Ομάδα αντιπληροφόρησης σχετικά με τα κινήματα και τις αντιστάσεις στον κόσμο. Ιστολόγιο υπό διαρκή κατασκευή.

9 Ιουλ 2008

Σχήματα πολιτικής και κινήματα αντίστασης στις αρχές του 21ου

Σε ένα κείμενό του το 2002, ο Michael Hardt διέγνωσε μία θεμελιώδη αντίθεση που διαπερνούσε το Παγκόσμιο Φόρουμ του Πόρτο Αλέγκρε. Από τη μία, υπήρχαν εκείνοι-ες που πρόβαλλαν το έθνος-κράτος ως κύριο εφαλτήριο για την αντίσταση κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, διακήρυσσαν την ανάγκη κεντρικού συντονισμού και αντιπροσωπευτικής οργάνωσης των κινημάτων, και επέμεναν στην κατάρτιση ενός ελάχιστου κοινού πολιτικού προγράμματος (το «μεγάλο κίνημα-Κόμμα»). Από την άλλη, αρκετά άτομα και συλλογικότητες προέκριναν μορφές αλληλέγγυας δράσης που καθορίζονταν από τα κάτω και διέσχιζαν τα σύνορα των κρατών, αποκήρυσσαν τη σύμπηξη μίας ενιαίας πλατφόρμας, τάσσονταν υπέρ της αυθόρμητης έκφρασης και της ίσης και ανοικτής συμμετοχής όλων, επικέντρωναν στην αμεσότητα της πράξης, ενδιαφέρονταν για την αλλαγή των καθημερινών πρακτικών και αξίωναν τη διάλυση των ιεραρχικών και αντιπροσωπευτικών δομών μέσα κι έξω από τα κινήματα. Η αντίθεση αυτή, που αποτυπώνει ειδοποιά γνωρίσματα των νέων αντιστάσεων από το Σηάτλ και μετά, συναντιέται, αλλά δεν συμπίπτει απαραίτητα, με την αντιπαράθεση μεταξύ μεταρρυθμιστικών και αντικαπιταλιστικών συνιστωσών. Αναδείχθηκε σταδιακά σε μία σταθερά της ριζοσπαστικής πολιτικής κατά την πρώτη δεκαετία του νέου αιώνα, και κωδικοποιήθηκε ως σύγκρουση «καθέτων» (ιεραρχικών-συγκεντρωτικών) και «οριζοντίων» (αυτονομιστών) στο Ευρωπαϊκό Φόρουμ του Λονδίνου, τον Οκτώβριο του 2004. Συνδέθηκε στο πολιτικό φαντασιακό με τα διαφορετικά σχήματα εναλλακτικής πολιτικής που ενσαρκώνουν οι Ζαπατίστας, από τη μία, ο «τσαβισμός», από την άλλη, ενώ αναφαίνεται διαρκώς σε ποικίλες νέες μορφές δράσης, που φθάνουν μέχρι και τις «διαδηλώσεις των SMS» το καλοκαίρι του 2007 στην Αθήνα, μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές.
Η πολιτική σκέψη της αριστεράς συνέβαλε στο πεδίο αυτό με τη θεωρητική διύλιση των αντιμαχόμενων σχημάτων και την κριτική τους αποτίμηση. Η σημαντικότερη, όμως, συνεισφορά της ριζοσπαστικής θεωρίας εν προκειμένω θα συνίστατο μάλλον στην αναγνώριση των ορίων κάθε σχηματοποίησης, θεωρητικής ή πρακτικής, και στην απαγκίστρωση της σκέψης και της πράξης από τις επανεμφανιζόμενες απολυτότητες. Είναι ίσως καιρός να ξανασκεφθούμε και να δράσουμε πολιτικά με μία πρωτογενή έννοια, δηλαδή με ευαισθησία στη συγκυρία αλλά και με σαφή επίγνωση ότι η πολιτική πράξη δεν μπορεί να ελευθερωθεί πλήρως από αντιφάσεις και εγγενή εμπόδια. Η πολιτική πράξη καλείται να πάρει ριζικές αποφάσεις χωρίς εγγυημένες λύσεις και συνταγές, αλλά μπορεί παράλληλα να διαρρήξει κάθε προδιαγεγραμμένο πλαίσιο με την ιστορική της δημιουργικότητα.

