό διάλογο, το νέο πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης που ενσαρκώνει το πλήθος. Το πρότυπο αυτό αντικαθιστά την αντίθεση ταυτότητα/διαφορά με το δίπολο μοναδικότητα/ταυτότητα, στο οποίο η μοναδικότητα εκδηλώνεται μέσα στη δικτυακή, ανοικτή και πληθωρική κοινότητα.
Η κατά Laclau ηγεμονία αποτυπώνει, λοιπόν, τη δομή του εθνικού μαζικού και του επαναστατικού κόμματος, του εργατικού συνδικάτου και των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων, με όλα τα συνοδευτικά βαρίδια του συγκεντρωτισμού, της αντιπροσώπευσης, της ιδεολογικής κλειστότητας και της κατά μέτωπο σύγκρουσης με επίδικο της κατάκτηση της εξουσίας. Το αυθόρμητο, δικτυωμένο, δημιουργικό, περιεκτικό και πολυποίκιλο πλήθος προβάλλει αντιθέτως ως το νέο μόρφωμα της μεταβιομηχανικής κοινωνίας και της δικής της πολιτικής, που κάνει πράξη την ισότητα και την ελευθερία μέσα στις ίδιες τις συστατικές του βιοπολιτικές αρθρώσεις και τις αντιστάσεις κατά της αυτοκρατορίας του κεφαλαίου. Με τα φευγαλέα δρώμενά του δίνει υπόσταση σε μία δημοκρατία ριζικής ισότητας και ελευθερίας χωρίς αποκλεισμούς, συσσωρεύει εμπειρίες και εμπνέει την πίστη ότι μία καλύτερη δημοκρατία είναι εφικτή. Έτσι σκιαγραφεί υλικά και βιωματικά ένα όραμα για το οποίο αξίζει να παλέψουμε και κινητοποιεί ένα πλέγμα αγώνων που ανοίγονται στο μέλλον. Κατά τους Hardt και Negri, η οριζόντια δικτύωση είναι επίσης πολιτικά επίκαιρη και αποτελεσματική στο βαθμό που και η ίδια η πλανητική εξουσία της αυτοκρατορίας είναι συγκροτημένη δικτυακά. Αλλά το πλήθος δεν αναλώνεται στην αντιπαράθεση: η αυτόνομα συγκλίνουσα δράση των ελεύθερων ιδιαιτεροτήτων επιχειρεί μία ριζική έξοδο από το σύστημα της νεωτερικής κυριαρχικής εξουσίας. Εκφράζει μία νέα κοινωνική και πολιτική δημιουργία που έχει πλέον τη δυνατότητα, χάρη στην ανάπτυξη της βιοπολιτικής παραγωγής, των αγώνων του πλήθους και των συνεργατικών ιστών που έχουν υφάνει, να ιδρύσει μία απόλυτα δημοκρατική κοινωνία, με πλήρη ισότητα και ελευθερία για τα δημιουργικά υποκείμενα.



Αντίσταση στην κυριαρχία;

Από τη σκοπιά, λοιπόν, της δικτυακής διάρθρωσης των αντιστάσεων, η ηγεμονική σύλληψη της πολιτικής αναπαράγει σήμερα και νομιμοποιεί στοιχεία εξουσιαστικής καταπίεσης που αντανακλούν τη νεωτερική πολιτική της κυριαρχίας στο πεδίο της κρατικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, των γραφειοκρατικών κομμάτων και επαναστατικών πρωτοποριών λενινιστικού τύπου. Το μοντέλο του Laclau από-ταξικοποιεί και τυποποιεί τον λενινιστικό ηγεμονισμό μεθερμηνεύοντάς τον με πιο αφηρημένους όρους. Επιζητεί, όμως, τη διαιώνιση των δομικών του γνωρισμάτων (ανισομερής συγκεντρωτισμός, κλειστότητα, αντιπροσώπευση, σχέσεις εξουσίας) εμφανίζοντάς τα ως λογική αναγκαιότητα, ταυτόσημα με την ίδια την ουσία της πολιτικής. Αλλά τα νέα κινήματα που αναφέρονται στη δημιουργία διαφορετικών δημοκρατικών κόσμων θέλουν να αποτινάξουν αυτούς ακριβώς τους εξουσιαστικούς καταναγκασμούς.
Ειδικότερα, οι απολυτοποιημένες θέσεις του Laclau για το αναπόφευκτο του ανταγωνισμού, του αποκλεισμού, της αντιπροσώπευσης και της άνισης ισχύος θα μπορούσαν να δεχθούν κριτικά πυρά από τρεις διαφορετικές οπτικές. Πρώτον, με όρους δημοκρατικών και χειραφετητικών αξιών, το ηγεμονικό σχήμα μοιάζει να αντιστρατεύεται τον ίδιο τον πυρήνα της ισότητας και της ελευθερίας, που πραγματώνονται πολύ πειστικότερα και πληρέστερα στο οριζόντιο, αυτονομιστικό πρότυπο. Δεύτερον, η προσκόλληση στις δομικές προδιαγραφές της νεωτερικής πολιτικής μοιάζει να αντιφάσκει με την ευαισθησία στον καιρό που θα πρέπει να διέπει μία γνήσια πολιτική αντίληψη, μία αντίληψη δηλαδή που διερευνά τις ιδιαιτερότητες των ιστορικών συνθηκών και αρπάζει τις ευκαιρίες της συγκυρίας προσαρμόζοντας ανάλογα τις στρατηγικές της δράσης. Ένα οργανωτικό μοντέλο αντίστασης και ανατροπής που ήταν ίσως κατάλληλο για τις κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις του εικοστού αιώνα μπορεί να είναι απρόσφορο και αναποτελεσματικό στο περιβάλλον του εικοστού πρώτου (αν δεχθούμε, π.χ., την ανάλυση των Hardt και Negri για τη δικτυακή διάρθρωση της αυτοκρατορίας ή κάποια άλλη ανάλυση που εντοπίζει θεμελιώδεις μεταλλαγές στις σύγχρονες δομές εξουσίας). Τρίτον, η ταύτιση της κυριαρχικής πολιτικής με την πολιτική tout court έρχεται σε αντίθεση με τις αφετηριακές παραδοχές της θεωρίας του Laclau, που επιμένει στον ανοικτό και εγγενώς ακαθόριστο χαρακτήρα της ιστορίας και την έλλειψη δεδομένων, αιώνιων δομών στην κοινωνία. Δεν αναγνωρίζει εν τέλει το πρωτείο της συλλογικής πολιτικής πράξης που μπορεί να καταλύσει παγιωμένα πλαίσια και να δημιουργήσει ριζικά νέες μορφές κοινωνικών σχέσεων, όπως συνέβη, για παράδειγμα, με τη Γαλλική και τη Ρωσική Επανάσταση.

Το απολιτικό πλήθος υπονομεύει τη ριζοσπαστική δημοκρατία;


Αλλάζοντας πλευρά στη διαμάχη, ο Laclau εντοπίζει κι αυτός μία παραλυτική εξάλειψη του πολιτικού στη θεώρηση των Hardt και Negri. Αφενός διατείνονται ότι το συλλογικό υποκείμενο και οι βασικοί άξονες μίας επαναστατικής δημοκρατίας έχουν ήδη ωριμάσει μέσα στις μεταφορντιστικές σχέσεις παραγωγής. Άρα δεν απαιτείται μία εντατική, εξ αρχής πολιτική εργασία για να συσταθεί ο φορέας της κοινωνικής αλλαγής, να συλληφθεί ένα εναλλακτικό πρόταγμα και να συγκροτηθεί μία νέα συλλογική ταυτότητα. Αφετέρου, υποθέτουν ότι το πλήθος δεν έχει ανάγκη από άλλους τύπους συλλογικής οργάνωσης πέραν της συστατικής, δικτυακής του διασύνδεσης. Αυτή δεν είναι μόνο το ιδεώδες όχημα της απόλυτης δημοκρατίας αλλά και το αποτελεσματικότερο μέσο πάλης καθώς η εξουσία της αυτοκρατορίας είναι ομοίως δικτυακά δομημένη και οι επιμέρους αγώνες του πλήθους πλήττουν συμμετρικά τις επιμέρους αρθρώσεις του συστήματος. Εν ολίγοις, το οργανωτικό ζήτημα έχει κλείσει κατ’ουσίαν. Κατά περίεργο τρόπο, η αντίληψη αυτή εκτρέφει μία παθητικότητα και έναν δογματισμό που θυμίζουν τις νομοτελειακές ερμηνείες του μαρξισμού. Τα θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με τον φορέα της κοινωνικής αλλαγής, τους στόχους, την ταυτότητα, τους αντιπάλους και τα προσφυέστερα σχήματα πολιτικής του οργάνωσης έχουν κατά βάση απαντηθεί. Δεν είναι απαραίτητη η διαρκής και διαφοροποιούμενη ανάλυση των συνθηκών, η συνέχιση της αντιπαράθεσης για τους στόχους και τα μέσα και η εκ νέου λήψη ριζικών αποφάσεων. Η στάση αυτή υποσκάπτει την κριτική επαγρύπνηση και την αδιάπτωτη αναλυτική προσπάθεια που επιβάλλονται για τη διάγνωση αδυναμιών στην κατανόηση των περιστάσεων και τη χάραξη των στρατηγικών. Εμποδίζει την πολιτική ευελιξία που επιτάσσουν η ανάγκη προσαρμογής των μέσων στα μεταβαλλόμενα περιβάλλοντα και η δυνατότητα στοχαστικής αναθεώρησης των γενικότερων κατευθύνσεων. Η κριτική των Laclau και Mouffe για την παραγνώριση του πολιτικού και τους συναφείς στρατηγικούς κινδύνους μπορεί να πάρει μία πολύ οξύτερη τροπή αναφορικά με τις αναρχίζουσες τάσεις του πλήθους, που προκρίνουν την έξοδο από το σύστημα της κυριαρχίας -με την παρωδία, τις αυτόνομες νησίδες και τα δρώμενα που πραγματώνουν φευγαλέες ουτοπίες ισοελευθερίας- ως μονόδρομο για την κοινωνική ανατροπή, αποκηρύσσοντας την ευθεία αντιπαράθεση και κάθε άλλη εμπλοκή με το κράτος. Για τον Laclau και τη Mouffe, μία τέτοια προσέγγιση είναι τουλάχιστον αφελής στο βαθμό που παραβλέπει τον καταστατικό ρόλο των ανισομερών σχέσεων εξουσίας σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό, σχέσεων που δεν αλλάζουν από μόνες τους ή με την καλή θέληση των κυρίαρχων, πόσο μάλλον όταν είναι βαθιά εδραιωμένες και ελέγχουν πανίσχυρους πόρους. Η προβληματική αυτή στάση εκκινεί από τη στρεβλή, κατά τους δύο θεωρητικούς, αντίληψη ότι είναι εφικτή μία πλήρης υπέρβαση των δομών εξουσίας. Η εν λόγω ιδεοληψία επιτρέπει σε ορισμένους χώρους και συλλογικότητες να φαντάζονται ότι μπορούν να απεμπολήσουν την εξουσία από το εσωτερικό τους, να την εντοπίζουν στο κράτος και τις παραφυάδες του και να αγωνίζονται για τη διατήρηση της καθαρότητάς τους. Θα μπορούσε να διακρίνει κανείς εδώ τις πουριτανικές διαθέσεις της «ωραίας ψυχής» στη αφήγηση του Χέγκελ. Η «ωραία ψυχή» κλείνεται στον εαυτό της και αποφεύγει τη δράση για να μη σπιλώσει με τους κινδύνους της πράξης την εσωτερική αγνότητα της ηθικής συνείδησης. Βαυκαλιζόμενη με τον τρόπο αυτό καταδικάζεται στην ουσιαστική ανυπαρξία. Ο Laclau και η Mouffe θίγουν το ίδιο το κέντρο της ωραίας ψυχής γιατί υποστηρίζουν ότι είναι κατάστικτη από κηλίδες εξουσίας και αποκλεισμών. Αυτό που θα πρέπει να επιδιώξουν τα χειραφετητικά κινήματα δεν είναι η αδύνατη εξάλειψη των σχέσεων ισχύος αλλά ο (πάντα ατελής) εκδημοκρατισμός τους. Με το να αρνείται κανείς την ανάμειξη σε αγώνες εξουσίας παραιτείται από το μετασχηματισμό των σημερινών, συντριπτικά ανισοβαρών, συσχετισμών ισχύος και συμβάλλει έτσι στη διαιώνισή τους. Τέλος, όταν θεωρούν ότι βρίσκονται πέραν της εξουσίας, τα ριζοσπαστικά κινήματα, και οι όποιες κοινωνίες τυχόν δημιουργήσουν, εμποδίζουν την ανάδειξη στοιχείων καταναγκασμού και ανισότητας στο εσωτερικό τους και δεν επιζητούν τη διαμόρφωση θεσμικών πρακτικών με τις οποίες τα στοιχεία αυτά θα έρχονται στο φως, θα αμφισβητούνται και θα περιορίζονται.



Η πολιτική έρχεται πρώτη (πέρα από ψευδοδιαλεκτικές συνθέσεις)

Είναι σαφές ότι και οι δύο πλευρές έχουν δυνατά χαρτιά στα χέρια τους. Αλλά θα έπρεπε να είναι εξίσου σαφές ότι η μεταξύ τους αντιπαράθεση δεν μπορεί να επιλυθεί τελεσίδικα με το λόγο, κι αυτό εξαιτίας εγγενών χαρακτηριστικών της πολιτικής και της κοινωνίας. Η ιδιαιτερότητα των επιμέρους συνθηκών, που μπορούν πάντοτε να μεταβάλλονται, υποδεικνύει την ανάγκη ευελιξίας και διαφοροποιήσεων στη στρατηγική δράση. Η μερική απροσδιοριστία των κοινωνικών δομών σημαίνει ότι οι κοινωνικές σχέσεις εμφανίζουν διάκενα «ανοργανωσιάς» και περιθώρια αβέβαιων επιλογών∙ δεν συνιστούν πλήρως ρυθμισμένα συστήματα ούτε καθορίζονται μηχανικά από σταθερούς νόμους, που θα μπορούσαν να κατανοηθούν απολύτως και να επιβάλουν με λογική αναγκαιότητα την υιοθέτηση συγκεκριμένων μέσων ως προσφυέστερων. Η ιστορία, ακόμη, έχει δείξει ότι η συλλογική πράξη μπορεί να γεννήσει το ριζικά νέο, δηλαδή συμβάντα και μορφώματα (από την Κομμούνα των Παρισίων ως την ΕΣΣΔ και το Άουσβιτς) που δεν παράγονται με αιτιώδη αναγκαιότητα από το παρελθόν, επιφέρουν μία τομή σε σχέση με ό,τι προηγήθηκε και δημιουργούν πρωτοφανή δεδομένα. Άρα η θεωρητική επεξεργασία της εμπειρίας από το παρελθόν και το παρόν δεν αποτελεί αδιάψευστο οδηγό για το μέλλον ούτε αντικειμενικό κριτή για τα δυνατά και τα αδύνατα, τα σκόπιμα και τα άσκοπα στον αγώνα για την κοινωνική αλλαγή. Εν ολίγοις, η πολιτική είναι μία διαρκής πάλη με αβεβαιότητες και μία ανεξάλειπτη διακινδύνευση που εμπεριέχει τη δυνατότητα δημιουργίας του νέου. Μπορεί πάντα να απαξιώσει κάθε είδους τυφλοσούρτες, δογματισμούς και συνταγολόγια και δίνει τον τελικό λόγο στην ανοικτή κοινωνική πράξη.
Η αντίληψη αυτή δεν απαλλάσσει βέβαια τα υποκείμενα της δράσης από την ανάγκη λήψης αποφάσεων και πραγματοποίησης επιλογών σε χρόνο ενεστώτα. Τι θα μπορούσε λοιπόν να προτείνει ο θεωρητικός λόγος σε σχέση με τα σημερινά διλήμματα της ριζοσπαστικής πράξης; Ας υποθέσουμε ότι αναγνωρίζουμε αφενός τη χειραφετητική αξία που έχει η ανάπτυξη εναλλακτικών κοινωνικών σχέσεων και αυτόνομης δράσης εδώ και τώρα∙ αλλά δεν διακατεχόμαστε από πουριτανισμούς και δογματισμούς και δεχόμαστε να εξετάσουμε κατά περίπτωση την πρακτική αποτελεσματικότητα που ενδέχεται να έχουν, σε ορισμένα επίπεδα και ιδιαίτερες συνθήκες, μορφές συγκεντρωτικής οργάνωσης που προσβλέπουν σε μία ελάχιστη σύνθεση των πολιτικών προσανατολισμών, το συντονισμό με θεσμοθετημένες διαδικασίες και αντιπροσωπευτικές δομές, και την αναμέτρηση με τους συσχετισμούς και τους μηχανισμούς της κρατικής, οικονομικής κ.α. εξουσίας, η ανατροπή των οποίων προϋποθέτει την απόκτηση ανώτερης ισχύος. Υπ’ αυτό το πρίσμα, μία εύλογη κίνηση θα ήταν η επιδίωξη της μερικής σύνθεσης του οργανωτικού, ηγεμονικού συγκεντρωτισμού και της αυτόνομης κινητοποίησης. Έχει υποστηριχθεί, λ.χ., ότι πολιτικά πειράματα όπως εκείνο του συμμετοχικού προϋπολογισμού δείχνουν τη δυνατότητα και τη σκοπιμότητα μίας πολιτικής που κινείται στο επίπεδο των θεσμών της συγκεντρωτικής εξουσίας και της αντιπροσώπευσης, ενώ επιτρέπει παράλληλα την αυτόνομη ύπαρξη και την αυτενέργεια των οριζόντιων κινημάτων. Η ώσμωση των δύο παρέχει στην αυθόρμητη κινητοποίηση διαύλους άσκησης επιρροής σε εδραιωμένους θεσμούς, διασφαλίζοντας έτσι ένα ευνοϊκότερο περιβάλλον για ευρύτερους και σταθερότερους κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Από την άλλη, δεν αναιρεί την αυτονομία των κινημάτων ούτε τη δυνατότητά τους να πειραματίζονται άμεσα με κοινωνικές ετεροτοπίες.
Είναι ξεκάθαρο ότι μία τέτοια προσέγγιση ενέχει τον σοβαρό κίνδυνο να αναπαραγάγει ένα χιλιοπαιγμένο έργο που είχε ως συνήθη κατάληξη την καταπίεση και εξάλειψη των ελευθεριακών δυναμικών υπό το βάρος της θεσμοποίησης και των συγκεντρωτικών ιεραρχιών. Αλλά θα πρέπει να είναι εξίσου ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχει πολιτική δράση χωρίς διακύβευση, ανάληψη ευθυνών και διαρκή αναμέτρηση με τους κινδύνους. Η θεμελιώδης δυσκολία με τη «φρόνιμη» στρατηγική της σύνθεσης έγκειται αλλού: στα όρια της συμφιλίωσης και τη ριζική αντίθεση των δύο πολιτικών πρακτικών. Η λογική της ηγεμονίας με τον αντιπροσωπευτικό συγκεντρωτισμό, την οργανωτική θεσμοποίηση, την ιδεολογική ενοποίηση, τους αποκλεισμούς και την κατά μέτωπο αντιπαράθεση συγκρούεται επί της αρχής με τη λογική της αδιαμεσολάβητης, ανοικτής, ετερόκλητης και αυτόνομης δραστηριότητας των πολυποίκιλων συνιστωσών του πλήθους.
Ίσως, λοιπόν, η γονιμότερη λύση θα ήταν η μη λύση: η μετέωρη προσπάθεια αντιθετικής σύζευξης των δύο λογικών στις διάφορες πολιτικές κινήσεις της ριζοσπαστικής δημοκρατίας, με τη διατήρηση της μεταξύ τους έντασης. Μία τέτοια αρνητική σύναψη θα επιτρέψει τη διηνεκή αμφισβήτηση εκ των ένδον τόσο των κάθετων ιεραρχιών, των ομογενοποιήσεων και των αποκλεισμών, όσο και ενός παραλυτικού, ασυντόνιστου και απροσανατόλιστου αυθορμητισμού, που εγκλωβίζεται σε νέες ιδεοληψίες, πουριτανικές ηθικολογίες και την τυφλή αμεσότητα του εδώ και του τώρα, ενώ δεν προστατεύεται με θεσμικούς ελέγχους από την ανάδυση άτυπων ιεραρχιών και εξουσιασμών. Με την προϋπόθεση της αμοιβαίας διάβρωσης των δογματισμών, ο διαζευκτικός συνδυασμός θα συντείνει ακόμη σε μία τακτική ευελιξία που ανάλογα με τις συγκυρίες και μόνον εφόσον τίθεται επιτακτικά ζήτημα επιλογής θα προκρίνει το συγκεντρωτισμό ή την οριζόντια δράση, τον προγραμματισμό ή την ελεύθερη έκφραση της φαντασίας, την αντιπαράθεση ή την έξοδο από το σύστημα των αποκλεισμών. Έτσι, η μη σύνθεση των αντικρουόμενων λογικών μπορεί, μέσα από την ταυτόχρονη συντήρηση των δύο και την πολιτική διαχείριση της μεταξύ τους έντασης, να λειτουργήσει ως πηγή ζωντάνιας, κριτικού αναστοχασμού και ανοικτότητας για ένα εναλλακτικό δημοκρατικό σχέδιο.

