Η μονομερής ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου όχι μόνο δεν έλυσε το πρόβλημα στην ευαίσθητη περιοχή των Βαλκανίων, αλλά στην πραγματικότητα το αναζωογόνησε. Ως αποτέλεσμα των πιέσεων που άσκησε η ΗΠΑ για μήνες, η ανακήρυξη ήρθε σε στιγμή προβλέψιμη και χωρίς να πιάσει κανέναν απροετοίμαστο.
Αυτό που ωστόσο δεν έγινε ιδιαίτερα αισθητό, καλυπτόμενο σε μεγάλο βαθμό από τον θόρυβο των πανηγυρισμών και την παραπλανητική εικόνα των μακρο-αναλύσεων για το μέλλον των Βαλκανίων, ήταν η πολύ καλά προετοιμασμένη αντίδραση των Σέρβων του Κοσσόβου. Σε συντονισμό με το Βελιγράδι, όχι μόνο δεν απέμειναν στο περιθώριο των εξελίξεων αλλά βρέθηκαν να πρωταγωνιστούν, εκθέτοντας τον σχεδιασμό και την επιχειρησιακή ικανότητα της αποστολής των Ηνωμένων Εθνών στο Κόσσοβο.
Τις μέρες αμέσως μετά την ανακήρυξη στο βόρειο Κοσσυφοπέδιο, λειτούργησε με εξαιρετική επιτυχία ένας μηχανισμός που σκοπό είχε να ακυρώσει, συμβολικά αρχικά και στη συνέχεια πρακτικά, την αλβανική απόπειρα απόσχισης. Στελεχωμένος με μέλη της μυστικής αστυνομίας, η οποία χρηματοδοτείται από το Βελιγράδι και είναι εγκατεστημένη στο βόρειο Κόσσοβο από το τέλος του πολέμου, με νεολαίους μέλη ακροδεξιών οργανώσεων και Σέρβους Κοσσοβάρους αποφασισμένους για όλα, ο μηχανισμός αυτός κατάφερε να δημιουργήσει εστίες ελεγχόμενης έντασης.
Τις πρώτες μέρες, οι καθημερινές διαδηλώσεις στη βόρεια Μιτροβίτσα, οι νυχτερινές ανατινάξεις βομβών μπροστά από κτίρια των διεθνών δυνάμεων και οι εμπρησμοί αυτοκινήτων έδιναν την εντύπωση μιας σύγκρουσης εν τη γενέσει της. Το αποτέλεσμα ήταν να αποχωρίσει από τη βόρεια Μιτροβίτσα η προπαρασκευαστική αποστολή της ΕUROLEX, της ευρωπαϊκής αποστολής στο Κόσσοβο, καθώς και να μειωθεί το προσωπικό των Ηνωμένων Εθνών στην περιοχή. Αυτό το κενό διοικητικής εξουσίας, συμβολικό περισσότερο, έσπευσε να καλύψει το Βελιγράδι εγκαινιάζοντας παράρτημα του σέρβικου υπουργείου για το Κόσσοβο και τα Μετόχια στη βόρεια Μιτροβίτσα. Οι δύο οργανωμένες και σφοδρότατες επιθέσεις στα συνοριοφυλάκια του Γιάρινιε και της Μπάνια, στις οποίες συμμετείχαν ντόπιοι Σέρβοι, απέδειξαν επίσης τον ιδιαίτερα υψηλό βαθμό ετοιμότητας και αποφασιστικότητάς τους.