Πολιτική σκέψη και ριζοσπαστική πολιτική: ο ηγεμονικός πόλος


Στη σφαίρα της θεωρίας, ο ένας πόλος της αντίθεσης εκφράζεται εύγλωττα σήμερα στο έργο του Ernesto Laclau και της Chantal Mouffe. Στο Hegemony and Socialist Strategy ξεκίνησαν να επεξεργάζονται μαζί ένα νέο-γκραμσιανό πρότυπο ηγεμονίας που δεν θα επεδίωκε να υπαγάγει τις πολλαπλές διαφορές των σύγχρονων οικολογικών, φεμινιστικών, αντισυστημικών και άλλων κινημάτων σε ένα κοινό μπλοκ υπό την ηγεσία της εργατικής τάξης. Παρόλα αυτά, ο ηγεμονικός συνασπισμός, όπως τον συλλαμβάνουν, συγκροτεί μία συλλογική βούληση που μπορεί να προωθήσει έναν νέο, ανταγωνιστικό κοινωνικό σχηματισμό. Βασική οντολογική αρχή που Laclau, που προχώρησε στην εξειδίκευση αυτού του μοντέλου, είναι η αρνητικότητα ή η έλλειψη. Πρωταρχικό δεδομένο είναι η πολλαπλότητα, το πλήθος των συλλογικοτήτων, των ατόμων, των αντιλήψεων, των στοχεύσεων. Αλλά η πολλαπλότητα αυτή είναι «αποτυχημένη» ή ελλειπτική, δηλαδή, οι διαφορές -οι ποικίλες ομάδες, θέσεις, επιδιώξεις κ.λπ.- δεν είναι αυτάρκεις ούτε συνδυάζονται αυθόρμητα μεταξύ τους. Η πολλαπλότητα δεν μπορεί να διαμορφώσει αυτόματα μία κοινωνική πραγματικότητα ή μία κοινότητα. Διασχίζεται από αντιθέσεις και εντάσεις, στερείται αυτόματων μηχανισμών και απαιτεί επιλογές. Καθίσταται έτσι αναγκαία η μεσολάβηση διαβημάτων σύνθεσης από κοινωνικά υποκείμενα που οικοδομούν μία μερική και πρόσκαιρη ενότητα.
Αν συνδυάσουμε την πολλαπλότητα των διαφορών και των δυνατοτήτων με την απουσία απόλυτων αντικειμενικών διαδικασιών (ιστορικοκοινωνικών νόμων, επιταγών του λόγου κ.ό.κ.) συμπεραίνουμε ότι ο σχηματισμός μίας κοινότητας ή μίας κοινωνικής πραγματικότητας πηγάζει εν τέλει από πράξεις εξουσίας. Η πραγματοποίηση της μίας ή της άλλης δυνατότητας δεν είναι προϊόν του οικουμενικού λόγου ή μίας κοινωνικής μηχανικής, αλλά καθορίζεται από την ισχύ, από τα διαθέσιμα μέσα και την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των εναλλακτικών πόλων. Σε μία ανοικτή ιστορικιστική αντίληψη, που δεν δέχεται a priori νομοτέλειες και άκαμπτες αναγκαιότητες, το «καθολικό» (η μορφή της κοινότητας, τα γενικά συμφέροντα) δεν έχει προκαθορισμένα περιεχόμενα. Έτσι η καθολικότητα αναδεικνύεται σε πεδίο μάχης μεταξύ ιδιαίτερων κοινωνικών δυνάμεων που εμφανίζονται ως ευρύτεροι εκπρόσωποι, εγγυητές ή διαμορφωτές του συνόλου -ως δυνάμεις ικανές να διαπλάσουν και να προασπίσουν μία ορισμένη οργάνωση της κοινωνίας.
Για την ύφανση μίας νέας συλλογικής μορφής απαιτείται, ειδικότερα, η χάραξη διαχωριστικών γραμμών που θα συνθέτουν μία μερική ενότητα-ταυτότητα μέσα από το μάγμα των διαφορών και θα εξοβελίζουν με ενέργειες εξουσίας ανταγωνιστικά στοιχεία. Η ανισομερής εξουσία αποτελεί, κατά τον Laclau, εγγενές συστατικό κάθε κοινωνικής τάξης γενικά και κάθε ριζοσπαστικού εγχειρήματος ειδικότερα. Για να γίνει πράξη ένα νέο δημοκρατικό σχέδιο θα πρέπει να ορίσει έναν αντίπαλο -τον κυρίαρχο κοινωνικό σχηματισμό που επιδιώκει να αντικαταστήσει- και να τον ανατρέψει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κάτι που σε κάθε περίπτωση προϋποθέτει