Βιβλιογραφικές αναφορές
Michael Hardt, Antonio Negri (2002) Aυτοκρατορία, μτφρ. Ν. Καλαϊτζής, Αθήνα: Scripta
Michael Hardt, Antonio Negri (2004) Multitude, Λονδίνο: Penguin
Ernesto Laclau, Chantal Mouffe (1985) Hegemony and Socialist Strategy, Λονδίνο, Νέα Υόρκη: Verso
Ernesto Laclau (1996) Emancipation(s), Λονδίνο, Νέα Υόρκη: Verso
Ernesto Laclau (1997) Για την επανάσταση της εποχής μας, εισαγ., επιμ., μτφρ. Γιάννης Σταυρακάκης, Αθήνα: Νήσος
Ernesto Laclau (2005) On Populist Reason, Λονδίνο, Νέα Υόρκη: Verso
Α.Κ.

8 Ιουλ 2008

Αμίλκαρ Καμπράλ: «Η επανάσταση δεν τελειώνει τη στιγμή που υψώνεται η εθνική σημαία»

Έξω από τις χώρες της Δύσης δημιουργήθηκε μια επαναστατική θεωρία και πρακτική η οποία έχει σε μεγάλο βαθμό αγνοηθεί από το κίνημα της Ευρώπης και παραμένει εν πολλοίς άγνωστη, ξεχασμένη, υποτιμημένη. Στη Λατινική Αμερική, στην Αφρική, στην Ασία, έδρασαν θεωρητικοί και επαναστάτες και άνθησαν νέες ιδέες που συγκρότησαν έναν «μη δυτικό» μαρξισμό, μια θεωρία και μια πολιτική πρακτική προσαρμοσμένες στις συγκεκριμένες συνθήκες των χωρών αυτών, ενίοτε όμως με άμεσες προεκτάσεις στο κίνημα της Δύσης. Αυτό όμως, σπανίως, και μόνο σε πολύ ειδικές περιστάσεις έστρεψε τα ευρωκεντρικά μάτια του σε όλα αυτά τα πρόσωπα και τις ιδέες· και όταν το έκανε αυτό συνήθως έβλεπε μέσα από το φίλτρο του φολκλόρ ή της εξιδανίκευσης.
Στο Resistencias έχουμε αναφερθεί στο παρελθόν σε μερικές μορφές των αφρικανικών κινημάτων: στον Φραντς Φανόν (τεύχος 2, αν και θα επανέλθουμε σε αυτόν τον μεγάλο επαναστάτη), τον Τόμας Σανκάρα (τεύχος 8). Στη σελίδα αυτή θα υπενθυμίσουμε μερικές μορφές του επαναστατικού κινήματος της ηπείρου αυτής, αρχίζοντας από τον Αμίλκαρ Καμπράλ.

Ο Αμίλκαρ Καμπράλ γεννήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1924 στη Γουϊνέα αλλά το 1932 έφυγε για το Πράσινο Ακρωτήρι, αποικία των Πορτογάλων τότε. Στο πλαίσιο της σύγκρουσης ανάμεσα στις αποικιακές δυνάμεις, το 1935 η λεγόμενη «Πορτογαλική Γουινέα» ανακηρύχτηκε αναπόσπαστο κομμάτι της πορτογαλικής επικράτειας· μάλιστα, προς ενίσχυση αυτής της κατάστασης, το 1942 ανακηρύχτηκε πρωτεύουσα της «Πορτογαλικής Γουινέας» το Μπισσάου.
Ο Αμίλκαρ τελειώνει το σχολείο και σπουδάζει αγρονομία στη Λισσαβόνα. Το 1952 επιστρέφει στο Μπισσάου αλλά τρία χρόνια αργότερα, λόγω της πολιτικής του δράσης, ο κυβερνήτης αποφασίζει την εκδίωξή του από την αποικία. Πηγαίνει στην Αγκόλα, επίσης πορτογαλική αποικία, όπου συνεργάζεται με το απελευθερωτικό κίνημα MPLA. Το 1956 ιδρύει το PAIGC (Αφρικανικό Κόμμα για την Ανεξαρτησία της Γουινέας και του Πράσινου Ακρωτηρίου). Τον Ιανουάριο του 1963 αρχίζει ο ένοπλος αγώνας. Σύντομα αρχίζουν να απελευθερώνονται ολόκληρες περιοχές, όπου οι αντάρτες εφαρμόζουν νέες, αυτόνομες δομές αυτοδιοίκησης, υγείας, παιδείας κ.λπ.
Στις 20 Ιανουαρίου του 1973, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στο Κονάκρι της Γουινέας, ο Αμίλκαρ Καμπράλ δολοφονείται από μέλη του κόμματός του που δρούσαν υπό τις διαταγές Πορτογάλων πρακτόρων. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου η Γουινέα-Μπισσάου κήρυξε την ανεξαρτησία της, η οποία αναγνωρίστηκε από την Πορτογαλία αμέσως μετά την Επανάσταση των Γαριφάλων. Το Πράσινο Ακρωτήρι ανεξαρτητοποιήθηκε το 1975.

Οι ιδέες του Καμπράλ
Ο Αμίλκαρ Καμπράλ ήταν από τις βασικές μορφές που διαμόρφωσαν έναν «αφρικανικό μαρξισμό», μια επαναστατική θεωρία βασισμένη στον μαρξισμό αλλά προσαρμοσμένη στις εκτός της Ευρώπης κοινωνικές και υποκειμενικές συνθήκες. Βασικός άξονας της οπτικής του ήταν η απελευθέρωση μετά την ανεξαρτησία από την αποικιοκρατία, η επανάσταση μετά «την ύψωση της εθνικής σημαίας και την ανάκρουση του εθνικού ύμνου».
Ο Καμπράλ, επηρεασμένος βαθιά από τις ιδέες του Μάο, του Κάστρο και του Τσε, ανέφερε συχνά τη 2η Διακήρυξη της Αβάνας: η επανάσταση δεν εξάγεται. Έτσι, έδωσε μεγάλη έμφαση στην ανάπτυξη επαναστατικής συνείδησης αλλά και στην αποαποικιοποίηση του μυαλού των αφρικανικών λαών, στην «αφρικανοποίηση» του μυαλού τους. Βασικός άξονας της δουλειάς του ήταν, ως εκ τούτου, το θέμα της κουλτούρας.
Ο Καμπράλ έγραψε για την αναγκαιότητα του ένοπλου αγώνα ενάντια στην αποικιοκρατία, σε μια εποχή που είχε αρχίσει ήδη η δαιμονοποίησή του από τους κήρυκες της μη-βίαιης διαλλακτικότητας. Η τακτική του δικαιώθηκε. Αναλογικά, η νίκη του λαού της μικροσκοπικής Γουινέας-Μπισσάου απέναντι στην Πορτογαλία ήταν κάτι σαν τη νίκη του Βιετνάμ απέναντι στις ΗΠΑ. Ωστόσο, το απελευθερωτικό του όραμα για μια μελλοντική σοσιαλιστική κοινωνία αποτυπώθηκε στις δομές που αναπτύχθηκαν στις απελευθερωμένες περιοχές: ελεύθερες εκλογές, εκλογή αντιπροσώπων, χρήση της υπομονετικής πειθούς και της συζήτησης -και ποτέ της βίας-, δομές που κάλυπταν βασικές ανάγκες του πληθυσμού (υγεία, εκπαίδευση, ειδικά «λαϊκά καταστήματα αλληλεγγύης» με πολύ χαμηλές τιμές).
Ο Αμίλκαρ Καμπράλ πραγματεύτηκε πολλά θεωρητικά και πολιτικά ζητήματα – όσον αφορά το πρόβλημα του κράτους ο Αλτουσέρ θα διδασκόταν πολλά από αυτόν, λέει ο Robert Young. Ωστόσο, ο άνθρωπος, ο γκεβαρικός «Νέος Άνθρωπος», αποτέλεσε κεντρικό άξονα της σκέψης του, και κυρίως η κοινωνική και ψυχολογική ανασυγκρότηση των θυμάτων της αποικιοκρατίας μετά την απελευθέρωση. Ταυτόχρονα, δεν υποτίμησε ποτέ και τις πραγματικές συνθήκες· απαντώντας στην κριτική του άλλου μεγάλου επαναστάτη, του Φραντς Φανόν, ότι καθυστερεί να αρχίσει τον ένοπλο αγώνα, ο Καμπράλ έδωσε έμφαση στη βεβαιότητα της νίκης σε σχέση με τη φαινομενική καθυστέρηση.
Παρά τον πρόωρο θάνατό του, ο Αμίλκαρ Καμπράλ σημάδεψε την πολιτική ζωή της Αριστεράς στην Αφρική, και όχι μόνο: ο αγώνας του PAIGC και των άλλων αντιαποικιακών κινημάτων συνέβαλε τα μέγιστα και στην ανατροπή της δικτατορίας στην ίδια την Πορτογαλία. Αν σήμερα, 35 χρόνια μετά τη δολοφονία του, το όραμά του μοιάζει ηττημένο στην Αφρική, οι διαρκείς αναφορές στο όνομά του από τους Αφρικανούς αριστερούς δίνουν ένα ελπιδοφόρο στίγμα.
Κώστας Αθανασίου

ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΙΚΙΟΚΡΑΤΙΑ

Η υποσαχάρια Αφρική επικοινωνούσε για χιλιάδες χρόνια αφ΄ ενός με την λεκάνη της Μεσογείου, τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη διαμέσου των καραβανιών που διέσχιζαν την Σαχάρα, αφ΄ ετέρου με την Αραβία, την Περσία, την Ινδία και την Κίνα δια μέσου των περίφημων ‘’ντόου’’ που διέσχιζαν την Αραβική Θάλασσα και τον Ινδικό ωκεανό ξεκινώντας από τις πολυάριθμες εμπορικές πόλεις – κράτη που εκτείνονται στην Ανατολική ακτή από την Σομαλία μέχρι την Μοζαμβίκη. Παρόλο που τα προϊόντα τους έφταναν στα πέρατα του κόσμου ο αφρικανικές κοινωνίες προστατευμένες από την έρημο, τους ωκεανούς και τα τροπικά δάση παρέμεναν κοινωνίες φυλετικές χωρίς τάξεις και κράτος.
Βέβαια το Βασίλειο του Αξούμ στη Αιθιοπία χρονολογείται από τους πρώτους προχριστιανικούς αιώνες και τα κουσιτικά Βασίλεια στο σημερινό Σουδάν ήταν ακόμη παλαιότερα. Νοτίως της Σαχάρας αξιόλογες αυτοκρατορίες αναπτύχθηκαν από τον 10ο αιώνα και μετά όπως της Γκάνα, του Μάλι, της Σογχάης και του Κανεμ – Μπορνου. Νοτιότερα, ανάμεσα στον Ζαμβέζη και τον Λιμπόπο, άκμαζε η αυτοκρατορία Μονομοτάπα. Ο ισλαμικός πολιτισμός που διείσδυε από τα βόρεια και ανατολικά διαπαιδαγωγούσε εμπόρους και γραφειοκράτες που έρχονταν να κατοικήσουν σε νεοαναγειρόμενες πόλεις όπως η Νιάνι, το Γκάο, το Μπενίν, το Κάνο κ.α. Η φήμη των θεολογικών και νομικών σχολών του Τιμπουκτού και του Τζέννε διαδόθηκε ως τη μουσουλμανική Ασία. Ο περίφημος περιηγητής Ιμπν Μπατουτά που είχε επισκεφτεί τις περισσότερες γνωστές πόλεις του κόσμου, και είχε φτάσει μέχρι το Πεκίνο, θεωρούσε την Κιλούα (στα παράλια της σημερινής Τανζανίας) ως την ωραιότερη πόλη που είχε δει.
Χίλια χρόνια πριν, η υποσαχάρια Αφρική δεν ήταν πιο ΄΄καθυστερημένη΄΄ από πολλές περιοχές στην Ανατολική Ευρώπη ή την Ιαπωνία (και προφανώς δεν μπορεί να γίνει καθόλου λόγος για την Βόρεια Αφρική όπου εδώ και χιλιάδες χρόνια βρισκόταν στην πρωτοπορία του παγκόσμιου πολιτισμού). Παρότι η εξουσία των γενών είχε αρχίσει να διαρρηγνύεται και η ανάδυση των ταξικών σχέσεων είχε δρομολογηθεί, βασισμένη στην επέκταση και στην τελειοποίηση της χρήσης του σιδήρου, στην διάδοση των εμπορικών εταιρειών (Έμποροι Ντυούλα κ.α.) και στον σχηματισμό γραφειοκρατιών γύρω από τους μονάρχες, οι αφρικανικές κοινωνίες με τα τεχνικά τους επιτεύγματα, τους πολέμους, τις μεταναστεύσεις τους, την ισορροπημένη σχέση με την φύση, την ευημερία που προσέφεραν στους κατοίκους τους παρέμεναν στη βάση τους φυλετικές χωρίς κράτος και τάξεις, εξισωτικές δηλαδή κοινωνίες.
Ο κατακερματισμός είναι το μυστικό της διατήρησης των αρχαϊκών κοινωνιών έλεγε ο Πιέρ Κλάστρ. Οι επιτυχίες τους έχουν λοιπόν ως τίμημα ότι δεν μπορούν να δώσουν τα μεγάλα συμπαγή πολιτισμικά σύνολα που έδωσαν για παράδειγμα στην Ινδία οι Άριοι Πολεμιστές, οι Βραχμάνοι ιερείς και οι έμποροι του παζαριού ή στην Κίνα οι ΄΄λόγιοι΄΄, οι Σογκούν, στην Ιαπωνία οι Σαμουράι κ.λ.π. Οι αφρικανικές αυτοκρατορίες της λεγόμενης ώριμης εποχής του σιδήρου (14ος – 16ος αιώνας) ήταν βήματα μιας δυναμικής κρατικής ενοποίησης (και του συνάδοντος βαθέματος των ταξικών διακρίσεων), η οποία όμως ανακόπηκε ή τροποποιήθηκε βαθιά από την ευρωπαϊκή εισβολή.
Παλαιότερα, το λεγόμενο εκπολιτιστικό έργο των μεγάλων κατακτητών (όπως των Ρωμαίων στην Δ. Ευρώπη) συνίστατο – αφού ολοκληρωνόταν η πρώτη περίοδος των σφαγών, των καταστροφών και των εξανδραποδισμών – στην επιβολή του δικού τους πολιτισμού στην θέση των πολιτισμών που κατέστρεψαν. Ακόμα συχνότερα η κατάχτηση οδηγούσε σε μια συγχώνευση του πολιτισμού των νικητών και των νικημένων. (όπως έγινε όταν οι Ρωμαίοι κατέκτησαν την Α. Μεσόγειο).
Οι Ευρωπαίοι στην Αφρική (αλλά επίσης στην Αμερική και την Αυστραλία) απλώς κατέστρεψαν αυτό που βρήκαν. Οι εξισωτικές φυλετικές κουλτούρες αποδείχθηκαν εξαιρετικά ευάλωτες, και δεν μπόρεσαν όπως οι μεγάλοι, ιεραρχημένοι, ταξικοί και παμπάλαιοι πολιτισμοί της Ασίας να εξισορροπήσουν το πλήγμα και κατέρρευσαν.
Στις αρχές του 16ου αιώνα και μέσα σε λίγα χρόνια οι Πορτογάλοι κατέστρεψαν τις ανθηρές εμπορικές πόλεις της ανατολικής ακτής (ίσως το πιο πολιτισμένο κομμάτι της ηπείρου) και προκάλεσαν την κατάρρευση του υπερπόντιου θαλάσσιου εμπορίου με την Ασία ενός εμπορίου που έθρεψε θρύλους όπως αυτόν του Σεβάχ του θαλασσινού. Την ίδια εποχή ξεκίνησε η αφαίμαξη από το δυτικό δουλεμπόριο που επρόκειτο να κρατήσει τρεις με τέσσερις αιώνες. Δεκάδες εκατομμύρια Αφρικανοί αρπάχτηκαν από τις δυτικές ακτές (καθώς επίσης και αργότερα από τους Άραβες στις ανατολικές ακτές, με εντεινόμενους μάλιστα ρυθμούς).
Το χειρότερο δεν ήταν η πληθυσμιακή αφαίμαξη που δεν ήταν βαρύτερη από αυτή που επέφερε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες η μετανάστευση, αλλά η καταστροφή του παραγωγικού ιστού και η δηλητηρίαση των πολιτικών σχέσεων μέσα στην ίδια την ήπειρο. Σχηματίστηκαν εύπορα παράκτια αφρικανικά κράτη που στήριζαν την ευημερία τους στο πούλημα αιχμαλώτων έναντι φτηνών βιομηχανικών προϊόντων και πυροβόλων όπλων. Παρόλο που στην σχέση με τους Ευρωπαίους αναπτύχθηκαν πιο σύνθετες μορφές εμπορίου (πχ. οι λεγόμενες εταιρείες του μονόξυλου) και διοίκησης, η παραδοσιακή βιοτεχνία δεν μπόρεσε ν’ αντέξει τον ανταγωνισμό. Εάν κάποιος φωτισμένος αρχηγός – και υπήρξαν τέτοιοι – δίσταζε να εμπλακεί σ’ αυτό το εμπόριο, από το οποίο προμηθευόταν πυροβόλα όπλα, θα το έκαναν οι ανταγωνιστές του. Πολλά εκατομμύρια πέθαναν στους πολέμους ανάμεσα στους Αφρικανούς για την αρπαγή δούλων, για να ικανοποιηθεί η ακόρεστη ζήτηση αυτού του εμπορίου του προορισμένου για ΄΄βασιλιάδες, πλούσιους ανθρώπους και κορυφαίους εμπόρους΄΄ όπως το χαρακτήριζε ο Barbot το 1680.
Στην συνδιάσκεψη του Βερολίνου το 1884 -1885 η λεγόμενη ΄΄κλοτσοπατινάδα για την Αφρική΄΄ (όπως απεκάλεσαν οι Τάιμς τον φρενήρη ανταγωνισμό των Ευρωπαϊκών δυνάμεων) κατέληξε σε συμφωνία κυριών για τον διαμελισμό και το μοίρασμα της ηπείρου.
Οι Ευρωπαϊκές αποικίες, που στις περισσότερες περιπτώσεις θα έδιναν αργότερα τα σύνορα στα μελλοντικά αφρικανικά έθνη – κράτη συγκέντρωναν στις επικράτειες τους πολλούς, διαφορετικούς και συχνά με ανταγωνιστικές και εχθρικές σχέσεις μεταξύ τους, λαούς. Αυτό που ενδιέφερε την μητρόπολη ήταν η οικονομικά αποδοτική εκμετάλλευση της αποικίας και ενίοτε η εγκατάσταση αποίκων στις εύφορες, και με ήπιο κλίμα περιοχές. Εντόπιζε τις πλουτοπαραγωγικές πηγές που χρειάζονταν και έφτιαχνε μόνο τις υποδομές ή εκπαίδευε τους Αφρικανούς αποκλειστικά στο μέτρο που κάλυπταν τις ανάγκες της εκμετάλλευσης των εν λόγω πόρων. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η αποικία δεν αποτελούσε μια κοινωνία αλλά μια σειρά από επάλληλες κοινωνίες σε αποσύνθεση ή σε σοβαρή κρίση που τις συγκρατούσε σ’ ένα όλον, ένας μηχανισμός καθαρής βίας στην υπηρεσία της εκμετάλλευσης πολύ συγκεκριμένων και πολύ περιορισμένων θυλάκων που είχαν οικονομικό ενδιαφέρον για τον αποικιοκράτη. Αυτοί οι θύλακες θα αποτελούσαν μετά την ανεξαρτησία τις μόνες σχετικά ανεπτυγμένες ζώνες του νεαρού κράτους που καθώς περιβάλλονταν από μια θάλασσα υπανάπτυξης, φτώχειας και ερήμωσης, συχνά θα εκδήλωναν αποσχιστικές τάσεις. Τέτοια ήταν η περίπτωση της Κατάγκα, της 6ης επαρχίας του Κογκό που έφερνε το 48% του συναλλάγματος της νεοσύστατης δημοκρατίας.
Οι φυλετικές κοινωνίες και ο αγροτικός κόσμος της αυτοσυντήρησης δεν μπορούν να διατηρηθούν άπαξ και έρθουν σ΄ επαφή με τις βιομηχανικές κοινωνίες ακόμα και αν δεν πέσουν θύματα βίαιης εισβολής και κατάκτησης (αυτό βεβαίως δεν συνέβη στην περίπτωση της Αφρικής). Το 1919 μια έκθεση επίσημης Βελγικής αποστολής διαπίστωνε ότι ο πληθυσμός του Κογκό είχε μειωθεί κατά το ήμισυ στα 40 χρόνια της Βελγικής κατοχής. Την εποχή της απελευθέρωσης η καρδιά της παραδοσιακής Αφρικής – η ζωή και η οικονομία του χωριού – είχε σχεδόν καταστραφεί. Η χειροτεχνία, η υφαντουργία, η μεταλλουργία με παράδοση δυο χιλιάδων χρόνων, οι συντεχνίες των τεχνιτών, είχαν όλα καταστραφεί. Οι ενήλικες άντρες έφευγαν όλοι μαζί για τις πόλεις (σε ποσοστά 30-60% στο Μαλάουι ) προκειμένου να εργαστούν για να πληρώσουν τους φόρους ή να αγοράσουν τα βιομηχανικά προϊόντα που έφταναν παντού. Από το 1894 στην Νότιο Αφρική και σε Βρετανικές κτήσεις οι αφρικανοί έπρεπε να πληρώνουν βαρύ φόρο εκτός και εάν τρεις μήνες τον χρόνο ασκούσαν μισθωτή εργασία για τους λευκούς. Τα παραδοσιακά συστήματα συλλογικής ζωής, νομού και αυτοσεβασμού είχαν πλέον καταρρεύσει.
Οι ιθαγενείς γίνονταν όλο και περισσότερο τα δημιουργήματα του αποίκου: νέγροι, αράπηδες. (΄΄ο νέγρος ποτέ δεν υπήρξε τόσο νέγρος όσο από τότε που κυριαρχείται από τον λευκό΄΄ έγραφε ο Φανόν). Όπως τα σώματα τους έτσι και οι πολιτισμοί τους συσπώνταν, πέρναγαν σε μια κίνηση αναδίπλωσης, σε αγκύλωση και ακαμψία, δεν ήταν πλέον παρά κομμάτια που χρησίμευαν για την οργάνωση μίας προσωπικότητας αμυντικής δομής. Οι αποικιοκράτες (οι τελευταίοι υπερασπιστές του νέγρικου στυλ για τον Φανόν) μπροστά σε ότι δημιούργησαν μπορούσαν να μιλάνε για φονικά ένστικτα, για φυλετική προδιάθεση στην εγκληματικότητα, για κυριαρχία των ορμέμφυτων, για απουσία λογικής ή ηθικής συνείδησης, για παρορμητικότητα κ.λ.π, ενώ άλλοι ευρωπαίοι μαζί με τους ντόπιους διανοούμενους εκστασιάζονταν από τον διονυσιασμό του νέγρου.
Η αποικιοκρατία ποτέ δεν άσκησε στα σοβαρά τον εκπολιτιστικό ρόλο που διακήρυσσε γιατί ήταν δέσμια των ρατσιστικών της προκαταλήψεων. Δεν καταπίεζε και εκμεταλλευόταν απλά τους ιθαγενείς αλλά αμφισβητούσε την ανθρώπινη ιδιότητα τους. Όπως παρατηρούσε ο Φανόν δεν έβλεπε τη χώρα παρά σαν ένα οικόπεδο όπου οι ιθαγενείς, τα ζώα, τα δέντρα ήταν μόνο η φυσική σκηνογραφία της δικής της ανθρώπινης παρουσίας. Ακόμα και στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα σε έγκυρα συγγράμματα της ψυχιατρικής διατυπώνονταν απόψεις για τις ελάχιστα εξελιγμένες φλοιώδεις δραστηριότητες του αφρικανού του οποίου η φυτική και ενστικτώδης ζωή κανονίζεται κυρίως από τον διεγκέφαλο. Γινόταν λόγος για ΄΄μετωπιαία οκνηρία΄΄ η οποία κάνει τον ομαλό αφρικανό ένα λοβοτομημένο Ευρωπαίο.
Στα μορφωτικά επιτεύγματα της αποικιοκρατίας, στην πολιτική κληρονομιά που άφησε πίσω της καταγράφεται ότι:
Στη Ζιμπάμπουε το 1958 σε πληθυσμό 3 εκατομμυρίων Αφρικανών φοιτούσαν 12.158 στην κατώτερη τάξη και μόνο 13 στην ανώτερη.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 η Ουγκάντα, η Κένυα και Τανζανία έδιναν και οι τρεις ετησίως 2.000 απολυτήρια μέσης εκπαίδευσης.
Όταν ανακηρύχτηκε η ανεξαρτησία του Κονγκό υπήρχαν λιγότεροι από 20 Κονγκολέζοι απόφοιτοι πανεπιστημίου ανάμεσα σε 15 εκατομμύρια κατοίκους.

λιερός γιώργος
Υ.Γ. Στο επόμενο τεύχος ακολουθεί η συνέχεια.

Οι αγώνες κατά του νεοφιλελευθερισμού στην Αφρική

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, οι προστάτες του παγκόσμιου καπιταλισμού –Παγκόσμια Τράπεζα, ΔΝΤ και η Ομάδα των 7 (τότε) πιο ισχυρών οικονομιών του πλανήτη– επιδεικνύουν ιδιαίτερο ζήλο στην εισαγωγή νεοφιλελεύθερων προγραμμάτων για τη «λύση» των προβλημάτων των αφρικανικών οικονομιών. Από την Έκθεση Μπεργκ στις αρχές της δεκαετίας του 1980, στα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής του ΔΝΤ των δεκαετιών του ’80 και ’90, μέχρι τα προγράμματα της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ για την καταπολέμηση της φτώχιας και την αντιμετώπιση του χρέους στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και στις αρχές του 21ου αιώνα, κάθε μια από αυτές τις νεοφιλελεύθερες «λύσεις» απέτυχε, ακόμα και αν αξιολογήσουμε τα αποτελέσματά τους με καθαρά νεοφιλελεύθερους οικονομικούς όρους και στόχους, όπως η μείωση του χρέους, η αύξηση των εξαγωγών, η προσέλκυση ξένων επενδύσεων και όλα τα υπόλοιπα ευρηματικά με τα οποία οι νεοφιλελεύθεροι μετρούν την επιτυχία. Το χρέος των αφρικανικών χωρών αυξήθηκε κατά 400% από το 1980, ενώ οι εξαγωγές τους τη δεκαετία του ’90 περίοδος κατά την οποία υπήρξε αύξηση των παγκόσμιων εξαγωγών– μειώθηκαν… Αυτές οι αποτυχίες συνέβαλαν στην περαιτέρω επιδείνωση των συνθηκών ζωής του αφρικανικού πληθυσμού, ενώ στο διάστημα 1995-1998 το προσδόκιμο ζωής μειώθηκε σε 31 χώρες της ηπείρου.
Οι πρώτες μαζικές αντιστάσεις κατά του νεοφιλελευθερισμού εκδηλώθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν εργάτες και φτωχοί των πόλεων κινητοποιήθηκαν εναντίον των διαρθρωτικών προγραμμάτων του ΔΝΤ και της κατάργησης των επιδοτήσεων για είδη πρώτης ανάγκης. Η πρώτη μεγάλη αποτυχία των πολιτικών του ΔΝΤ καταγράφηκε στη Ζάμπια τον Δεκέμβριο του 1986, όταν η κυβέρνηση της χώρας αναγκάστηκε να γυρίσει την πλάτη σε αυτόν τον Οργανισμό υπό την πίεση μαζικών κινητοποιήσεων που προκάλεσε η ανακοίνωσή της για διπλασιασμό της τιμής του καλαμποκιού, που στόχευε στην ικανοποίηση των όρων και των απαιτήσεων αυτού του Ταμείου. Νοικοκυρές, νέοι, φοιτητές και άνεργοι βγήκαν στους δρόμους, εισέβαλαν στις αποθήκες του καλαμποκιού και σε κυβερνητικά κτήρια, και έβαλαν φωτιά στο προεδρικό μέγαρο. Δέκα άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στις συγκρούσεις που διήρκησαν αρκετές μέρες και, τελικά, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να μειώσει τις τιμές του καλαμποκιού και να ανακοινώσει στο ΔΝΤ ότι αδυνατεί να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του.
Στη Νιγηρία οι φοιτητές, οι γυναίκες στις υπαίθριες αγορές και οι εργαζόμενοι κατέβηκαν μαζικά στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν για το τέλος της δωρεάν παιδείας, για την υποχρεωτική παρουσίαση πιστοποιητικού πληρωμής φόρων ως προϋπόθεση εγγραφής των παιδιών στο δημοτικό σχολείο, για το πάγωμα των μισθών, την επιβολή νέων φόρων και την κατάργηση των επιδοτήσεων στην πώληση του εγχωρίου πετρελαίου. Η εμπλοκή των φοιτητών, τόσο στη Ζάμπια όσο και στη Νιγηρία, δεν αποτελεί εξαίρεση: σε όλη την ήπειρο οι φοιτητές βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή των αγώνων ενάντια στα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής του ΔΝΤ. Παρά το γεγονός ότι οι φοιτητές στην Αφρική αποτελούν μια ευνοημένη μειοψηφία που συχνά προορίζεται για κυβερνητικές θέσεις, οι επιβαλλόμενες πολιτικές της Παγκόσμιας Τράπεζας για μείωση των αποφοίτων πανεπιστημίου και λυκείου ώστε να συγκρατηθούν οι μισθοί, για περικοπή των χορηγιών στους φοιτητές, για δραστική αύξηση των διδάκτρων και περικοπή των κονδυλίων για έρευνα, οδήγησαν τους μεν φοιτητές στην κινητοποίηση και τη ριζοσπαστικοποίηση, το δε κράτος στην καταστολή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα γεγονότα της 26ης Μαΐου στο Πανεπιστήμιο «Αχμαντού Μπέλλο» της Νιγηρίας, όπου σε μια ειρηνική διαδήλωση που έγινε μια βδομάδα πριν την άφιξη κάποιων αξιωματούχων του ΔΝΤ και της ΠΤ στην χώρα, η αστυνομία εισέβαλε στην πανεπιστημιούπολη πυροβολώντας φοιτητές και αμέριμνους επισκέπτες. Κυνήγησε τους φοιτητές στις φοιτητικές εστίες και στα γειτονικά χωριά όπου βρήκαν καταφύγιο, σκοτώνοντας 40 και τραυματίζοντας πολλούς περισσότερους. Η σφαγή ωστόσο δεν σταμάτησε τις κινητοποιήσεις, που συνεχίστηκαν τις επόμενες μέρες με μπλόκα στους δρόμους και επιθέσεις σε κυβερνητικά κτήρια και φυλακές, κατά τις οποίες ελευθερώθηκαν εκατοντάδες φυλακισμένοι. Από τότε οι κινητοποιήσεις εναντίον του ΔΝΤ εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη τη Νιγηρία, με αποκορύφωμα τις εξεγέρσεις του Ιουνίου του 1989 στις κυριότερες πόλεις του νότου της χώρας, όπου πάλι, πλήθη φοιτητών, γυναικών και ανέργων έκαψαν κάποια κυβερνητικά κτήρια, εισέβαλαν στις φυλακές ελευθερώνοντας εκατοντάδες φυλακισμένους και απαλλοτρίωσαν τα τρόφιμα από τα κελάρια των φυλακών, τα οποία διένειμαν στη συνέχεια στα νοσοκομεία (όπου οι ασθενείς λιμοκτονούν συνήθως, αν δεν προνοήσουν οι ίδιοι για το φαγητό τους!). Περισσότεροι από 400 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, τις ίδιες μέρες που στη μακρινή Κίνα διαδραματίζονταν τα γεγονότα της πλατείας Τιέν Αν Μεν, χωρίς ωστόσο να γραφτεί μια αράδα ή να αφιερωθεί ένα λεπτό στα ΜΜΕ των ΗΠΑ, ενώ η Ευρώπη αποδείχθηκε περισσότερο γενναιόδωρη, αφιερώνοντας κάποιες γραμμές στις πίσω σελίδες των εφημερίδων!
Τον Δεκέμβριο του 1988, κυβερνητικές στρατιωτικές δυνάμεις του τότε Ζαΐρ (σημερινό Κονγκό) άνοιξαν πυρ εναντίον ενός πλήθους γυναικών που διαμαρτύρονταν για τα διαρθρωτικά προγράμματα του ΔΝΤ. Τον Φεβρουάριο του 1989 πολλοί μαθητές και φοιτητές σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν από την αστυνομία στο Πανεπιστήμιο της Κινσάσα μετά από διαμαρτυρίες για την άνοδο των τιμών στις συγκοινωνίες, που κατέληξαν στην κατάληψη ενός κυβερνητικού λεωφορείου από φοιτητές. Στην Γκάνα, επίσης, οι συγκρούσεις των φοιτητών με το κράτος μπήκαν στην ημερήσια διάταξη από τότε που άρχισε η υλοποίηση των προγραμμάτων του ΔΝΤ και της ΠΤ.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, οι αγώνες κατά των πολιτικών του ΔΝΤ και της ΠΤ έφεραν στην ήπειρο την πτώση πολλών κυβερνήσεων. Λόγω της έλλειψης, ωστόσο, οποιασδήποτε ιδιαίτερης οργανωτικής και ιδεολογικής συγκρότησης των καταπιεσμένων, τα κόμματα που αντικατέστησαν τις κυρίαρχες ελίτ διατήρησαν αναλλοίωτο το σύστημα καταπίεσης.