Έτσι, για πρώτη φορά οι Σέρβοι διεμήνυαν ότι όχι μόνο δεν τα παρατούν αλλά πως πρόκειται να παλέψουν σκληρά για ό,τι θεωρούν δικό τους. Στη διάρκεια της πρώτης εβδομάδας από την ανακήρυξη, οι Σέρβοι αστυνομικοί της πολυεθνικής αστυνομίας των Ηνωμένων Εθνών σταμάτησαν να δέχονται εντολές από την Πρίστινα και αποκατέστησαν την επαφή τους με το Βελιγράδι. Στην πλειοψηφία τους οι αστυνομικοί αυτοί μισθοδοτούνται από τη σερβική κυβέρνηση, ενώ παραμένουν μέλη της αποστολής των Ηνωμένων Εθνών, η οποία αδυνατεί να τους αποσύρει φοβούμενη το κενό αστυνόμευσης που θα δημιουργηθεί στις περιοχές στις οποίες μονό οι Σέρβοι μπορούν να εργασθούν.
Στο τέλος της πρώτης εβδομάδας, το βόρειο τμήμα του Κοσσυφοπεδίου έμοιαζε θεσμικά αποσπασμένο από το υπόλοιπο Κόσσοβο και δημιουργούσε τεράστιο πρόβλημα στην εφαρμογή των περαιτέρω σχεδίων της διεθνούς κοινότητας για το Κοσσυφοπέδιο. Η τεράστια παρεξήγηση για τη μεταβίβαση της διοίκησης από την UNMIK στην Ευρωπαϊκή αποστολή, η οποία δεν έχει λυθεί ακόμη, και για τις δικαιοδοσίες της καθεμιάς μετά την ανακήρυξη είναι, εν μέρει, αποτέλεσμα και των εξελίξεων στο βόρειο Κόσσοβο.
Η απουσία ουσιαστικού ελέγχου της περιοχής, η συνοχή και η πλήρης αποδοχή της απόσπασης της απόπειρας θεσμικού και πολιτικού αποκλεισμού του βορείου Κοσσυφοπεδίου από τους Σέρβους του Κοσσόβου, οδήγησαν στη μεταβίβαση, από πλευράς διεθνούς κοινότητας, της ευθύνης της περιοχής στη στρατιωτική δύναμη της KFOR, η οποία ήταν ουσιαστικά και η μόνη που μπορούσε να παραμείνει ενεργή.
Το αποτέλεσμα ήταν η στρατιωτικοποίηση της ζώνης από τη βόρεια Μιτροβίτσα έως και τα βόρεια σύνορα του Κοσσόβου. Τις εβδομάδες που ακολούθησαν, εικόνες πάνοπλων στρατιωτών που σταματούσαν λεωφορεία με φοιτητές από το Βελιγράδι έξω από τη Μιτροβίτσα, και τα μπλόκα από βαριά τεθωρακισμένα άρματα έγιναν κομμάτι της καθημερινότητας της περιοχής. Όχι μόνο αυτό δεν βοήθησε στο να αποσυμπιεστεί η ένταση αλλά αποκάλυψε τον πραγματικό ρόλο της Νατοϊκής δύναμης στο βόρειο Κοσσυφοπέδιο που δεν είναι άλλος από αυτόν του στρατού κατοχής.
Τα σοβαρά επεισόδια της 17ης Μαρτίου, ένα μήνα μετά την ανακήρυξη, με ένα νεκρό αστυνομικό των Ηνωμένων Εθνών και πολλούς τραυματίες, διεθνείς και Σέρβους, διέψευσαν και αυτούς που θεωρούν ότι η ένταση θα εξομαλυνθεί με το πέρασμα του χρόνου. Τη νύχτα μετά τα επεισόδια, η βόρεια Μιτροβίτσα έμοιαζε με προσφάτως απελευθερωμένη πόλη. Οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ και του ΟΗΕ, θέλοντας να αποφύγουν περισσότερα επεισόδια, είχαν αποχωρίσει στο νότιο τμήμα της πόλης, ενώ στο βόρειο περιπολούσαν Σέρβοι αστυνομικοί με πολιτικά, γνωστοί και ως «Φύλακες της Γέφυρας».