την απόκτηση μίας υπεροχής ισχύος. Το εναλλακτικό σχέδιο θα πρέπει επίσης να εξοστρακίσει διαφορές –για παράδειγμα, ξενοφοβικές, ρατσιστικές, πατριαρχικές και άλλες καταπιεστικές πρακτικές- που απάδουν προς τις αξίες του. Και είναι απαραίτητο να διατηρήσει και μετά την επικράτησή του την ικανότητα εξουσιαστικής επιβολής για να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει νέες απειλές. Η τελική διάλυση της εξουσίας είναι νοητή μόνο σε μία μετα-ιστορική κοινωνία χωρίς ριζικούς ανταγωνισμούς, εκεί όπου οι εδραιωμένες δημοκρατικές αρχές δεν θα αμφισβητούνταν από διαφορετικές ερμηνείες τους ή αντίπαλες δυνάμεις. Μία τέτοια συνθήκη αντιβαίνει και προς την ενδεχομενικότητα της ιστορίας και προς την ελευθερία αμφισβήτησης που θα πρέπει να διακρίνει μία κοινωνία αυτονομίας.
Ο Laclau επιμένει, τέλος, στον καταστατικό ρόλο της αντιπροσώπευσης. Εφόσον το καθολικό είναι θεμελιωδώς κενό, τα εκάστοτε περιεχόμενά του ορίζονται από ιδιαίτερες κοινωνικές δυνάμεις που, για να επιβάλουν ευρύτερα τις προτιμήσεις τους, θα πρέπει να εμφανιστούν ως εκπρόσωποι καθολικών συμφερόντων. Σε ένα πιο ιστορικό επίπεδο, ο Laclau υποστηρίζει ότι στις σημερινές κοινωνικές συνθήκες η αντιπροσώπευση έχει καταστεί θεμελιώδης πολιτική σχέση. Η αύξηση της κοινωνικής πολυπλοκότητας και διασύνδεσης συνεπάγεται την ανάγκη λήψης αποφάσεων σε πολλαπλά (τοπικά, εθνικά, υπερεθνικά) επίπεδα, όπου η συμμετοχή ποικίλων ομάδων δεν μπορεί να είναι άμεση και γίνεται κατ’ανάγκην δι’ αντιπροσώπων. Εξαιτίας μάλιστα του κατακερματισμού και της ασάφειας των σύγχρονων κοινωνικών ταυτοτήτων, οι αντιπρόσωποι καλούνται να παίξουν έναν πιο ενεργό, διαμορφωτικό ρόλο, συγκροτώντας κοινωνικές σχέσεις εκεί όπου δεν υπήρχαν, συναρθρώνοντας πολυτεμαχισμένες ταυτότητες και συγκεκριμενοποιώντας ρευστά κοινωνικά συμφέροντα.
Η αντίληψη αυτή για την ηγεμονία βάλλει στη ρίζα της ιδέας (που προβλήθηκε ξανά τα τελευταία χρόνια από τον John Holloway) ότι η κυριαρχική πολιτική με την αντιπροσώπευση, την ανισομερή εξουσία και τους αποκλεισμούς ανήκει ουσιωδώς στον αντίπαλο της κοινωνικής χειραφέτησης, τον καπιταλισμό και το νεότερο κράτος, και ότι διεισδύει σε κινήματα απελευθέρωσης μόνο όταν αυτά αποσυνδέουν τα μέσα από τον σκοπό -την εγκαθίδρυση μίας κοινωνίας με πραγματική ισότητα και ελευθερία. Κατά τον Laclau και τη Μouffe, η μορφή του κράτους είναι ανεξάλειπτη ως τέτοια. Μία πιο χειραφετημένη κοινωνία θα επιδιώκει την αμφισβήτηση και τον περιορισμό των ανισοτήτων και των ανελευθεριών, αλλά δεν θα τις εξαφανίσει πλήρως. Σύμφωνα με τους ίδιους, η ιδέα ότι ένα κίνημα ή ένας νέος κόσμος είναι δυνατό να εξαλείψουν πλήρως την ανισομερή εξουσία και να πραγματοποιήσουν σχέσεις τέλειας ισότητας και ελευθερίας δεν είναι μόνο αφελής, είναι επικίνδυνη για τους σκοπούς της χειραφέτησης. Η ψευδαίσθηση αυτή, αν δεν συγκαλύπτει τους καταναγκασμούς και τις ανισότητες που επιβιώνουν ή αναδύονται αργότερα στους κοινωνικούς σχηματισμούς της «απόλυτης ελευθερίας», συμβάλλει στο να καμφθεί η επαγρύπνηση και η κριτική διάθεση απέναντι στις υπάρχουσες ανελευθερίες.

