Υπάρχουν κάποιες ιστορικές στιγμές που η αναδρομική θεώρησή τους τις ορίζει ως σημεία καμπής μιας ορισμένης κοινωνικής διεργασίας. Εφαρμόζοντας αυτή την πολιτική ανάλυση στις εξελίξεις στη Βενεζουέλα, από την εκλογή του Τσάβες ως προέδρου και εντεύθεν, αυτά τα σημεία καμπής είναι: το αποτυχημένο πραξικόπημα και η απεργία στον πετρελαϊκό τομέα το 2002 και 2003 αντίστοιχα, και η αποτυχία υπερψήφισης των συνταγματικών αλλαγών το 2007. Τα δύο πρώτα γεγονότα σηματοδοτούν τη ριζοσπαστικοποίηση της διαδικασίας ενώ το τελευταίο, τα πολιτικά όρια αυτής της ριζοσπαστικοποίησης.
Στη Βενεζουέλα βρίσκεται το πλέον εκτεταμένο και με ικανότητα επιρροής δίκτυο κοινωνικών κινημάτων τα οποία έχουν προκύψει με διαδικασίες τόσο “από τα πάνω” αλλά και “από τα κάτω”. Είναι λάθος να εξιδανικεύουμε τα δεύτερα και να υποτιμούμε τα πρώτα. Πολλά άρχισαν από τα πάνω, απέκτησαν τη δική τους ζωή, ανέπτυξαν τη δική τους κοινωνική ατζέντα και σε κάποιες περιπτώσεις βρέθηκαν σε σύγκρουση ακόμα και με υπουργούς του Τσάβες. Οι σχέσεις τους με την κυβέρνηση δεν είναι εκ των προτέρων προσδιορισμένες. Στη βενεζουελάνικη Γενική Εργατική Συνομοσπονδία, η οποία γεννήθηκε από τους αγώνες ενάντια στο εργοδοτικό λοκ άουτ το 2003, έχουν αναπτυχθεί δύο τάσεις: μία που απαιτεί απόλυτη αυτονομία από την κυβέρνηση και συχνά είναι εχθρική σε πολλές πρωτοβουλίες της και μία που είναι υπέρ μιας στενότερης συνεργασίας με την κυβέρνηση. Ωστόσο, και οι δύο έχουν αποτύχει στην οργάνωση της μεγάλης πλειοψηφίας των μη συνδικαλισμένων εργατών.
Η άνοδος των κοινωνικών κινημάτων βασίστηκε στο ευνοϊκό πλαίσιο που έφερε η προεδρία και οι πολιτικές του Τσάβες. Αυτό εύκολα μπορούμε να το διαπιστώσουμε κάνοντας τη σύγκριση με τις σοσιαλφιλελεύθερες κυβερνήσεις της Βραζιλίας, Αργεντινής και Ουρουγουάης, ακόμα και με την κεντοαριστερή της Βολιβίας, οι οποίες συμβιβάσθηκαν με το μικρό και μεγάλο, ξένο και ντόπιο, κεφάλαιο, εξουτεροποιώντας τα κοινωνικά κινήματα. Η εμπειρία έδειξε ότι η συνεχής κινητοποίηση και η αυτονομία αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για να διατηρήσουν τα κοινωνικά κινήματα τη χρησιμότητά τους ως εργαλεία κοινωνικής επιρροής και κατακτήσεων.
Η πολιτική κατάσταση στη Βενεζουέλα διαπερνάται από δύο αντιθέσεις.
Η πρώτη, είναι αυτή ανάμεσα στο κεφάλαιο, το πολιτικό του προσωπικό και τον ιμπεριαλισμό απο τη μία και τη συμμαχία ανάμεσα στο τσαβικό κράτος, τους αγρότες, τα κινήματα πόλης, τα συνδικάτα, τις κρατικές ή αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις κ.λπ., από την άλλη.
Η δεύτερη, είναι αυτή που διαιρεί το «τσαβικό» πολιτικό και κοινωνικό στρατόπεδο και η οποία αποτελεί μέρος της ευρύτερης ταξικής πάλης που διεξάγεται με κεντρικό στόχο να επηρεάσει την κατεύθυνση και τη στρατηγική της κυβέρνησης. Οι «κεντριστές» επιθυμούν τη σταθεροποίηση του status quo, τις καλές σχέσεις με το κεφάλαιο και τη μείωση της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία. Οι «αριστεροί» αντιθέτως, τείνουν στην επέκταση των κρατικοποιήσεων, τις ρυθμίσεις στην αγορά, την αύξηση των δημοσίων δαπανών. Το γεγονός όμως που έχει μεγάλη σημασία είναι ότι έξω από τη διχοτόμηση αυτή των οργανωμένων δυνάμεων του «τσαβισμού», η πλειοψηφία του κόσμου ψηφίζει και κινητοποιείται υπέρ του Τσάβες, χωρίς ωστόσο να είναι οργανωμένη ή να συνδέεται με κάποιο οργανικό δεσμό με τους «κεντριστές» ή τους «αριστερούς».