Αγώνες σε έναν αυξανόμενα δικτυωμένο κόσμο

Από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1990 το παγκόσμιο σκηνικό των κοινωνικών κινημάτων έχει αλλάξει, με την ανάδυση ενός νέου υπερεθνικού κινήματος, που άλλοι ονομάζουν «κίνημα ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση», άλλοι «αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα», κάποιοι ευρωπαίοι «κίνημα εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης» και κάποιοι άλλοι, προερχόμενοι συνήθως από τις ΗΠΑ, «κίνημα παγκόσμιας δικαιοσύνης». Όταν στις 30 Νοεμβρίου του 1999 –μέρα της επίσημης έναρξης της συνόδου του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου στο Σιάτλ των ΗΠΑ– οι εκπρόσωποι του διεθνούς καπιταλισμού βρέθηκαν αντιμέτωποι με 40.000 ακτιβιστές πολλών και ποικίλων οργανώσεων και κινημάτων που διαδήλωναν εναντίον της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, αρκετοί ακτιβιστές και αναλυτές έκαναν λόγο για το άνοιγμα ενός νέου συγκρουσιακού κύκλου.
Το νέο παγκοσμιοποιημένο κινηματικό περιβάλλον έδωσε σημαντική ώθηση στα σύγχρονα κοινωνικά κινήματα της Αφρικής και πρόσφερε μια βάση αναφοράς για τους ακτιβιστές που ένιωθαν ιδεολογικά μετέωροι ή απογοητευμένοι από τη δεξιά στροφή των κυβερνήσεών τους –όπως στην περίπτωση της Νότιας Αφρικής –, παρόλο που, όπως είδαμε πιο πάνω, οι αγώνες εναντίον των διεθνών οικονομικών οργανισμών διεξάγονταν στην Αφρική από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, πολύ πριν την περίφημη «μάχη του Σιάτλ».
Οι αγώνες αυτοί, σε συνάρτηση με το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, δείχνουν ότι το τελευταίο δεν αφορά –όπως συχνά το κατηγορούν– μια χούφτα ευημερούντων δυτικών μόνο, αλλά έναν αγώνα ζωής και θανάτου που γίνεται ολοένα και πιο επιτακτικός, λόγω των επιπτώσεων των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και πρακτικών. Εντούτοις, η σχέση αυτή ανέδειξε μια σοβαρή αδυναμία των αφρικανικών αγώνων στους οποίους αναφερθήκαμε: παρ’ όλο που στην Αφρική υπάρχει –και υπήρχε πάντα– μια πληθώρα αντιστάσεων που αφορούν καθημερινά και τοπικά προβλήματα (στέγη, γη, AIDS, εκπαίδευση, υγεία, πρόσβαση σε νερό και ηλεκτρικό ρεύμα κτλ.), αυτές, αφενός αποτελούσαν νησίδες που δεν επικοινωνούσαν και δεν δικτυώνονταν μεταξύ τους και, αφετέρου, δεν είχε μέχρι προσφάτως γίνει οποιαδήποτε προσπάθεια να συνδεθούν με τα παγκόσμια προβλήματα.
Οι σύγχρονες κινηματικές θεωρίες μάς διδάσκουν ότι τόσο οι άρτιες οργανωτικές δομές όσο και οι πολιτικές ευκαιρίες παραμένουν ανεκμετάλλευτες αν δεν υπάρχουν κατάλληλα ερμηνευτικά μοντέλα για να δώσουν νόημα στις διεκδικήσεις. Αν δεν πλαισιώνεται δηλαδή η πραγματικότητα έτσι ώστε να αναδεικνύει τη σύνδεση μιας σειράς επιφανειακά ασύνδετων γεγονότων με κάποια συγκεκριμένα φαινόμενα, τότε μένει χωρίς νόημα η συμπόρευση στο ίδιο κίνημα του αγρότη από την Ινδία με τον εργάτη από την Αγγλία, αφού δεν θα είναι σε θέση να κατανοήσουν ότι πρόκειται για το ίδιο φαινόμενο (π.χ. ο νεοφιλελευθερισμός) που στερεί στον ένα τον σπόρο του και τον εξαναγκάζει να αγοράζει το «δικαίωμα» στη χρήση του, και στον άλλον ένα αξιοπρεπή μισθό και την ελάχιστη κοινωνική προστασία. Οι αγώνες των δεκαετιών ’80 και ’90, τόσο στις πλούσιες χώρες του Βορρά όσο και στις φτωχές του Νότου, πέτυχαν να θέσουν το ζήτημα των επιζήμιων πολιτικών των διεθνών καπιταλιστικών κέντρων για τους πληθυσμούς και το περιβάλλον, αλλά μόνο στα μέσα της δεκαετίας του ’90 είχε επιτευχθεί η σύνδεση μια σειράς οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών προβλημάτων με τις εξελίξεις στη διεθνή πολιτική οικονομία. Η ολοένα πιο σθεναρή και εκτεταμένη κριτική που εισέπραττε το νεοφιλελεύθερο μοντέλο έδωσε τη δυνατότητα για τη δημιουργία κινηματικών δικτύων και οργανώσεων στις χώρες του Νότου. Παράλληλα, οι ακτιβιστές των χωρών αυτών απέκτησαν επικοινωνία μέσω του διαδικτύου με οργανώσεις του Βορρά, και καθιερώθηκαν συνδιασκέψεις και συναντήσεις όπου συζητούνταν οι εμπειρίες της κάθε πλευράς, αναπτύσσονταν στρατηγικές αντιμετώπισης της νεοφιλελεύθερης επέλασης και, κυρίως, ευθυγραμμίζονταν μεταξύ τους τα διαφορετικά τοπικά μοντέλα συλλογικής δράσης.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να ειδωθεί και η ανάδυση των νέων δικτύων στην Αφρική. Το Μάη του 1999 υπογράφτηκε στη Λουσάκα της Ζάμπια μια διακήρυξη από κινήματα και οργανώσεις σε ολόκληρη την ήπειρο που αγωνίζονται για το ζήτημα του χρέους. Το Αφρικανικό Δίκτυο για το Εμπόριο δραστηριοποιείται εναντίον της νομοθεσίας για το ελεύθερο εμπόριο με τις ΗΠΑ, γνωστής ως Νομοθετικής Πράξης για την Ανάπτυξη και τις Ευκαιρίες στην Αφρική. Τα μέλη του δεσμεύονται να πιέσουν τις κυβερνήσεις των χωρών τους να αρνηθούν τα νομοθετικά αυτά μέτρα. Παρόμοια δουλειά κάνει και το Δίκτυο για την Ενότητα των χωρών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού, σε σχέση με τις συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια καλά οργανωμένη αντικαπιταλιστική εκστρατεία στον Μαυρίκιο π.χ., ετοίμαζε μια μεγάλη διαμαρτυρία με αφορμή την επικείμενη επίσκεψη του προέδρου Μπους το 2003 για την προώθηση του ελεύθερου εμπορίου, η οποία όμως ακυρώθηκε λόγω της προετοιμασίας του πολέμου στο Ιράκ. Οι οργανώσεις και τα κινήματα που συμμετέχουν στα πιο πάνω δίκτυα ήταν οι βασικοί πρωταγωνιστές, από την πλευρά της Αφρικής, που πέτυχαν τον τορπιλισμό της συμφωνίας στη σύνοδο κορυφής του ΠΟΕ στο Σιάτλ, παρά τις προσπάθειες –με περισσό νεοφιλελεύθερο ζήλο– της Νοτίου Αφρικής να υπάρξει συμφωνία. Περιβαλλοντικά δίκτυα έχουν συνδέσει τους αγώνες στη Νότια Αφρική με αυτούς στην υπόλοιπη ήπειρο πάνω σε ζητήματα όπως η συμβολή της Νοτίου Αφρικής στην υπερθέρμανση του πλανήτη, τα τοξικά απόβλητα, οι αποζημιώσεις για ασθένειες στους εργάτες των μεταλλείων αμιάντου, τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα κτλ. Τον Ιανουάριο του 2002 πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά το Αφρικανικό Κοινωνικό Φόρουμ (ΑΦΚ) στο Μπαμακό του Μαλί, με το σύνθημα Μια άλλη Αφρική είναι εφικτή. Ακολούθησε το ΑΚΦ στην Αιθιοπία, το 2003, και στη Ζάμπια το 2004. Επιπρόσθετα, έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα 25 εθνικά κοινωνικά φόρουμ και αρκετά περιφερειακά και θεματικά. Το ΑΚΦ καταδίκασε ξεκάθαρα τόσο τις πολιτικές του ΔΝΤ και της ΠΤ όσο και τις προσπάθειες του εγχώριου ιμπεριαλισμού, όπως το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα Νέα Σύμπραξη για την Ανάπτυξη της Αφρικής (NEPAD), που εκπονήθηκε από τους προέδρους της Νοτίου Αφρικής, της Νιγηρίας και της Αλγερίας, και το οποίο χρησιμοποιείται ουσιαστικά ως όχημα για να ανοίξει η ήπειρος στο νοτιοαφρικανικό κεφάλαιο.
Το αξιοσημείωτο με τα πιο πάνω δίκτυα δεν είναι τόσο η ριζοσπαστικότητα τους σε ιδεολογικό επίπεδο σε σχέση με τα θέματα που διαπραγματεύονται, αλλά το γεγονός ότι δεν εργάζονται αποκλειστικά με δίκτυα Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, επιλέγοντας να στηρίζουν ολοένα και περισσότερο τη δουλειά τους σε κινήματα βάσης και σε συγκρουσιακές μορφές δράσης. Αυτό είναι σημαντικό σε μια ήπειρο όπου η λεγόμενη κοινωνία των πολιτών, περισσότερο ίσως από οπουδήποτε αλλού, «έπεσε» στην παγίδα των νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών, και όπου η ανάδυση των αναπτυξιακών ΜΚΟ είχε στενή συνάρτηση με τα σχέδια των διεθνών οργανισμών για συρρίκνωση των αφρικανικών κρατών. Σε αυτή την κατεύθυνση, πολλές ΜΚΟ στην Αφρική μετατράπηκαν σε βολικό εργαλείο για τη μεταφορά λειτουργιών κοινωνικής μέριμνας από τον κρατικό τομέα στις διάφορες οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, για τη μετατροπή δηλαδή κεκτημένων θεσμοθετημένων δικαιωμάτων σε υπηρεσίες που παρέχονται από ιδιώτες… Έτσι δεν πρέπει να μας εντυπωσιάζει το γεγονός ότι, ήδη μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90, διάφορες ΜΚΟ είχαν εμπλακεί σε περισσότερα από τα μισά προγράμματα της Παγκόσμιας Τράπεζας, ενώ σε προγράμματα που αφορούσαν βασική ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, διατροφή και πληθυσμιακό έλεγχο, τα ποσοστά ανερχόταν στα τέσσερα πέμπτα. Δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι η δυναμική της αφρικανικής κοινωνίας των πολιτών, με εξαίρεση τα δίκτυα που αναφέραμε πιο πάνω και τα κινήματα βάσης, σε μεγάλο βαθμό διοχετεύεται από κέντρα που με κανένα τρόπο δεν βρίσκονται σε προοπτική σύγκρουσης με το νεοφιλελευθερισμό.
Αλλά ας ρίξουμε μια ματιά σε δύο από τις σημαντικότερες εκστρατείες που λαμβάνουν χώρα τα τελευταία χρόνια στην Αφρική και σχετίζονται με τα πιο πάνω δίκτυα.

Εκστρατεία για το AIDS

Από τα 42 εκατομμύρια ατόμων που είναι μολυσμένα με τον ιό του AIDS παγκοσμίως, τα 30 ζουν στην υποσαχάρια Αφρική, ενώ 12 εκατομμύρια παιδιά έχουν μείνει ορφανά στην ήπειρο λόγω της πανδημίας. Όταν στα μέσα του 2000 προσφέρθηκε από τις ΗΠΑ δάνειο ύψους ενός δις δολαρίων στις αφρικανικές χώρες ώστε να εισαγάγουν αντιρετροϊκά φάρμακα για την αντιμετώπιση του ιού του AIDS, οι Αφρικανοί πρότειναν, μέσα από οργανωμένα δίκτυα και κινήματα βάσης (ιδιαίτερα το κίνημα Treatment Action Campaign της Νότιας Αφρικής), την απόρριψη της προσφοράς, και εισηγήθηκαν την εισαγωγή παρόμοιων φαρμάκων από την Ταϊλάνδη, την Ινδία και τη Βραζιλία, στο 5% της τιμής των αντίστοιχων που προωθούν οι ΗΠΑ. Όταν η κυβέρνηση της Νοτίου Αφρικής επιχείρησε να υλοποιήσει την πρόταση, 39 φαρμακευτικές εταιρίες (γνωστές ως Big Pharma) που εκπροσωπούνταν από την Ένωση Φαρμακευτικών Εταιριών προσέφυγαν εναντίον της, με το αιτιολογικό ότι παραβίαζε το νόμο του ΠΟΕ περί ευρεσιτεχνίας. Μετά από δυναμικές κινητοποιήσεις οργανώσεων που δραστηριοποιούνται στο θέμα του AIDS, οι φαρμακευτικές εταιρίες απέσυραν την αγωγή, και έτσι η Νότια Αφρική μπορεί να αγοράζει φθηνότερα φάρμακα από χώρες στις οποίες η τιμή τους δεν επιβαρύνεται από δικαιώματα ευρεσιτεχνίας . Ο αγώνας εναντίον της Big Pharma είναι ίσως ένας από τους πιο σημαντικούς στην πρόσφατη ιστορία των αντιστάσεων στην Αφρική, επειδή ανάγκασε τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας να αντιμετωπίσει το θέμα της προστασίας των πατεντών στα φάρμακα.
Το Παναφρικανικό Κίνημα για το AIDS (PATAM) είναι ένα σχήμα-ομπρέλα που συμπεριλαμβάνει δίκτυα, οργανώσεις και κινήματα που δραστηριοποιούνται στο ζήτημα της εξασφάλισης φθηνών φαρμάκων για το AIDS στις χώρες της Αφρικής. Μια από τις προσπάθειές του είναι να συνδέσει το AIDS με μια σειρά διαφορετικών ζητημάτων, όπως για παράδειγμα οι ρυθμίσεις στο παγκόσμιο εμπόριο και οι επιπτώσεις τους στη διαθεσιμότητα των φαρμάκων. Το κίνημα συνεργάζεται με οργανώσεις στη Βραζιλία –μια από τις χώρες που παράγουν φθηνά αντιρετροϊκά φάρμακα–, οι οποίες αγωνίζονται κατά των Συμφωνιών Ελεύθερου Εμπορίου με τις ΗΠΑ (FTA’s), συμφωνίες που στερούν στις φτωχές χώρες τη δυνατότητα να προμηθεύονται φθηνά φάρμακα.
Το TAC, το κίνημα για τη θεραπευτική αγωγή ατόμων που είναι φορείς του HIV/AIDS στη Νότια Αφρική, το οποίο πρωτοστάτησε στην εκστρατεία εναντίον της «Big Pharma», χρησιμοποιεί ένα σύνολο δράσεων παθητικής αντίστασης, διαδηλώσεων και δικαστικών διαμαχών για να πετύχει τους στόχους του. Τα στελέχη του κινήματος δεν διέπονται από ιδιαίτερα ριζοσπαστικές απόψεις· ο γραμματέας του, μάλιστα, είναι πιστό μέλος του Αφρικανικού Κογκρέσου, ενώ το ίδιο το κίνημα έχει στενές σχέσεις με την COSATU. Παρ’ όλα αυτά δεν δίστασε να συγκρουστεί με τη κυβέρνηση, καταθέτοντας αγωγή εναντίον της –την οποία και κέρδισε– για την απόφασή της να μην παράσχει φάρμακα σε έγκυες γυναίκες με HIV, με το αιτιολογικό ότι το τελευταίο δεν σχετίζεται άμεσα με τον ιό του AIDS!
Οι συμμαχίες που διατηρεί το TAC σε παγκόσμιο επίπεδο –με προεξάρχουσα τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα του Βελγίου– αποτέλεσαν τον καθοριστικότερο παράγοντα άσκησης πίεσης, τόσο προς τις φαρμακευτικές εταιρίες όσο και προς την κυβέρνηση της Πραιτόρια, αφού η αρνητική, σε ΗΠΑ και Ευρώπη, δημοσιότητα για οποιαδήποτε φαρμακευτική εταιρία λόγω των δραστηριοτήτων της στην Αφρική, αποτελεί αναμφισβήτητα ένα ισχυρό όπλο στα χέρια των ακτιβιστών. Μέσα στο πλαίσιο των αντιφάσεων, ωστόσο, που συναντώνται συχνά σε τέτοια κινήματα, βλέπουμε ότι οι συμβιβασμοί που έχει κάνει κατά καιρούς το TAC αντιμετωπίστηκαν επικριτικά ακόμα και από τους διεθνείς του συμμάχους, παρ’ όλο που οι βόρειες οργανώσεις –ειδικά όταν πρόκειται για μεγάλες ΜΚΟ – πιέζουν συνήθως προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν της ριζοσπαστικοποίησης των κινημάτων.