Η αντικυριαρχική δημοκρατία του πλήθους

H αξία του εγχειρήματος των Hardt και Negri στην Aυτοκρατορία και το Multitude [Πλήθος] έγκειται εν μέρει στο ότι θέλει να αντικρούσει με ένα ιστορικο-κοινωνικό επιχείρημα την απολυτοποίηση του ηγεμονικού προτύπου πολιτικής. Δεν επεξεργάζεται απλώς θεωρητικά την υφή και τη δυνατότητα ενός διαφορετικού, αντιιεραρχικού, ελευθεριακού σχήματος συλλογικής δράσης, αλλά επιχειρεί να καταδείξει την πραγματικότητά του εδώ και τώρα. Ο σύγχρονος φορέας της κοινωνικής αλλαγής στη θεώρησή τους, το «πλήθος», προκύπτει καθοριστικά από τις νέες μορφές άυλης εργασίας που εξαπλώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες και έχουν αρχίσει να γίνονται ποιοτικά κυρίαρχες στην παραγωγή. Οι συγκλίνουσες βιοπολιτικές συνθήκες σε όλο τον κόσμο, οι διεθνείς κοινοί τόποι της μεταφορντιστικής εργασίας (της δημιουργικής ευελιξίας, των επικοινωνιών και των υπηρεσιών), η πυκνή, παγκόσμια διασύνδεσή της και οι νέες τεχνολογίες επικοινωνίας συγκροτούν το πλήθος ως συλλογικό υποκείμενο δράσης. Ο φορέας αυτός αποτελείται από μία ποικιλία διαφορετικών ατομικοτήτων και συλλογικοτήτων, η οποία συνέχεται από τη διαρκή και άμεση παραγωγή του «κοινού»: κοινωνικών σχέσεων, επικοινωνίας, συναισθημάτων, τρόπων ζωής. Αποκρυσταλλώνεται έτσι μία κοινότητα απαραμείωτων και αναπτυσσόμενων διαφορών που απλώνεται πέρα από ηγεμονικές περιχαρακώσεις, καθώς παραμένει ανοικτή, πορώδης, χωρίς αποκλειστική κοινή βάση, ενιαίο κέντρο και εξουσιαστικές αρχές.
Η περιεκτικότητα και ανοικτότητα του «κοινού» είναι άρρηκτα συνυφασμένες με τη δικτυακή συγκρότηση του πλήθους. Το πλήθος είναι διαρθρωμένο ως πλέγμα με διαφορετικούς κόμβους που συνδέονται αυτόνομα μεταξύ τους και με άλλους κόμβους. Νέοι αρμοί μπορούν να προστίθενται διαρκώς χωρίς a priori αποκλεισμούς και ανταγωνιστικές αντιπαραθέσεις. Σε αντίθεση με το υπερβατικό μοντέλο της νεωτερικής κυριαρχίας, όπου η ενότητα παράγεται από ένα κυρίαρχο υποκείμενο που υπέρκειται των επιμέρους διαφορών, η βιοπολιτική δυναμική του πλήθους συντάσσει στοιχεία που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο και οργανώνονται συνεργατικά, οριζόντια και άμεσα. Οι συστατικές του σχέσεις καθορίζονται άμεσα από τους διαφορετικούς φορείς του, χωρίς κεντρική καθοδήγηση και ηγεμονικό πρόγραμμα. Είναι συμμετοχικό και αποκεντρωμένο, όπως οι δικτυακές οργανώσεις με τους πολλαπλούς κόμβους που επεκτείνονται διαρκώς, και λειτουργεί ως συντακτική εξουσία του δήμου καθώς θεσπίζει άμεσα κοινωνικές σχέσεις, αξίες και περιεχόμενα ζωής. Τα συστατικά στοιχεία του πλήθους συντονίζονται όπως τα μέλη ενός σμήνους και συναποφασίζουν με την ανάλογη νοημοσύνη. Η πολιτική λογική του σμήνους διαφαίνεται, για παράδειγμα, στα προγράμματα ανοικτού λογισμικού, όπου οι πολλαπλοί δρώντες συμβάλλουν αυτόβουλα στη δημιουργική επίλυση προβλημάτων, τροφοδοτώντας χωρίς κεντρικό συντονισμό την αέναη εξέλιξη ενός κοινού αποτελέσματος.