Η πραγματική διαίρεση του Κοσσυφοπεδίου επιτεύχθηκε ουσιαστικά εκείνη τη νύχτα· η επίσημη θα προκύψει αργότερα, όταν τα τεχνητά εμπόδια που την καθυστερούν –η επιμονή της διεθνούς κοινότητας και κυρίως των ΗΠΑ να αναβάλουν το αναπόφευκτο– καμφθούν με το πέρασμα του χρόνου. Όσο ωστόσο καθυστερεί, τόσο πιο βίαιο θα είναι και το ξέσπασμα που θα την προκαλέσει.
Το νέο μόρφωμα που αναδύεται μέσα σε αυτή την πραγματικότητα είναι φορέας σοβαρών προβλημάτων που του κληρονόμησαν τα λάθη και τα ελαττώματα αυτών που το διαφέντευαν τα προηγούμενα χρόνια.
Η οικονομία δεν δείχνει την παραμικρή τάση ανάνηψης, ενώ ταυτόχρονα κεφάλαια και εταιρίες πλιατσικολογούν ό,τι μπορεί να έχει αξία. Πρόκειται για τη συνωμοσία της νεόκοπης τοπικής ελίτ με τη διεθνή διοίκηση του μορφώματος, η οποία λειτουργεί εις βάρος των πολλών.
Οι αδιαφανείς ιδιωτικοποιήσεις προχωρούν σταθερά και τα προβλήματα στις παμπάλαιες υποδομές διογκώνονται, αυξάνοντας την έλλειψη ηλεκτρικού ρεύματος και καθαρού νερού. Το οργανωμένο έγκλημα που συνδέεται άμεσα με την τοπική πολιτική ελίτ λυμαίνεται την περιοχή, ενώ η διαφθορά αποτελεί πια δομικό χαρακτηριστικό του πολιτικού συστήματος.
Την ίδια στιγμή, οι μισοί σχεδόν Αλβανοί στο Κοσσυφοπέδιο ζουν κοντά στο όριο της φτώχιας και ακόμη ένα 20% σε συνθήκες εξαθλίωσης. Η κοινωνία φυτοζωεί με τα εμβάσματα των ξενιτεμένων συγγενών και την ελεημοσύνη που στέλνει η διεθνής κοινότητα, ενώ η ανεργία σκαρφαλώνει –προς το παρόν βρίσκεται στο 50%. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι ελλειματικό κατά 95%, με τις περισσότερες εισαγωγές να προέρχονται ακόμη και σήμερα από τη Σερβία. Με τα δεδομένα αυτά, η συνέχεια προβλέπεται δυσοίωνη. Ο συνδυασμός πολιτικής κρίσης και δυσλειτουργικής κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα στην περιοχή.
Δεν είναι τυχαίο ότι όλο και περισσότεροι νεολαίοι έλκονται, για ακόμη μια φορά, από ριζοσπαστικές φωνές που προτείνουν τις χειρότερες δυνατές λύσεις για την επίλυση των προβλημάτων. Ενώ ο πραγματικός ένοχος υποκρίνεται ότι όλα βαίνουν καλώς, στην κυριολεξία στρουθοκαμηλίζοντας –όπως συνήθως κάνουν και οι οργανισμοί της διεθνούς κοινότητας–, τα τελευταία αποθέματα ειρήνης εξανεμίζονται.
Αυτό που θα απομείνει είναι μια πραγματικότητα ανάπηρη που, ανεξάρτητα από το πως θα εξελιχθούν οι πολιτικές και η διπλωματία, θα ζει εις βάρος της κοινωνίας. Όσο για τους νεότερους –περισσότεροι από τους μίσους κάτοικους της περιοχής είναι κάτω των 25 ετών–, θα ζουν αποκλεισμένοι σε μια περιοχή όπου η δυστυχία τους θα είναι προεξοφλημένη, όντας τα μεγάλα θύματα ενός άχρηστου πολέμου και μιας μεταπολεμικής παρωδίας που κατέστησαν το Κοσσυφοπέδιο μια μαύρη τρύπα στη καρδιά των Βαλκανίων.