Εκστρατεία για το χρέος και τις ιστορικές αποζημιώσεις

Το χρέος των αφρικανικών χωρών ανέρχεται σήμερα στα $300 δις και συνεχίζει να αυξάνεται κατά $20 δις τον χρόνο. Παρ’ όλο που η Αφρική πλήρωσε δύο φορές την αξία αυτού του χρέους κατά την περίοδο 1980-1996, βρίσκεται σήμερα τρεις φορές περισσότερο χρεωμένη από ό,τι ήταν το 1980! Οι επιπτώσεις ενός τόσο μεγάλου χρέους είναι, μεταξύ άλλων, η διαρροή τεράστιων ποσών του κοινωνικού πλεονάσματος για πληρωμή αποκλειστικά των τόκων και η εξαναγκαστική υπακοή στους νεοφιλελεύθερους όρους του ΔΝΤ και της ΠΤ.
Η εκστρατεία για το ζήτημα του χρέους είναι αρκετά εκτεταμένη στην Αφρική και εστιάζεται κυρίως στην απαίτηση για άμεση διαγραφή του, για απάλειψη των όρων του ΔΝΤ και της ΠΤ, και για αποζημιώσεις που αφορούν αφαίρεση ζωής, στέρηση ελευθερίας και υφαρπαγή ιδιοκτησίας κατά την εποχή της δουλείας και της αποικιοκρατίας. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η τελευταία διεκδίκηση, από τη σκοπιά της οποίας οι πραγματικοί οφειλέτες δεν είναι οι αφρικανικές χώρες, αλλά τα κράτη και οι εταιρίες που επωφελήθηκαν τόσο από τη δουλεία όσο και από την αποικιοκρατία. Διότι, αν συμφωνούσαμε με το επιχείρημα του νεοφιλελευθερισμού ότι κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα είναι εμπορευματοποιήσιμη, τότε η απλήρωτη εργασία, η κλεμμένη γη και οι φυσικοί πόροι, η στέρηση της ελευθερίας και πολλά άλλα, θα συνέθεταν ένα οικονομικό πακέτο που, αν έπρεπε να πληρωθεί, θα οδηγούσε σε πτώχευση τις χώρες της Δύσης… Το αίτημα για αποζημιώσεις, εκτός από ηθική, έχει και νομική βάση καθώς και πολλά προηγούμενα: οι Εβραίοι έλαβαν 60 δις δολάρια για τα εγκλήματα των Ναζί στο Ολοκαύτωμα, η Ιαπωνία 1,2 εκατομμύρια για τις 120.000 Γιαπωνέζων που οι ΗΠΑ έκλεισαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια του Β΄Π.Π., οι ιθαγενείς της Βορείου Αμερικής 1,3 δις από τις ΗΠΑ και 1,5 από τον Καναδά, κ.ο.κ.
Το πρώτο παναφρικανικό συνέδριο για τις αποζημιώσεις πραγματοποιήθηκε στη Νιγηρία το 1993 από μια οργάνωση που λεγόταν Group of Eminent Per-sons (ομάδα επιφανών ατόμων), η οποία συστάθηκε από την Αφρικανική Ένωση (τότε Οργάνωση για την Αφρικανική Ενότητα) και από την κυβέρνηση της Νιγηρίας. Το 1999, ένα συνέδριο (Truth Commission Conference) που απαρτιζόταν από μέλη 9 αφρικανικών χωρών (ΗΠΑ, ΜΒ και 3 χώρες της Καραϊβικής), τις υπολόγισε στο αστρονομικό ποσό των 777 τρις δολαρίων. Το θέμα τέθηκε και στο Παγκόσμιο Συνέδριο κατά του ρατσισμού του ΟΗΕ, που έγινε το 2001 στο Ντουρμπάν, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Πολλές αφρικανικές χώρες είχαν τότε υποστηρίξει το αίτημα σε επίπεδο κρατών, αλλά ελλείψει πραγματικής πολιτικής βούλησης το ζήτημα δεν προχώρησε. Μέχρι το 2003, το GEP είχε ελάχιστη επιτυχία στη συγκρότηση ενός κινήματος για τις αποζημιώσεις, πέρα από την όλη ρητορική. Κάποιες ΜΚΟ που δραστηριοποιούνταν στο θέμα της διαγραφής του χρέους υποστήριξαν το αίτημα, αλλά μόνο λεκτικά.
Σήμερα ωστόσο το θέμα τίθεται ξανά από οργανώσεις και κινήματα βάσης στην Αφρική, συζητιέται σε κάθε Αφρικανικό και Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ και συνδέεται με άλλες εκστρατείες και δίκτυα τόσο παναφρικανικά, όπως αυτό για το AIDS και το ελεύθερο εμπόριο, όσο και διεθνή, όπως η εκστρατεία Ιωβηλαίο 2000. Αυτά επιτρέπουν κάποια αισιοδοξία· το κίνημα περιέχει όλα τα συστατικά της επιτυχίας: παναφρικανική και παγκόσμια δικτύωση, σύνδεση με άλλα ζητήματα και καυτά προβλήματα της ηπείρου, στέρεη νομική θεμελίωση, συμμετοχή των κινημάτων βάσης και ριζοσπαστικότητα των διεκδικήσεων.



Ιωσηφίνα Ιακωβίδου


Πηγές:

Bond, Patrick, Embryonic African Anti-capitalism, 2003.

Federici, Silvia, The Debt Crisis, Africa and the New Enclosures, 1990.

Friedman, Steven and Shauna Mottiar, A Moral to the Tale: The Treatment Action Campaign and the Politics of HIV/AIDS, 2004.

Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΑΝΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ Τα ιδεολογικά ρεύματα της υποσαχάριας Αφρικής την περίοδο της αποαποικιοποίησης

Η περίοδος του αντιαποικιακού αγώνα και της αποαποικιοποίησης είναι ίσως η πλέον σημαντική της νεώτερης ιστορίας της υποσαχάριας Αφρικής. Σε αυτήν ένα μοντέλο πολιτικής οργάνωσης (αυτό που επέβαλε η αποικιοκρατία και ο ιμπεριαλισμός) καταρρέει, και (όπως η κυρίαρχη ιστοριογραφία υποστηρίζει), επιχειρείται η συγκρότηση ενός αντίστοιχου εναλλακτικού, που φιλοδοξεί να επαναθεμελιώσει τις τοπικές κοινωνίες σε όλα τα επίπεδα. Η διαδικασία αυτή δεν γίνεται σε ιδεολογικό κενό, αντίθετα ένα σύνολο από καινοτόμα ιδεολογικά ρεύματα, έχοντας ως φορέα αστικά κυρίως στρώματα και πολιτικές ελίτ, διατρέχουν από άκρου εις άκρον την ήπειρο και θέτουν τις βάσεις της μετέπειτα πορείας της.

Τα προαποικιακά κοσμοείδωλα.

Σημαντικό για την ανάδειξη της καινοτομίας των νέων ρευμάτων είναι μια συνοπτική αναφορά στα προαποικιακά κοσμοείδωλα που κυριαρχούν στον χώρο της υποσαχάριας Αφρικής. Με τον κίνδυνο της γενίκευσης και των πολιτισμικών στρεβλώσεων (σε άλλα κείμενα του αφιερώματος αναπτύσσονται κριτικές για το πώς η δυτική σκέψη κατασκευάζει στερεοτυπικά ερμηνευτικά σχήματα, μόνο και μόνο για να επιβεβαιώσει την εικόνα που έχει για τον εαυτό της διαμέσου της αντιπαραβολής της με τον κατασκευασμένο ¨Άλλο¨), μπορεί να υποστηριχθεί ότι η προαποικιακή υποσαχάρια Αφρική κυριαρχείται από αγροτοκτηνοτροφικούς πολιτισμούς της σπάνης και της αυτοκατανάλωσης, καθοριζόμενους λίγο ως πολύ από γεωγραφικές – περιβαλλοντικές συνθήκες . Παραγωγική μονάδα είναι η πυρηνική οικογένεια, ενώ τομείς όπως οι κατασκευές και το εμπόριο δεν έχουν την έκταση εκείνη που θα τους επέτρεπε να παρέμβουν διαρθρωτικά στην οικονομική πραγματικότητα. Η πολιτική οργάνωση είναι ιδιότυπη (υπάρχουν θεωρίες που μιλούν για κοινωνίες χωρίς εξουσία), ενώ η νοηματοδότηση του υποκειμένου εξαντλείται στο επόμενο επίπεδο συλλογικότητας από την πυρηνική οικογένεια που είναι η φυλή (και σε αυτό το σημείο υπάρχουν πολλές αμφισβητήσεις οι οποίες παρουσιάζονται σε άλλα κείμενα του παρόντος αφιερώματος). Η αποικιοκρατία αρχικά και ο ιμπεριαλισμός κατόπιν, εισήγαγαν πραγματικά ριζοσπαστικές αλλαγές στην κοινωνικοπολιτική οργάνωση της περιοχής. Πέραν του δουλεμπορίου, (το πρόβλημα του οποίου δεν ήταν η έκταση αλλά οι έριδες που διέσπειρε μεταξύ των φυλών), το κύριο εγχείρημα των δυτικών μητροπόλεων ήταν η περιφερειοποίηση της περιοχής, η ένταξή της δηλαδή -με ιδιαίτερα άνισους όρους- στον οικονομικό σχεδιασμό των μητροπολιτικών αστικών τάξεων, κάτι που απαιτούσε τον μετασχηματισμό των αυτοκαταναλωτικών κοινωνιών σε ανταλλακτικές. Το εγχείρημα είχε επιτυχία όσον αφορά την αρπαγή φυσικών πόρων, και αξιοσημείωτα αποτελέσματα όσον αφορά τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Εμφανίστηκαν πόλεις (στα δυτικά κυρίως παράλια), οι οποίες διεκπεραίωναν το αποικιακό εμπόριο (εξαγωγή πρώτων υλών προς τη μητρόπολη, εισαγωγή βιομηχανικών προϊόντων από αυτήν) παράλληλα με μια στοιχειώδη βιομηχανική δραστηριότητα. Επιπλέον μέσα σε αυτές εμφανίστηκαν νέα κοινωνικά υποκείμενα, όπως αστικές και εργατικές τάξεις, τεχνίτες, ελεύθεροι επαγγελματίες, καθώς και ιδιωτική και κρατική υπαλληλία (από τις κρατικές δομές που προσπάθησαν να συγκροτήσουν οι αποικιακές διοικήσεις). Ωστόσο το εγχείρημα συγκρότησης μιας εξαρτημένης εμπορευματικής οικονομίας ποτέ δεν ολοκληρώθηκε για το σύνολο της περιοχής. Η αγροτοκτηνοτροφική ενδοχώρα, παρόλη την ανταλλαγή προϊόντων με τις πόλεις, παρέμεινε στην παραγωγή προϊόντων προς άμεση και ίδια κατανάλωση (αξιών χρήσης δηλαδή), με κέντρο τις μικροκαλλιεργητικές οικογένειες. Ο Arrighi υποστηρίζει ότι η αποδέσμευση των αγροτών από τη γη τους και η μετατροπή τους σε ελεύθερη εργατική δύναμη ποτέ δεν συνέβη , με αποτέλεσμα να διατηρείται το μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας σε μια περίπου κολεκτιβιστική οικονομική οργάνωση και στο αντίστοιχο με αυτήν πολιτισμικό εποικοδόμημα (οικογένεια σαν βιωματικός χώρος, φυλή σαν φορέας νοηματικής θέσμισης, και σχετική με αυτές κουλτούρα και θρησκεία που συμβολοποιούν τα -ρητά και άρρητα- χαρακτηριστικά των δύο πρώτων).

Τα πολιτικά υποκείμενα – φορείς των αντιαποικιακών αντιλήψεων.

Στην περίοδο λοιπόν που αναπτύσσονται οι αντιιμπεριαλιστικές αντιλήψεις, η υποσαχάρια Αφρική αποτελείται από ένα κράμα δύο κοινωνικών σχηματισμών με χαλαρή σχέση μεταξύ τους. Αφ’ ενός η ύπαιθρος που παραδοσιοκρατείται, και αφ΄ ετέρου οι πόλεις που περιλαμβάνουν νεωτερικές δραστηριότητες και νεωτερικά κοινωνικά υποκείμενα. Ο κόσμος των τελευταίων είναι ένας κόσμος όπου ένας εξωτερικός παράγοντας (οι επιβαλλόμενοι από τη μητρόπολη θεσμοί οικονομικής εκμετάλλευσης και πολιτικής εξουσίας), καθορίζουν τις επιτόπου σχέσεις. Το στοιχείο αυτό θα αποτελέσει τον άξονα γύρω από τον οποίο θα συγκροτήσουν τα υποκείμενα των πόλεων μια αφρικανικού τύπου νεωτερική συνείδηση, απεμπολώντας ή παραφράζοντας άλλα στοιχεία συγκρότησης συνείδησης, όπως οι ταξικές αντιθέσεις. Την τελική και ρητή έκφραση της θέλησης αυτής (τη διατύπωση του πολιτικού λόγου δηλαδή), θα αναλάβουν κατά μία έννοια, είτε διάφορες πολιτικές οργανώσεις (με μικρή πάντα επιρροή), είτε μεμονωμένες προσωπικότητες, είτε διάφορες ελίτ. Σημαντικό είναι ότι όλοι οι προαναφερόμενοι έχουν μικρή ή μεγάλη σχέση με τον εξωτερικό της Αφρικής χώρο. Είτε ως διωκόμενοι λόγω της πρώιμης αντιαποικιακής τους δράσης, είτε ως μέλη της Αφρικανικής διασποράς, έρχονται σε επαφή με τις πολιτικές αντιλήψεις που κυκλοφορούν στις δυτικές μητροπόλεις της Ευρώπης, στις ΗΠΑ, αλλά και στον κόσμο του (λεγόμενου) υπαρκτού σοσιαλισμού. Η επαφή αυτή είναι καθοριστική, καθώς θα αποτελέσει το στοιχείο εκείνο που σε πρώτη φάση θα συγκροτήσει τον πολιτικό τους λόγο, ο οποίος όμως με το πέρασμα του χρόνου και τη συνδιαλλαγή του με την Αφρικανική πραγματικότητα, θα μετασχηματιστεί ριζικά, καταλήγοντας σε ιδεολογικά υβρίδια.

Η ριζοσπαστικότητα και ο υβριδικός χαρακτήρας των ιδεολογικών ρευμάτων.