Οι στιγμές της πανηγυρικής δημόσιας εμφάνισης του πλήθους, με το καρναβάλι, τις ευφάνταστες δράσεις και τα πρωτότυπα συνθήματα που ξετυλίχθηκαν στους δρόμους του Σηάτλ, της Γένοβας και τις ποικίλες εκδηλώσεις και διαδηλώσεις των Κοινωνικών Φόρουμ, αναδεικνύουν εύγλωττα δύο διακριτικά του γνωρίσματα: αφενός, την ποιητική δύναμη που απελευθερώνει, τη συλλογική πράξη με την οποία γεννά νέες κοινωνικές σχέσεις, και, αφετέρου, τον πολυφωνικό διάλογο, το νέο πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης που ενσαρκώνει το πλήθος. Το πρότυπο αυτό αντικαθιστά την αντίθεση ταυτότητα/διαφορά με το δίπολο μοναδικότητα/ταυτότητα, στο οποίο η μοναδικότητα εκδηλώνεται μέσα στη δικτυακή, ανοικτή και πληθωρική κοινότητα.
Η κατά Laclau ηγεμονία αποτυπώνει, λοιπόν, τη δομή του εθνικού μαζικού και του επαναστατικού κόμματος, του εργατικού συνδικάτου και των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων, με όλα τα συνοδευτικά βαρίδια του συγκεντρωτισμού, της αντιπροσώπευσης, της ιδεολογικής κλειστότητας και της κατά μέτωπο σύγκρουσης με επίδικο της κατάκτηση της εξουσίας. Το αυθόρμητο, δικτυωμένο, δημιουργικό, περιεκτικό και πολυποίκιλο πλήθος προβάλλει αντιθέτως ως το νέο μόρφωμα της μεταβιομηχανικής κοινωνίας και της δικής της πολιτικής, που κάνει πράξη την ισότητα και την ελευθερία μέσα στις ίδιες τις συστατικές του βιοπολιτικές αρθρώσεις και τις αντιστάσεις κατά της αυτοκρατορίας του κεφαλαίου. Με τα φευγαλέα δρώμενά του δίνει υπόσταση σε μία δημοκρατία ριζικής ισότητας και ελευθερίας χωρίς αποκλεισμούς, συσσωρεύει εμπειρίες και εμπνέει την πίστη ότι μία καλύτερη δημοκρατία είναι εφικτή. Έτσι σκιαγραφεί υλικά και βιωματικά ένα όραμα για το οποίο αξίζει να παλέψουμε και κινητοποιεί ένα πλέγμα αγώνων που ανοίγονται στο μέλλον. Κατά τους Hardt και Negri, η οριζόντια δικτύωση είναι επίσης πολιτικά επίκαιρη και αποτελεσματική στο βαθμό που και η ίδια η πλανητική εξουσία της αυτοκρατορίας είναι συγκροτημένη δικτυακά. Αλλά το πλήθος δεν αναλώνεται στην αντιπαράθεση: η αυτόνομα συγκλίνουσα δράση των ελεύθερων ιδιαιτεροτήτων επιχειρεί μία ριζική έξοδο από το σύστημα της νεωτερικής κυριαρχικής εξουσίας. Εκφράζει μία νέα κοινωνική και πολιτική δημιουργία που έχει πλέον τη δυνατότητα, χάρη στην ανάπτυξη της βιοπολιτικής παραγωγής, των αγώνων του πλήθους και των συνεργατικών ιστών που έχουν υφάνει, να ιδρύσει μία απόλυτα δημοκρατική κοινωνία, με πλήρη ισότητα και ελευθερία για τα δημιουργικά υποκείμενα.