Ο Τζέϊμς Πέτρας κάνει την εξής οξυδερκή παρατήρηση: «…παραδόξως, όταν η αριστερά αυξάνει την επιρροή της στο επίπεδο της εφαρμοζόμενης κυβερνητικής πολιτικής, το ίδιο αυτό γεγονός αφαιρεί δυνατότητα αντιπαράθεσης από τα ριζοσπαστικά στοιχεία και τα κοινωνικά κινήματα…». Και συνεχίζει «…ακόμα χειρότερα, η αριστερά προωθεί την ιδέα για τον “σοσιαλισμό του 21ου αιώνα” χωρίς να τη συνδέει με τους αγώνες και τις συγκεκριμένες ανάγκες των φτωχών και της εργατικής τάξης…».
Το δημοψήφισμα της 2ας Δεκεμβρίου 2007 αποτέλεσε το όριο της ιδεολογικοπολιτικής επιρροής της αριστεράς ενώ μετά την ήττα αρχίζει μια κάμψη της δυναμικής της.
Η αριστερά προωθούσε μέτρα που αν και δεν έστρωναν τον δρόμο προς τον σοσιαλισμό, ωστόσο, ριζοσπαστικοποιούσαν αρκετά τη διαδικασία. Όμως περισσότεροι από τρία εκατομμύρια ψηφοφόροι του Τσάβες δεν πήγαν στις κάλπες, αποδοκιμάζοντας τόσο τους «κεντριστές», που έτσι και αλλιώς αδιαφορούν για τη ζωή των κατώτερων τάξεων, όσο και τους αριστερούς, οι οποίοι φαίνεται πως υποτίμησαν εντελώς την επίδραση που είχε ο υψηλός πληθωρισμός, οι ελλείψεις βασικών αγαθών (όπως γάλα για βρέφη), καθώς και την εμφάνιση της μαύρης αγοράς. Η αριστερά επικεντρώθηκε στην ιδεολογική της επικράτηση επί της δεξιάς του τσαβισμού, παραμελώντας τη μάχη στον δρόμο. Δεν κατάφερε να συνδέσει την προπαγάνδα υπέρ των σοσιαλιστικών της ιδεών με το ζήτημα των αυξήσεων στους μισθούς και την εύρεση σταθερής εργασίας για τους εργαζόμενους.
Μετά την ήττα στο δημοψήφισμα, ο Τσάβες πέρασε από την αριστερά στο κέντρο: ζήτησε «μείωση της ταχύτητας της πορείας προς τον σοσιαλισμό», αύξησε τους δεσμούς του με το μεγάλο κεφάλαιο και πέρασε σε επιβράδυνση της διαδικασίας των εθνικοποιήσεων και της αγροτικής μεταρρύθμισης. Ενώ πριν το δημοψήφισμα υπήρχε διατίμηση τιμών σε βασικά αγαθά (γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση των μεγαλεμπόρων και κατά συνέπεια τη μη επαρκή τροφοδότηση της αγοράς) μετά την ήττα, η κυβέρνηση επέτρεψε την αύξηση των τιμών χωρίς παράλληλη αύξηση των μισθών.
Η αποτυχία της αριστεράς να προχωρήσει στον σοσιαλισμό μέσα στο κέλυφος του καπιταλισμού έστρωσε τον δρόμο στους «κεντριστές». Δεν κατάφερε να συνδυάσει την κίνηση από τα πάνω με το βάθεμα της ριζοσπαστικοποίησης των από τα κάτω.
Τα κοινωνικά κινήματα και οι μάζες των κατώτερων τάξεων δεν βρίσκουν τίποτα να τους αντιπροσωπεύει στη δεξιά ή το κέντρο, παραμένουν δίπλα στην αριστερά και στα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία. Το προβλεπόμενο πάγωμα της εισοδηματικής ανακατανομής θα οξύνει τον θυμό της. Ήδη καταγράφηκε η ήττα του Τσάβες όταν, μετά από έναν παρατεταμένο και δυναμικό αγώνα των εργατών της, υποχρεώθηκε να κρατικοποιήσει μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες σιδηρουργίας της χώρας, ενώ οι προσπάθειες του υπουργού εργασίας να προχωρήσει στη δημιουργία μιας φιλοκυβερνητικής εργατικής γενικής συνομοσπονδίας προκάλεσαν αντίδραση και οργή για τις διασπαστικές του προθέσεις και οδήγησαν στην αντικατάστασή του. Λαϊκή αγανάκτηση προκάλεσε επίσης και η απόφαση του Τσάβες να παραχωρήσει αμνηστία στους πραξικοπηματίες του 2002.
Ν. Μ.