Με βάση το περιεχόμενο τους τα ιδεολογικά ρεύματα μπορούν να χωριστούν σε τρείς κατηγορίες. Αρχικά είναι εκείνα που μπορούν να χαρακτηριστούν ως αντιλήψεις συντηρητικής επαναθεμελίωσης (σε φυλετική ή θρησκευτική βάση). Κατά δεύτερον εκείνα που έχουν νεωτερικό χαρακτήρα και ριζοσπαστικό κοινωνικό περιεχόμενο. Τρίτον τα επίσης νεωτερικής κοπής, αστικοδημοκρατικά.
Στην πρώτη κατηγορία μπορεί να καταταχθεί το πρώτο χρονικά ιδεολογικό ρεύμα που εμφανίζεται. Είναι αυτό του αφρικανικού εθνικισμού στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Το ρεύμα αυτό θεωρεί το σύνολο των μαύρων κατοίκων, όχι μόνο της αφρικανικής ηπείρου αλλά και των απομακρυσμένων λόγω δουλεμπορίου πληθυσμών, ως ενιαία συλλογικότητα, η οποία βρίσκεται υπό φυλετική κατοχή. Το ζητούμενο για την αντίληψη αυτή είναι η δημιουργία ενός ελεύθερου έθνους που να περιλαμβάνει τους απανταχόθεν μαύρους, αντιτάσσοντας με αυτόν τον τρόπο στον ρατσισμό των λευκών τη φυλετική ενότητα των μαύρων. Το σχετικό κίνημα εμφανίστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα στις ΗΠΑ (όπου και ανακοινώθηκε ο σχηματισμός αφρικανικού έθνους εντός των ΗΠΑ με πρόεδρο τον πρωτεργάτη του κινήματος Τόμας Γκάρβεϋ), απ΄ όπου και εισήχθη στην Αφρική. Η υβριδικότητα και η καινοτομία της αντίληψης αυτής συνίσταται στο ότι προσπαθεί να συλλάβει την έννοια του έθνους (μιας συλλογικότητας η οποία εντάσσει εντός της ανθρώπους που δεν έρχονται σε καθημερινή προσωπική επαφή), με όρους φυλής (μιας συλλογικότητας στην οποία εντάσσονται άνθρωποι που έχουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό άμεση σχέση). Ο αφρικάνικος εθνικισμός στην πρώιμη τουλάχιστον εκδοχή του (όπως τον περιέγραψε ο Γκάρβεϋ) συνοδευόταν από έκδηλο αντιμαρξισμό και έντονη εχθρότητα απέναντι στην (αμερικάνικη τουλάχιστον) αριστερά. Πέραν της φυλετικής ενότητας, δεν ανέδειξε κανένα κοινωνικό ζήτημα και είχε περιορισμένη επιτυχία καθώς η συλλογικότητα η οποία επικαλούταν (το έθνος) δεν κατάφερε ποτέ να γίνει μια έννοια προσιτή όχι μόνο στην προαποικιακή αλλά και στην μετααποικιακή, ακόμα και στην σημερινή Αφρική.
Παράλληλα με τον αφρικανικό εθνικισμό, ο οποίος είχε μια αξιοπρόσεκτη παρουσία στην αρχή του τουλάχιστον, εκδηλώθηκαν και μικρότερα κινήματα συντηρητικής επαναθεμελίωσης, τοπικής όμως εμβέλειας. Τα κινήματα αυτά είχαν θρησκευτικό χαρακτήρα και προέβαλαν μεσσιανικές αντιλήψεις για τις επιδιώξεις τους (για παράδειγμα μια χιλιαστική αίρεση ισχυριζόταν πως ο ερχομός στην Αφρική μιας ομάδας ελεύθερων αμερικάνων μαύρων χιλιαστών θα έφερνε το τέλος του ρατσισμού). Οι περιοχές που εκδηλώνονται τα κινήματα αυτά και διαχέονται οι σχετικές αντιλήψεις, είναι η δυτική Αφρική (ισλαμικά κινήματα) και η κεντρική (χριστιανοί χιλιαστές). Τα κινήματα αυτά καταγγέλλουν κυρίως τον ρατσισμό σαν ασύμβατο με το περιεχόμενο των θρησκειών που ευαγγελίζονται, και δεν καταπιάνονται με την αποικιοκρατία σαν πολιτικό σύστημα. Γενικά δεν εγείρουν πολιτικά αιτήματα, ούτε παρουσιάζουν έντονη κινηματική δράση, περιοριζόμενα στο κήρυγμα του λόγου τους. Όπως και ο αφρικάνικος εθνικισμός, έτσι και οι αντιλήψεις αυτές στις επόμενες δεκαετίες θα σαρωθούν κυριολεκτικά από την ανάπτυξη των αφρικανικού τύπου σοσιαλιστικών αντιλήψεων.
Το τελευταίο ρεύμα που μπορεί να τοποθετηθεί στην κατηγορία των θεμελιωτικών ιδεολογιών είναι αυτό της νεγροσύνης (negritude). Δεν πρόκειται για μια καθαρή πολιτική ιδεολογία από την οποία μπορεί να εξαχθεί άμεσα κάποιο πολιτικό πρόγραμμα, παρόλα αυτά αποτελεί σημείο αναφοράς για πολλές αντιαποικιακές ιδεολογίες. Πρόκειται για μια προσπάθεια ανάδειξης της αυθεντικότητας και πρωτοτυπίας (όπως υποστηρίζει) των προαποικιακών αφρικανικών πολιτισμών, οι οποίοι είχαν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας (κοινοκτημοσύνη, εξισωτική κοινωνική οργάνωση, έλλειψη αντιθέσεων και συγκρούσεων, κ.α) τα οποία αλώθηκαν από την είσοδο στην ήπειρο της δυτικής νεωτερικότητας . Πρωτοεμφανίζεται στις Γαλλικές αποικίες, σχετικά αργά (1930 και μετά), και αποτελεί απάντηση στην προσπάθεια της πολιτισμικής ενσωμάτωσης (mission civilisatrice) που ιστορικά επιχειρεί ο Γαλλικός ιμπεριαλισμός για τις αποικίες του.
Στο πέρασμα μεταξύ επαναθεμελιωτικών αντιλήψεων και αντίστοιχων κοσμικών με ριζοσπαστικό περιεχόμενο, είναι το ιδεολογικό ρεύμα του Παναφρικανισμού. Εμφανίζεται λίγο μετά τον Αφρικανικό εθνικισμό το 1920 – 1930, στις περιοχές των βρετανικών αποικιών. Η κεντρική του ιδέα (η ενότητα της αφρικανικής ηπείρου) πρωτοεμφανίζεται στα τέλη του 19ου αιώνα, αρκετά πριν από την προαναφερόμενη περίοδο κατά την οποία μετασχηματίζεται σε πολιτική ιδεολογία, ενώ προσπαθεί -¬¬ανεπιτυχώς τελικά- να μετασχηματιστεί σε πολιτισμική ταυτότητα. Ο Παναφρικανισμός μοιάζει με τον αφρικανικό εθνικισμό καθώς επιχειρεί και αυτός να κατασκευάσει μια καινοτόμο συλλογικότητα, διαφέρει όμως με τον τελευταίο όσον αφορά το είδος της. Στον παναφρικανισμό η συλλογικότητα συγκροτείται από τη γεωγραφία (αυτή καταδεικνύει ότι ο Αφρικανικός χώρος είναι ένας ενιαίος σχηματισμός, αδιαφορώντας για τις διαφορετικότητες των πάμπολλων πολιτισμών και των φυλών που περιλαμβάνει), ενώ στον αφρικανικό εθνικισμό συγκροτείται κυρίως από το χρώμα. Διαφέρει επίσης στο ότι αντιμετωπίζει τον ρατσισμό με καθαρά πολιτικά κριτήρια (δεν προβάλλει έντονα την έννοια του φυλετισμού), ενώ παράλληλα αναδεικνύει ένα σύνολο από κοινωνικά ζητήματα. Η καινοτομία του συνίσταται στο ότι, προκειμένου να περιγράψει την προτεινόμενη απ΄ αυτόν Αφρικανική ταυτότητα, είναι υποχρεωμένος να καταφύγει στην οντολογία, στην αναζήτηση δηλαδή ορισμών διαφόρων εννοιών (Αφρική, Αφρικανός) που τις θεωρεί καθολικές (σε αυτό το σημείο μοιάζει με τη νεώτερη δυτική μεταφυσική), κάτι όμως παντελώς ξένο για τους εμπειρικούς αφρικάνικους πολιτισμούς που δεν σχετίζονται με την αφηρημένη σκέψη. Η καινοτομία αυτή αποτέλεσε το λόγο περιορισμού του σε καθαρά πολιτική ιδεολογία (ενότητα των λαών της ηπείρου κατά της αποικιοκρατίας), καθώς δεν κατάφερε να υποδείξει ούτε ένα καθολικό κοινό σημείο για το σύνολο των αφρικανικών πολιτισμών (ο αφρικανικός εθνικισμός έλυνε το πρόβλημα αυτό μιλώντας για κοινό χρώμα). Η προσγείωση αυτή φάνηκε ξεκάθαρα στο 5ο Παναφρικανικό συνέδρια του Μάντσεστερ (1945), όπου η αδυναμία πολιτισμικής θεμελίωσης εξώθησε τους Παναφρικανιστές της περιόδου να εισαγάγουν σοσιαλιστικά χαρακτηριστικά σε αυτόν. Στην ουσία, εικοσιπέντε χρόνια μετά την εμφάνισή του το ρεύμα αυτό δένεται με τον Αφρικανικό σοσιαλισμό (παρακάτω) και μετά τον Β παγκόσμιο πόλεμο μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν ένα και το αυτό.
Ο αφρικανικός σοσιαλισμός είναι σίγουρα το σημαντικότερο ιδεολογικό αντιαποικιακό ρεύμα της υποσαχάριας Αφρικής. Στην ουσία εμφανίζεται στη δεκαετία του ‘40, ωστόσο οι ρίζες του πάνε λίγο πιο πίσω. Ήδη από τον μεσοπόλεμο η ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ είχε προσπαθήσει να αποκτήσει σχέσεις και να βοηθήσει οργανωτικά και υλικά διάφορες αντιαποικιακές ομάδες όπου υπήρχαν, ή να δημιουργήσει πυρήνες εκεί που δεν υπήρχαν. Αυτή η προσπάθεια είχε μια σχετική επιτυχία (στις εργατικές τάξεις και κυρίως στη νεολαία των πόλεων), η οποία βοήθησε τα κινήματα αυτά οργανωτικά και τα μπόλιασε με τις Λενινιστικές αρχές της αυτοδιάθεσης των λαών. Από το 1933 και μετά, παρουσιάστηκαν προβλήματα λόγω της αλλαγής της στάσης της Σοβιετικής Ένωσης, και το μέτωπο που προσπάθησε να συγκροτήσει ενάντια στην Γερμανία με τις αντιφασιστικές αποικιακές χώρες (Γαλλία, Αγγλία). Η μετατροπή των αποικιοκρατών σε συμμάχους διέκοψε τη σχέση αυτή, δημιουργώντας παράλληλα την ανάγκη για ιδεολογικό μετασχηματισμό. Η ανάγκη για μια Αφρικανική μετάφραση/παράφραση του Μαρξισμού, η οποία δεν προέρχεται μόνο από τον προαναφερθέντα λόγο , οδήγησε στην ανάπτυξη του αφρικανικού σοσιαλισμού. Αυτό το ρεύμα σκέψης θεωρεί ότι δεν μπορεί να υπάρχει κανενός τύπου ελευθερία (εθνική, κοινωνική, ατομική), χωρίς οικονομική ανεξαρτησία (στο επίπεδο του κράτους). Ο τρόπος για να επιτευχθεί αυτό στα μελλοντικά απελευθερωμένα κράτη είναι η οικονομική ανάπτυξη, η οποία επιτυγχάνεται κυρίως με την εκβιομηχάνιση. Το οικονομικό μοντέλο που προτείνει είναι η μικτή οικονομία, με παράλληλη κατοχύρωση ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Χαρακτηριστικό του Παναφρικανισμού και του Αφρικανικού σοσιαλισμού ήταν η αποκήρυξη της βίας και η ανάληψη θετικών ενεργειών (απεργίες, πολιτική ανυπακοή, κ.α) σαν μέσο πάλης. Είναι το πρώτο ρεύμα που πέραν της αποαποικιοποίησης αναδεικνύει όχι μόνο οικονομικά, αλλά και κοινωνικά ζητήματα όπως για παράδειγμα η αναβάθμιση της θέσης της γυναίκας, και με αυτή την έννοια είναι και αυτό καινοτόμο. Ο καινοτόμος χαρακτήρας του ενισχύεται από την υβριδική του φύση (μπορεί να θεωρηθεί ως μια σύνθεση παραφρασμένου Λενινισμού με παραφρασμένες διαφωτιστικές αξίες). Αρκετοί από τους μελλοντικούς ηγέτες των ανεξάρτητων αφρικανικών κρατών ήταν οπαδοί του αφρικανικού σοσιαλισμού (και του παναφρικανισμού), με σημαντικότερους τον Νκρούμα της Γκάνας (μπορεί να θεωρηθεί και ο ιδρυτής), τον Νιερρέρε της Τανζανίας, κ.α.

Επίλογος
Η αφρικανική κοινωνία των ησυχαστικών πολιτισμών γνώρισε τρία κύματα εισόδου της δυτικής νεωτερικότητας. Το πρώτο, η αποικιοκρατία, δε κατάφερε παρά μόνο να κουρσέψει τα παράλια. Το δεύτερο, ο Ιμπεριαλισμός προσπάθησε να κάνει όλη την ήπειρο περιφέρεια της δύσης και να εγκαταστήσει νεωτερικούς θεσμούς. Και τα δύο απέτυχαν. Το τρίτο, οι μετααποικιακές κυβερνήσεις, προσπάθησαν να χειραφετήσουν την Αφρική μέσα από την οικονομική ανάπτυξη, μια ανάπτυξη που ανεξάρτητα από τη ρητορική των κυβερνήσεων είχε καπιταλιστικό χαρακτήρα. Μέχρι το 1980 φαίνεται πως κάτι πετύχαιναν. Μετά, ο καλπάζων νεοφιλελευθερισμός κατέστρεψε ότι υπήρχε μέχρι τότε, οδηγώντας την Αφρική σήμερα στη χειρότερη κατάσταση που έχει βρεθεί ποτέ. Για τις πολιτικές επιλογές των μετααποικιακών κυβερνήσεων, μεγάλο ρόλο διαδραμάτισαν οι τρέχουσες αντιλήψεις της περιόδου. Οι προκλητικά καινοτόμες για την Αφρικανική πραγματικότητα ιδέες (ο όρος Αφρικανική νεωτερικότητα είναι ιδιαίτερα δόκιμος), αποτέλεσαν την ιδεολογική βάση για την εξέλιξη αυτή.



Μανώλης Χατήρης

ΟΙ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΥΠΕΥΘΥΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΦΡΙΚΑΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ

Προγράμματα Δομικής Προσαρμογής.

Το μεταπολεμικό παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα πρόβαλλε την οικονομική θεωρία της «ανάπτυξης» και του εκσυγχρονισμού ως μια καθολική θεωρία, που η εφαρμογή της θα οδηγούσε την ανθρωπότητα -με τρόπο βέβαιο και γραμμικό- σε αέναη πρόοδο και ευημερία. Τον πυρήνα της αποτελούσαν σχέδια για ευρείας κλίμακας επενδύσεις στον βιομηχανικό τομέα και σε έργα υποδομής, τα οποία θα υλοποιούσε ένα ισχυρό συγκεντρωτικό κράτος. Με αυτόν τον τρόπο, δινόταν η δυνατότητα στη χώρα να απογειωθεί από μια παραδοσιακή αγροτική οικονομία σε μια «σύγχρονη» βιομηχανική. Το σοβιετικό οικονομικό σύστημα, όπως και το «Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός» του 1958 του Μάο ήταν μια εκδοχή της ίδιας άποψης, πάνω σε αυτόχθονες σοσιαλιστικές γραμμές.

Τα μεταποικιακά έθνη σε γενικές γραμμές αρχικά αποδέχτηκαν αυτή τη συνταγή. Είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν ανάμεσα σε μια δυτικού τύπου οικονομία της αγοράς και ένα μαρξιστικό συγκεντρωτικό μοντέλο σινο-σοβιετικού τύπου. Και οι δύο επιλογές όμως προϋπέθεταν ότι η «ανάπτυξη» ήταν επιθυμητή. Τα δυτικά κράτη ανέλαβαν να υποστηρίξουν την προσπάθεια εκσυγχρονισμού των βιομηχανικά υπανάπτυκτων χωρών με τη χορήγηση δανείων. Όταν όμως, σε πολλές χώρες και ιδιαίτερα στην υποσαχάρια Αφρική ο πλούτος δεν επιτεύχθηκε και ακολούθησε πληθωρισμός και φτώχεια, η στρατηγική αυτή οδήγησε σε κρίση υπερχρέωσης, στην οποία οι χώρες-οφειλέτες κατέληξαν να πληρώνουν περισσότερα σε τόκους από όσα είχαν ποτέ δανειστεί.

Αυτή είναι με λίγα λόγια η ιστορία της αφρικανικής κρίσης μέχρι τα μέσα, περίπου, της δεκαετίας του ’70. Προφανέστατα απουσιάζουν πολλές σημαντικές παράμετροι, που πρέπει να συνεκτιμηθούν για μια ουσιαστική κατανόηση των αιτίων που οδήγησαν σε αυτή. Παρακάτω δίνουμε χώρο σε αριστερούς Αφρικανούς μελετητές, που επιχειρούν την ανατομία της περιόδου.

Ωστόσο, άποψη για το θέμα, είχαν και έχουν οι ίδιοι οι δανειστές. Το 1981 η Παγκόσμια τράπεζα παρουσιάζει την Έκθεση Μπέργκ, η οποία στοιχειοθετεί τη θέση του οργανισμού για την αφρικανική οικονομική κρίση. Προβαίνει σε οξεία κριτική προς τις αφρικανικές κυβερνήσεις. Υπερτιμημένο εθνικό νόμισμα, παραμέληση της αγροτικής οικονομίας, προστατευτική βιομηχανική πολιτική, υπέρμετρη κρατική παρεμβατικότητα συνιστούν αυτά που στο εξής θα ονομάζονται «κακές πολιτικές» και «φτωχή διακυβέρνηση». Σημαντική υποτίμηση του νομίσματος, κατεδάφιση του βιομηχανικού προστατευτισμού, προσανατολισμός του αγροτικού τομέα στις εξαγωγές και πριμοδότηση του ιδιωτικού τομέα έναντι του δημόσιου -όχι μόνο στη βιομηχανία αλλά και στην παροχή υπηρεσιών- υπεδείχθησαν ως «καλές πολιτικές» που μπορούν να διασώσουν την υποσαχάρια Αφρική από τα δεινά της.

Η διάγνωση αυτή δεν έμεινε χωρίς απάντηση. Η οξύτερη αμφισβήτηση ήρθε από τις ίδιες τις αφρικανικές κυβερνήσεις. Στην απόφαση της Συνόδου του Λάγος, η οποία δημοσιεύτηκε την ίδια χρονιά, οι ηγέτες του Οργανισμού Αφρικανικής Ενότητας απέδωσαν την κρίση σε μια σειρά από εξωτερικούς παράγοντες. Ανάμεσά τους, οι επιδεινούμενοι όροι στην αγορά των πρώτων υλών, ο αυξανόμενος προστατευτισμός των δυτικών οικονομιών, η εκτόξευση των επιτοκίων και η χειροτέρευση των όρων εξυπηρέτησης του χρέους. Η λύση, κατά τη γνώμη τους, βρισκόταν όχι στην καλύτερη «αξιοποίηση» των μηχανισμών της παγκόσμιας αγοράς, αλλά στην αποτελεσματικότερη διαχείριση των εθνικών πόρων και την ενίσχυση της αμοιβαίας συνεργασίας των αφρικανικών χωρών. Στο Σχέδιο Δράσης του Λάγος αποτυπωνόταν καθαρά η επίδραση της θεωρίας της εξάρτησης αλλά και η αίσθηση της ισχύος, που τα Αφρικανικά κράτη αντλούσαν από την πρόσφατη ολοκλήρωση της αποαποικιοποίησης. Ούτε η επίδραση της θεωρίας της εξάρτησης, ούτε η αίσθηση της ισχύος θα διαρκούσαν πολύ.

Το 1983-84 και εν μέσω της ραγδαία επιδεινούμενης οικονομικής κρίσης, ξηρασία και λιμός πλήττουν με τρομακτικό μένος την υποσαχάρια Αφρική. Την επόμενη χρονιά, ο Οργανισμός Αφρικανικής Ενότητας που συγκαλείται στην Αντίς Αμπέμπα, σε οξεία αντίθεση με το Σχέδιο του Λάγος, θα αναγνωρίσει τις ευθύνες των αφρικανικών κυβερνήσεων και τα περιορισμένα όρια των δυνατοτήτων τους να επιλύσουν την κρίση. Θα συμφωνήσουν να εφαρμόσουν τις μεταρρυθμίσεις που προτείνει η έκθεση Μπεργκ και θα ζητήσουν τη βοήθεια της διεθνούς κοινότητας για την αντιμετώπιση του δυσβάστακτου χρέους.

Οι ασκοί του Αιόλου έχουν πλέον ανοίξει. Πολύ σύντομα θα αρχίσει η εφαρμογή μιας σειράς μέτρων, υπό την ονομασία «προγράμματα δομικής προσαρμογής» (ΠΔΠ). Σε αυτά περιλαμβάνονται όλοι οι όροι της έκθεσης Μπεργκ. Αλλάζει και η μορφή χρηματοδότησης. Η διεθνής βοήθεια για τα κρατικά έργα αντικαθίσταται από εσωτερικές επενδύσεις πολυεθνικών εταιρειών μαζί με μικρής κλίμακας κοινωνικά προγράμματα, που εφαρμόζονται από τις ΜΚΟ με χρηματοδότηση από δυτικά φιλανθρωπικά ιδρύματα. Τα οικονομικά μέτρα συχνά -δηλαδή επιλεκτικά- θα συνοδευτούν από φιλολογία-πιέσεις για την «καλή» και «κακή» διακυβέρνηση, το ζήτημα της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Οι ασθενείς αστικές τάξεις και οι παραδοσιακές ολιγαρχίες των χωρών θα κληθούν να εφαρμόσουν τα νεοσυντηρητικά προγράμματα, στο όνομα της εξυπηρέτησης του χρέους και της «αξιοποίησης» της παγκοσμιοποίησης. Ταυτισμένες περισσότερο με τη Δύση παρά με τους λαούς που κυβερνούν, διευκολύνουν τις επιχειρήσεις εκμετάλλευσης των πολυεθνικών εταιρειών με αντάλλαγμα έναν πολυτελή τρόπο διαβίωσης και γενικότερα την ενίσχυση της ταξικής τους θέσης.

Τα αποτελέσματα της εφαρμογής των προγραμμάτων δομικής προσαρμογής εκτόξευσαν τη φτώχεια, την ανεργία, την ερήμωση της υπαίθρου. Οι τιμές των αγροτικών προϊόντων σημείωσαν δραματική πτώση -κατά 60%- μεταξύ 1986 και 1993. Οι μισθοί κατέρρευσαν, ενώ ο πληθωρισμός καλπάζει. (Ένα τυχαίο παράδειγμα: Στην Τανζανία οι πραγματικοί μισθοί του 1990 αντιπροσώπευαν το 13% των πραγματικών τιμών του 1980. Μεταξύ του 1986 και 1989 η αύξηση του εθνικού δείκτη καταναλωτή ανήλθε στο 650%.) Οι ιδιωτικοποιήσεις οδηγούν την παιδεία και την υγεία σε πλήρη κατάρρευση. Οι όποιες κατακτήσεις της εθνικιστικής περιόδου στους τομείς αυτούς εξανεμίζονται. Χιλιάδες είναι οι νεκροί από το AIDS και τις επιδημίες. Η παιδική εργασία και εκμετάλλευση φτάνει στο απόγειό της.

Και η ανάπτυξη; Η αποπληρωμή του χρέους; Τουλάχιστον, έστω και με αυτό το κόστος, τα ΠΔΠ εκπλήρωσαν τους επίσημα διακηρυγμένους στόχους τους;

Ο Ντέμπα Μούσσα Ντεμπέλε, Διευθυντής του Φόρουμ για έναν Εναλλακτικό Αφρικανικό Δρόμο στο Ντακάρ της Σενεγάλης απαντά σε αυτά τα ερωτήματα, στο άρθρο του « Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα στην Αφρική: ένας καταστροφικός απολογισμός», αποσπάσματα του οποίου δημοσιεύουμε .


Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα στην Αφρική: «ένας καταστροφικός απολογισμός»

Φέτος το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα κλείνουν 60 χρόνια ζωής. Μέσα από τον προπαγανδιστικό τους μηχανισμό, και οι δύο αυτοί οργανισμοί θα επιχειρήσουν να υπογραμμίσουν τη «βοήθειά» τους προς την Αφρική. Στην πραγματικότητα όμως από την δεκαετία του 70 και πέρα, οι οργανισμοί αυτοί έχουν σταδιακά μετατραπεί στους βασικούς αρχιτέκτονες πολιτικών, γνωστών ως η «Συμφωνία της Ουάσιγκτον», που ευθύνονται για τις χειρότερες ανισότητες και την έκρηξη της φτώχειας στον κόσμο, και ειδικότερα στην Αφρική.

Όταν άρχισαν να επεμβαίνουν στην ήπειρο, στα τέλη της δεκαετίας του 70 με αρχές της δεκαετίας του 80, ισχυρίστηκαν ότι είχαν σαν στόχο την «επιτάχυνση της ανάπτυξης» και την «επίλυση της κρίσης του χρέους» που χτύπησε τις χώρες της Αφρικής στα τέλη της δεκαετίας του 70, σαν αποτέλεσμα των έντονων διακυμάνσεων στις τιμές των αγαθών και την εκτόξευση των επιτοκίων. Το φάρμακο που πρότειναν, τα λεγόμενα προγράμματα σταθεροποίησης και διαρθρωτικών προσαρμογών (S.A.P.) πέτυχαν το ακριβώς αντίθετο, και συνέβαλαν στην επιδείνωση του εξωτερικού χρέους και της κοινωνικο-οικονομικής κρίσης.

Το 1980, στο ξεκίνημα της παρέμβασής τους, η σχέση του χρέους προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν και την εξαγωγή αγαθών και υπηρεσιών ήταν 23,4% και 65,2% αντιστοίχως. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1990, είχαν επιδεινωθεί στο 63% και 210% αντίστοιχα! Το 2000, η σχέση χρέους προς ΑΕΠ έφτανε το 71% ενώ η σχέση χρέους προς εξαγωγή προϊόντων και υπηρεσιών είχε κάπως «βελτιωθεί» στο 80,2% σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας.

Η επιδείνωση των δεικτών του χρέους αντανακλάται στην αδυναμία πολλών αφρικανικών κρατών να εξυπηρετήσουν το εξωτερικό τους χρέος. Το 1999, τα καθυστερούμενα έφταναν το 30% του συνολικού χρέους της ηπείρου, αντί του 15% που ήταν το αντίστοιχο ποσοστό στην δεκαετία του 90 και αντί του 5% που ήταν το ποσοστό στις αναπτυσσόμενες χώρες εν γένει. Σαν επιστέγασμα της κρίσης, οι αφρικανικές χώρες λαμβάνουν ελάχιστα νέα δάνεια, παρεκτός για να εξοφλήσουν παλιότερα χρέη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, από το 1988 και πέρα, η σχέση των συσσωρευμένων καθυστερούμενων προς τα «νέα» χρέη να ξεπερνάει το 65%.

Μεταξύ 1980 και 2000, οι χώρες της υποσαχάριας Αφρικής έχουν καταβάλει πάνω από 240 δις. $ για να υπηρετήσουν το χρέος, ήτοι τέσσερις φορές το χρέος που είχαν το 1980. Και όμως, παρά την οικονομική αιμορραγία, οι χώρες της υποσαχάριας Αφρικής χρωστάνε πλέον σχεδόν τέσσερις φορές περισσότερα απ’ ότι χρωστούσαν 20 χρόνια πριν! Ένα από τα πιο συγκλονιστικά παραδείγματα αυτού του φαινομενικού παράδοξου είναι η περίπτωση του νιγηριανού χρέους. Το 1978, η χώρα δανείστηκε $5 δις. Το 2000 είχε αποπληρώσει 16$, και όμως συνεχίζει να χρωστάει 31$ σύμφωνα με τον πρώην Πρόεδρο Ομπασάντζο.

Η Νιγηρία είναι ένα καλό παράδειγμα της δομικής φύσης της κρίσης που απορρέει από το αφρικανικό χρέος και της ανισορροπίας ισχύος που χαρακτηρίζει την παγκόσμια οικονομία και τις οικονομικές σχέσεις. Αυτό το πλαίσιο εξάλλου είναι που παρείχε τη δυνατότητα στο ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα να αυξήσουν την επιρροή τους στις αφρικανικές χώρες.


Το κόστος της φιλελευθεροποίησης του εμπορίου

Σύμφωνα με το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα, μία από τις πηγές της κρίσης της Αφρικής είναι το εσωστρεφές εμπορικό σύστημα της ηπείρου, που χαρακτηρίζεται από την προστασία των εγχώριων αγορών, τις επιχορηγήσεις, τις υπερτιμημένες ισοτιμίες και άλλες «στρεβλώσεις» που κάνουν τις αφρικανικές εξαγωγές λιγότερο «ανταγωνιστικές» στις παγκόσμιες αγορές. Στη θέση όλων αυτών, προτείνουν ένα εμπορικό σύστημα ανοιχτό και φιλελεύθερο, με ελάχιστους ή καθόλου δασμολογικούς φραγμούς. Σύμφωνα και με τους δύο παραπάνω οργανισμούς, ένα τέτοιο εμπορικό σύστημα, σε συνδυασμό με μια στρατηγική ανάπτυξης των εξαγωγών, θα έθεταν την Αφρική σε σταθερή τροχιά οικονομικής ανάκαμψης.

Στην πραγματικότητα, το κόστος που απορρέει από την φιλελευθεροποίηση του εμπορίου έχει κατά πολύ υπερβεί τα δυνητικά «οφέλη» που θ’ αποκόμιζαν, υποτίθεται, οι αφρικανικές χώρες από την εν λόγω φιλελευθεροποίηση. Κατ’ αρχάς, η φιλελευθεροποίηση του εμπορίου μεταφράστηκε σε σημαντικές απώλειες φόρων, καθώς πολλές χώρες εξαρτώνται από την φορολόγηση των εισαγωγών ως βασική πηγή φορολογικών εσόδων. Έτσι, η κατάργηση, ή η μείωση της δασμολογίας οδήγησε σε μείωση των κρατικών εσόδων.

Μα μία από τις πιο αρνητικές συνέπειες της φιλελευθεροποίησης του εμπορίου υπήρξε η κατάρρευση πολλών εγχώριων βιομηχανιών, που στάθηκαν ανίκανες να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό των ισχυρών και επιχορηγούμενων ανταγωνιστών τους από τις βιομηχανικές χώρες. Πρακτικά, ο βιομηχανικός τομέας της Αφρικής συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγαλύτερων θυμάτων των λεγόμενων διαρθρωτικών αλλαγών.

Από τη Σενεγάλη μέχρι τη Ζάμπια, από το Μάλι μέχρι την Τανζανία, από την Ακτή Ελεφαντοστού μέχρι την Ουγκάντα, ολόκληροι κλάδοι της εγχώριας βιομηχανίας εξαφανίστηκαν, με τρομαχτικές συνέπειες. Όχι μόνο η συμβολή του βιομηχανικού τομέα στο ΑΕΠ συνέχισε να πέφτει, αλλά και ο αριθμός των απασχολούμενων στον βιομηχανικό τομέα συρρικνώθηκε δραματικά. Στη Σενεγάλη, περισσότερο από το ένα τρίτο των βιομηχανικών εργατών έχασαν τη δουλειά τους στη δεκαετία του 80. Η τάση ενισχύθηκε παραπέρα στη δεκαετία του 90, σαν συνέπεια των σαρωτικών πολιτικών ιδιωτικοποιήσεων και φιλελευθεροποίησης του εμπορίου που επέβαλαν το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, ειδικά μετά την υποτίμηση του Φράγκου Δυτικής Αφρικής το 1994. Στην Γκάνα, το βιομηχανικό εργατικό δυναμικό έπεσε από 78.700 άτομα το 1987 στα 28.000 το 1993. Στην Ζάμπια, μόνο στον τομέα της υφαντουργίας πάνω από το 75% των εργατών έχασαν τις δουλειές τους μέσα σε λιγότερο από μια δεκαετία, σαν αποτέλεσμα της ολικής αποσύνθεσης του κλάδου την περίοδο της προεδρίας του Τσιλούμπα. Ανάλογη τάση παρατηρείται και σε άλλες χώρες, όπως στην Ακτή Ελεφαντοστού, την Μπουρκίνα Φάσο, το Μάλι, το Τόγκο, την Ζάμπια, την Τανζανία κλπ.


Ο εξαγωγικός προσανατολισμός της οικονομίας

Η Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (United Nations Conference on Trade and Development UNCTAD) αναφέρει ότι περισσότερο από το 70% των αφρικανικών εξαγωγών απαρτίζονται από πρωτογενή προϊόντα, εκ των οποίων πάνω από το 62% είναι εντελώς ακατέργαστα. Έτσι δικαιολογείται η ανάγκη για ακόμα μεγαλύτερη φιλελευθεροποίηση προκειμένου οι αφρικανικές εξαγωγές να γίνουν πιο «ανταγωνιστικές», και οι αφρικάνικες οικονομίες πιο «ελκυστικές» στις άμεσες ξένες επενδύσεις.

Στο όνομα του «συγκριτικού πλεονεκτήματος», η στρατηγική ανάπτυξης των εξαγωγών υποχρεώνει τις αφρικανικές χώρες να ανταγωνίζονται αγρίως για ένα μερίδιο των αγορών και άρα να τις πλημμυρίζουν με όλο και μεγαλύτερες ποσότητες από τα παραγόμενα αγαθά τους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα μια όξυνση της «πτητικότητας» (διακύμανσης) των τιμών, δύο φορές πιο έντονη από την αντίστοιχη στην ανατολική Ασία και τέσσερις φορές μεγαλύτερη απ’ αυτήν που δοκίμασαν οι βιομηχανικές χώρες στις δεκαετίες 70,80 και 90.

Συμπέρασμα

Σύμφωνα με την UNCTAD, αν οι εμπορικοί όροι στην Αφρική είχαν παραμείνει ως είχαν το 1980:
- Το μερίδιο της Αφρικής στο παγκόσμιο εμπόριο θα ήταν δυο φορές μεγαλύτερο από το σημερινό.
- Το ποσοστό των επενδύσεων θα είχε αυξηθεί κατά 6% ετησίως στις μη πετρελαιοεξαγωγικές χώρες
- Θα είχε καταγραφεί 1,4% ετησίως επιπλέον ρυθμός ανάπτυξης
Θα είχε αυξηθεί κατά 50% τουλάχιστον το κατά κεφαλή ΑΕΠ στα 478$ το 1997 αντί των 323$ που καταγράφτηκαν εκείνη τη χρονιά.




NEPAD: Παναφρικανική ανάπτυξη ευθυγραμμισμένη με τα νεοφιλελεύθερα δόγματα

Η Νέα Σύμπραξη για την Αφρικανική Ανάπτυξη (NEPAD), ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 2001 στην Αμπούτζα της Νιγηρίας. Πρωτεργάτης αυτής της συνεργασίας ο Τάμπο Μπέκι, Πρόεδρος της Νότιας Αφρικής, της ισχυρότερης οικονομίας της αφρικανικής ηπείρου και ταυτόχρονα της «από ηθική άποψη ηγέτιδας χώρας», μετά τη σχετικά πρόσφατη νίκη της επί του καθεστώτος του απαρτχάιντ. Μαζί του ο Μπουτεφλίκα της Αλγερίας, ο Ομπασάντζο της Νιγηρίας και ο Γουαντέ της Σενεγάλης. Οι ιδρυτές της NEPAD, την παρουσιάζουν ως μια ακόμη ενσάρκωση των οραμάτων του Παναφρικανισμού, μια νέα προσπάθεια για την αφρικανική ενοποίηση με στόχο την οικονομική ανάπτυξη και συνολικότερα την «αναγέννηση» της Αφρικής.

Τι είναι ο Παναφρικανισμός;

Ο Παναφρικανισμός, η αντίληψη των Αφρικανών της διασποράς και των αυτοχθόνων ότι μοιράζονται κοινούς στόχους, διαμορφώθηκε μέσα από μια μακρά διαδικασία. Προσεγγίστηκε με διαφορετικό τρόπο από τους στοχαστές που τον θεμελίωσαν, ανάλογα προς την ιστορική στιγμή αλλά και τον τόπο, από τον οποίο κατάγονταν ή δρούσαν. Κατά κύριο λόγο, δεν αποτελεί μια ενιαία σχολή σκέψης, αλλά ένα κίνημα για την κοινωνική και πολιτική ισότητα, για την κατάργηση των ρατσιστικών διακρίσεων, για την απελευθέρωση από την οικονομική εκμετάλλευση. Αναγνωρίζει ότι οι Αφρικανοί είναι διαιρεμένοι μεταξύ τους, περιθωριοποιημένοι και αποξενωμένοι είτε στη διασπορά είτε στην ίδια τη χώρα τους. Ότι η Αφρική έχει τύχει ιστορικής υπερεκμετάλλευσης, με το δουλεμπόριο και τον αποικιακό ζυγό μέχρι την νεοαποικιοκρατία και τα νεοφιλελεύθερα προγράμματα.

Ο Παναφρικανισμός συναντήθηκε και ευθυγραμμίστηκε με τις πολιτικές κατευθύνσεις του αφρικανικού σοσιαλισμού. Επιχείρησε να δώσει απάντηση στην υπανάπτυξη, μέσω της κινητοποίησης των ίδιων δυνάμεων, την επιφυλακτική αντιμετώπιση των όποιων πατερναλιστικών ξένων σχεδίων, την αλληλεγγύη και την παναφρικανική συνεργασία. Ο Οργανισμός Αφρικανικής Ενότητας, που ιδρύθηκε στις 25 Μάη του 1963, από τον Κουαμέ Νκρούμα, Πρόεδρο της Γκάνας, τον Νάσερ της Αιγύπτου, τον Λέοπολντ Σενγκόρ της Σενεγάλης, τον Σεκού Τουρέ της Γουινέας και τον Μπεν Μπελά της Αλγερίας, ήταν μια προσπάθεια θεσμοθέτησης του παναφρικανικού οράματος, ο απολογισμός και η αξιολόγηση του οποίου ξεφεύγει από τις προθέσεις του παρόντος άρθρου.

NEPAD και παγκοσμιοποίηση

Ο κυρίαρχος λόγος επαναλαμβάνει συνεχώς το γνωστό μότο: η Αφρική είναι περιθωριοποιημένη από τη νέα παγκοσμιοποίηση. Αυτό συμβαίνει από δικό της λάθος, αφού «βυθίστηκε» σε υπερβολικό εθνικισμό, μετά την αποαποικιοποίησή της. Ο δρόμος για την έξοδο από την κρίση είναι προφανής και εύκολος· αυτός που ακολούθησαν οι λεγόμενες «ασιατικές τίγρεις», με τα γνωστά εντυπωσιακά αποτελέσματα. Το ακόμη μεγαλύτερο, χωρίς φραγμούς, άνοιγμα των οικονομιών της στο ξένο κεφάλαιο είναι ο δρόμος για την ανάπτυξη και την ενσωμάτωσή της στην παγκόσμια αγορά.

Είναι αλήθεια ότι ο Μπέκι ξεκίνησε με την απόρριψη του «αφροπεσιμιστικού» λόγου, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «οι Αφρικανοί πρέπει και μπορούν να οικειοποιηθούν το μοντερνισμό». Πρότεινε τη NEPAD ως ένα σχέδιο δραστικής αντιμετώπισης των αρνητικών συνεπειών της ένταξης της ηπείρου στο παγκόσμιο σύστημα και την ακύρωση της θέσης της ως μιας εξαιρετικά αδύναμης και περιφερειακής συνιστώσας. Σύντομα, όμως, αποσαφήνισε ότι «η πολιτική δημοκρατία και η οικονομική ανάπτυξη» θα επιτευχθεί με την ένταση του προσανατολισμού στην οικονομία της αγοράς και σε συνεργασία με τις οικονομικά αναπτυγμένες χώρες. Αν και στο ιδρυτικό κείμενό της, η NEPAD αναγνωρίζει τα μεγάλα εμπόδια που ορθώνει στις χώρες της Αφρικής το διεθνές οικονομικό περιβάλλον, τελικά, σε ότι αφορά τις προτάσεις της για το εμπόριο, την κίνηση κεφαλαίου, την τεχνολογία και τα δικαιώματα ευρεσιτεχνιών, ευθυγραμμίζεται με τα νεοφιλελεύθερα δόγματα. Παράλληλα, για μία ακόμη φορά επαναλαμβάνει το απλοϊκό σχήμα: αν η Αφρική βάλει τάξη στο σπίτι της, οι παραδοσιακοί εμπορικοί εταίροι θα επιχορηγήσουν την ανάπτυξή της!

Είναι σαν οι εμπνευστές της NEPAD να αντέστρεψαν στο μυαλό τους όλη την ιστορία των σχέσεων της Αφρικής με τη Δύση. Σαν μα μην αποτελεί η παγκοσμιοποίηση ήδη μια πραγματικότητα με τραγικές συνέπειες, από την οποία έπρεπε να έχουν αντλήσει κάποια διδάγματα.

Η Αφρικανική Αριστερά έχει ασχοληθεί εξαντλητικά με το θέμα. Στο τεύχος μας αυτό αλλά και σε επόμενα, δημοσιεύουμε άρθρα που φωτίζουν διάφορες πλευρές του.

Εμείς εισαγωγικά, απλά υποστηρίζουμε ότι το όραμα του Παναφρικανισμού και το σχέδιο της NEPAD δεν τέμνονται. Το μόνο κοινό σημείο τους είναι η υιοθέτηση -ως μέσου- της συνεργασίας των αφρικανικών κρατών. Ωστόσο, ο οικονομικός και πολιτικός προσανατολισμός τους βρίσκονται σε ευθεία αντίθεση. Επί πλέον, η πρόταση της NEPAD δεν παρουσιάζει κάτι καινούργιο. Επιμένει σε δοκιμασμένες και αποτυχημένες συνταγές και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ένα ελπιδοφόρο σχέδιο για την Αφρική.

Στη συνέχεια, παραθέτουμε δύο άρθρα. Το πρώτο, είναι απόσπασμα από την παρέμβαση του Πάτρικ Μποντ στο συνέδριο, που έγινε στο Ντούρμπαν της Νότιας Αφρικής, με θέμα «Προς μια Αφρική χωρίς σύνορα». Αντικείμενο της ομιλίας του ήταν ο «Νοτιαφρικανικός υποϊμπεριαλισμός» και στο απόσπασμα, που δημοσιεύουμε, αναφέρεται στην αποκαλυπτική διαδικασία δημιουργίας της NEPAD και την κριτική που ασκεί η Αριστερά στο πρόγραμμά της.

Το δεύτερο, είναι του Ίσσα Σίβζι, καθηγητή της Νομικής στο πανεπιστήμιο Νταρ ες Σαλαάμ της Τανζανίας με θέμα «Καλή διακυβέρνηση, κακή διακυβέρνηση και η αναζήτηση της δημοκρατίας στην Αφρική».

Θεωρούμε αναγκαία την παρουσίαση αυτού του κειμένου, γιατί το ζήτημα της «καλής διακυβέρνησης» και της δημοκρατίας κατέχει εξέχουσα θέση στην πολιτική αντιπαράθεση, που βρίσκεται σε εξέλιξη. Σε μια περιοχή που έχει δοκιμαστεί από συγκεντρωτικά αυταρχικά καθεστώτα και τα στρατιωτικά πραξικοπήματα είναι στην ημερήσια διάταξη για πάνω από μισό αιώνα, το θέμα αυτό δεν μπορεί κανείς να το αντιπαρέλθει εύκολα. Τη στιγμή μάλιστα, που ο κυρίαρχος λόγος αποσυνδέει τη δημοκρατία από την κοινωνική διαπάλη και το ζήτημα της εξουσίας και την υποβιβάζει στο επίπεδο της καλής διοίκησης.

Τέλος, να πούμε πως τα ΠΔΠ μετρούν σχεδόν τριάντα χρόνια ζωής και η NEPAD επτά. Δεν ΘΑ κριθούν, ήδη κρίνονται. Κανένα κοινωνικό φαινόμενο, από την έκρυθμη κατάσταση στην Κένυα, τις εξεγέρσεις στις παραγκουπόλεις, τα φαινόμενα ρατσιστικής βίας στη Νότια Αφρική και το ένοπλο αντάρτικο στο Δέλτα του Νίγηρα -για να αναφέρουμε κάποια- δεν μπορούν να αποτιμηθούν χωρίς να συνυπολογιστεί το ασφυκτικό οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο, που δημιούργησε η εφαρμογή των νεοσυντηρητικών προγραμμάτων. Πολύ δε περισσότερο ,αγνοώντας αυτόν τον παράγοντα, δεν μπορεί να δοθεί καμία ουσιαστική απάντηση στο ζήτημα της φτώχειας, το οποίο τόσο συχνά απασχολεί το τελευταίο διάστημα, τις περισσότερες φορές, με «ανώδυνο» τρόπο.


Staking claims through NEPAD

Οι καταβολές της NEPAD είναι αποκαλυπτικές. Στο τέλος της δεκαετίας του ’90, ο Μπέκι ξεκίνησε μια εκστρατεία «Αφρικανικής Αναγέννησης», διανθισμένη με μπόλικη συγκινητική ποίηση και πέραν τούτου ουδέν. Το άνευ περιεχομένου περίγραμμα απέκτησε σκελετό κατά τη συνάντηση του Μπέκι με τον Κλίντον τον Μάη του 2000, καθώς και στη σύνοδο του G8 στην Οκινάβα τον Ιούλη, στη συνάντηση κορυφής του ΟΗΕ για το μιλένιουμ τον Σεπτέμβρη και στη διάσκεψη της Ε.Ε. που ακολούθησε στην Πορτογαλία . Ο σκελετός σαρκώθηκε το Νοέμβρη του 2000 με τη συμβολή διαφόρων οικονομολόγων και εγκρίθηκε αμέσως μετά, κατά την επί τούτου επίσκεψη του προέδρου της Παγκόσμιας Τράπεζας Τζέιμς Γουέλφενσον στη Νότιο Αφρική σε «αδιευκρίνιστη τοποθεσία» υπό το φόβο της επανάληψης των εκδηλώσεων διαμαρτυρίας που είχαν «αμαυρώσει» το ταξίδι του διευθύνοντα συμβούλου του ΔΝΤ Χερστ Κέλερ στο Γιοχάνεσμπουργκ λίγους μήνες πριν. Σ’ αυτή τη φάση, ο Μπέκι κατάφερε να προσεταιριστεί δύο ακόμα ηγέτες από τα καθοριστικής σημασίας Βόρεια και Δυτικά τμήματα της Ηπείρου: τον Αμπντελαζίζ Μπουτεφλίκα της Αλγερίας και τον Ολουσέγκουν Ομπασάντζο της Νιγηρίας. Αμφότεροι εξάλλου αντιμετώπιζαν εντός του οίκου τους τακτικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας καθώς και διάφορες πολιτειακές, στρατιωτικές, θρησκευτικές και φυλετικές συγκρούσεις.

Στις αρχές του 2001, στο Νταβός, ο Μπέκι ξεκαθάρισε ποιων τα συμφέροντα επρόκειτο να υπηρετήσει η NEPAD: «Είναι σημαδιακό το γεγονός ότι η πρώτη επίσημη σύσκεψη σχετικά με την ανάπτυξη αυτού του προγράμματος λαμβάνει χώρα στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ. Προϋπόθεση εξάλλου για την επιτυχία του είναι να το «αγοράσουν» τα μέλη αυτού του εκπληκτικά ζωντανού φόρουμ!». Έτσι, το διεθνές κεφάλαιο θα ωφεληθεί τα μέγιστα από τις κατασκευαστικές ευκαιρίες στον κλάδο των υποδομών με βάση το κοινοπρακτικό μοντέλο δημοσίου-ιδιωτικού τομέα, τις ιδιωτικοποιημένες κρατικές υπηρεσίες, τις διαρθρωτικές αλλαγές, τις εντατικοποιημένες νομοθετικές ρυθμίσεις σχετικά με τη διεθνή ιδιοκτησία και λοιπά επιμέρους σχέδια της NEPAD, όλα συντονιζόμενα από ένα νοτιοαφρικάνικο γραφείο επανδρωμένο με νεοφιλελεύθερα στελέχη πρόθυμα να παίξουν το ρόλο του οικονομικού και γεωπολιτικού θυρωρού.

Όταν το πρόγραμμα του Μπέκι συγχωνεύτηκε με μια αντίστοιχη πρωτοβουλία του νεοφιλελεύθερου Σενεγαλέζου Προέδρου Αμπντουλαγιέ Γουαντέ, κέρδισε και την σχετική έγκριση στη συνάντηση της Οργάνωσης Αφρικανικής Ενότητας τον Ιούνη του 2001 (Το 2002 η Ο.Α.Ε. μετεξελίχτηκε στην Αφρικανική Ένωση).

Η NEPAD λανσάρεται επισήμως στις 23 Οκτώβρη 2001 στην Αμπούτζα της Νιγηρίας, σε συνάντηση Αφρικανών ηγετών. Τον Φλεβάρη του 2002, οι παγκόσμιες ελίτ πανηγυρίζουν για τη NEPAD, από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ της Νέας Υόρκης μέχρι τη συνάντηση κορυφής των αυτοαποκαλούμενων «προοδευτικών ηγετών» (συμπεριλαμβανομένου του Μπλαιρ) που μαζεύτηκαν στη Στοκχόλμη για να σφυρηλατήσουν τον Τρίτο Δρόμο. Τα μάτια των ελίτ στρέφονται τότε προς την «ουλή» του κόσμου (η περιγραφή του Μπλαιρ για την Αφρική), ελπίζοντας πως η NEPAD θα καταφέρει να παίξει το ρόλο ενός ικανοποιητικού τσιρότου. Ωστόσο το περιοδικό Institutional Investor (Θεσμικός Επενδυτής) επισημαίνει ότι το πρόγραμμα που το G8 «παραπλανητικά βάφτισε ως Σχέδιο Δράσης για την Αφρική», στην πραγματικότητα αντιστοιχεί σε μια τσιγγούνικη υποστήριξη εκ μέρους των βασικών δωρητών με την προσθήκη «μόλις 1 δις. $ για την ανακούφιση του χρέους» ενώ το G8 «απέτυχε να πάρει απόφαση περιορισμού των επιδοτήσεων των εγχώριων αγροτικών προϊόντων (που ορθώνουν τείχος τις αφρικανικές εξαγωγές αγροτικών προϊόντων) και παρέλειψε να προσφέρει πρόσθετη βοήθεια προς την ήπειρο». Ο Μπέκι είχε ζητήσει 64 δις. $ ετησίως ως πρόσθετη βοήθεια, δάνεια και επενδύσεις, πλην όμως, όπως σημείωναν οι νοτιοαφρικάνικοι κυριακάτικοι Times, «οι ηγέτες των πλουσιότερων χωρών του κόσμου αρνήθηκαν να παίξουν μπάλα». Έτσι λοιπόν, από τη μια πλευρά η NEPAD υιοθετήθηκε μέσα σε λίγες εβδομάδες από την ιδρυτική διάσκεψη κορυφής της Αφρικανικής Ένωσης, την Παγκόσμια Διάσκεψη Κορυφής για την Αέναη Ανάπτυξη (World Summit on Sustainable Development -WSSP ή αλλιώς W$$D όπως καταγράφτηκε συνθηματικά στα πανό) καθώς και τη διάσκεψη κορυφής του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη. Από την άλλη, η ψευτολατρεία της NEPAD δεν κατάφερε να μεταφραστεί σε μια μακροπρόθεσμη και μη ανατρέψιμη ανακούφιση για την ήπειρο.

Λίγο πριν τη συνάντηση του G8 στο Εβιάν της Γαλλίας το 2003, το περιοδικό «Θεσμικός Επενδυτής» δίνει τον τόνο: «Όπως και άλλες αφρικανικές πρωτοβουλίες όλα αυτά τα χρόνια, έτσι κι αυτή ξεστράτισε κι έπεσε στο χαντάκι». Πάνω από 100.000 ακτιβιστές διαδήλωσαν ενάντια στο G8 στις γειτονικές πόλεις της Γενεύης και της Λοζάννης. Προς μεγάλη απελπισία του Μπέκι, σ’ αυτούς προστέθηκαν και αφρικανοί ακτιβιστές. Λίγο πριν τη σύνοδο κορυφής του G8, ο πρώην διευθύνων σύμβουλος του ΔΝΤ Μισέλ Καμντέσσους, Γάλλος εκπρόσωπος του G8 στην Αφρική, εξηγούσε την γοητεία της NEPAD ως εξής: «Οι Αφρικανοί ηγέτες ήρθαν προς εμάς με την πεποίθηση ότι η παγκοσμιοποίηση δεν αποτελεί κατάρα γι αυτούς, αλλά μάλλον το αντίθετο, κάτι από το οποίο μπορούν να προκύψουν θετικά πράγματα… Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι διαφορά βγαίνει απ αυτό».

Με αυτά τα δεδομένα, η αφρικανική Αριστερά έχει εκφράσει βαθύ σκεπτικισμό απέναντι στις βασικές στρατηγικές της NEPAD. Μια περιεκτική κριτική προέκυψε από μια διάσκεψη του Συμβουλίου για την Ανάπτυξη και την Κοινωνική Επιστημονική Έρευνα στην Αφρική (Codestria) και το Δίκτυο Τρίτος Κόσμος-Αφρική τον Απρίλη του 2002. Σύμφωνα με την απόφαση της διάσκεψης, τα βασικά ελαττώματα της NEPAD είναι τα εξής:

Α. Το νεοφιλελεύθερο οικονομικό πλαίσιο στον πυρήνα του προγράμματος, που αναπαράγει τις πολιτικές δομικής προσαρμογής των δύο προηγούμενων δεκαετιών και παραβλέπει τα καταστροφικά αποτελέσματα αυτών των πολιτικών.
Β. Ότι παρά τη διακηρυγμένη αναγνώριση του κεντρικού ρόλου του αφρικανικού λαού, ο αφρικάνικος λαός δεν έχει συμμετάσχει πουθενά στη σύλληψη, το σχεδιασμό και τη διατύπωση της NEPAD.
Γ. Ότι παρά τη διακηρυγμένη έγνοια για κοινωνική ισότητα των φύλων, τα προγράμματα υιοθετούν κοινωνικά και οικονομικά μέτρα που συμβάλλουν στην περιθωριοποίηση των γυναικών.
Δ. Ότι παρά την επίκληση των αφρικανικών τους καταβολών, βασικός στόχος των προγραμμάτων είναι οι ξένοι δωρητές, και ειδικότερα το G8.
Ε. Ότι το δημοκρατικό όραμα υποτάσσεται στην ανάγκη δημιουργίας μιας λειτουργικής αγοράς.
Στ. Ότι υποβαθμίζουν τους θεμελιώδεις εξωτερικούς παράγοντες που ευθύνονται για την κρίση στην Αφρική, και κατά συνέπεια δεν προωθούν κανένα ουσιαστικό μέτρο διαχείρισης και μείωσης των αρνητικών επιδράσεων αυτού του περιβάλλοντος πάνω στις αναπτυξιακές προσπάθειες της Αφρικής. Αντίθετα, οι δεσμεύσεις με θεσμούς και οργανισμούς. όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, κλπ. θα εγκλωβίζουν πάρα πέρα τις αφρικανικές οικονομίες μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον.
Ζ. Ότι οι μέθοδοι κινητοποίησης των μέσων θα οδηγήσει σε παραπέρα αποσύνθεση των αφρικανικών οικονομιών απ’ αυτήν στην οποία έχουν ήδη οδηγηθεί από τις δομικές προσαρμογές και τις οδηγίες του ΠΟΕ.