Αντίσταση στην κυριαρχία;

Από τη σκοπιά, λοιπόν, της δικτυακής διάρθρωσης των αντιστάσεων, η ηγεμονική σύλληψη της πολιτικής αναπαράγει σήμερα και νομιμοποιεί στοιχεία εξουσιαστικής καταπίεσης που αντανακλούν τη νεωτερική πολιτική της κυριαρχίας στο πεδίο της κρατικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, των γραφειοκρατικών κομμάτων και επαναστατικών πρωτοποριών λενινιστικού τύπου. Το μοντέλο του Laclau από-ταξικοποιεί και τυποποιεί τον λενινιστικό ηγεμονισμό μεθερμηνεύοντάς τον με πιο αφηρημένους όρους. Επιζητεί, όμως, τη διαιώνιση των δομικών του γνωρισμάτων (ανισομερής συγκεντρωτισμός, κλειστότητα, αντιπροσώπευση, σχέσεις εξουσίας) εμφανίζοντάς τα ως λογική αναγκαιότητα, ταυτόσημα με την ίδια την ουσία της πολιτικής. Αλλά τα νέα κινήματα που αναφέρονται στη δημιουργία διαφορετικών δημοκρατικών κόσμων θέλουν να αποτινάξουν αυτούς ακριβώς τους εξουσιαστικούς καταναγκασμούς.
Ειδικότερα, οι απολυτοποιημένες θέσεις του Laclau για το αναπόφευκτο του ανταγωνισμού, του αποκλεισμού, της αντιπροσώπευσης και της άνισης ισχύος θα μπορούσαν να δεχθούν κριτικά πυρά από τρεις διαφορετικές οπτικές. Πρώτον, με όρους δημοκρατικών και χειραφετητικών αξιών, το ηγεμονικό σχήμα μοιάζει να αντιστρατεύεται τον ίδιο τον πυρήνα της ισότητας και της ελευθερίας, που πραγματώνονται πολύ πειστικότερα και πληρέστερα στο οριζόντιο, αυτονομιστικό πρότυπο. Δεύτερον, η προσκόλληση στις δομικές προδιαγραφές της νεωτερικής πολιτικής μοιάζει να αντιφάσκει με την ευαισθησία στον καιρό που θα πρέπει να διέπει μία γνήσια πολιτική αντίληψη, μία αντίληψη δηλαδή που διερευνά τις ιδιαιτερότητες των ιστορικών συνθηκών και αρπάζει τις ευκαιρίες της συγκυρίας προσαρμόζοντας ανάλογα τις στρατηγικές της δράσης. Ένα οργανωτικό μοντέλο αντίστασης και ανατροπής που ήταν ίσως κατάλληλο για τις κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις του εικοστού αιώνα μπορεί να είναι απρόσφορο και αναποτελεσματικό στο περιβάλλον του εικοστού πρώτου (αν δεχθούμε, π.χ., την ανάλυση των Hardt και Negri για τη δικτυακή διάρθρωση της αυτοκρατορίας ή κάποια άλλη ανάλυση που εντοπίζει θεμελιώδεις μεταλλαγές στις σύγχρονες δομές εξουσίας). Τρίτον, η ταύτιση της κυριαρχικής πολιτικής με την πολιτική tout court έρχεται σε αντίθεση με τις αφετηριακές παραδοχές της θεωρίας του Laclau, που επιμένει στον ανοικτό και εγγενώς ακαθόριστο χαρακτήρα της ιστορίας και την έλλειψη δεδομένων, αιώνιων δομών στην κοινωνία. Δεν αναγνωρίζει εν τέλει το πρωτείο της συλλογικής πολιτικής πράξης που μπορεί να καταλύσει παγιωμένα πλαίσια και να δημιουργήσει ριζικά νέες μορφές κοινωνικών σχέσεων, όπως συνέβη, για παράδειγμα, με τη Γαλλική και τη Ρωσική Επανάσταση.

Το απολιτικό πλήθος υπονομεύει τη ριζοσπαστική δημοκρατία;


Αλλάζοντας πλευρά στη διαμάχη, ο Laclau εντοπίζει κι αυτός μία παραλυτική εξάλειψη του πολιτικού στη θεώρηση των Hardt και Negri. Αφενός διατείνονται ότι το συλλογικό υποκείμενο και οι βασικοί άξονες μίας επαναστατικής δημοκρατίας έχουν ήδη ωριμάσει μέσα στις μεταφορντιστικές σχέσεις παραγωγής. Άρα δεν απαιτείται μία εντατική, εξ αρχής πολιτική εργασία για να συσταθεί ο φορέας της κοινωνικής αλλαγής, να συλληφθεί ένα εναλλακτικό πρόταγμα και να συγκροτηθεί μία νέα συλλογική ταυτότητα. Αφετέρου, υποθέτουν ότι το πλήθος δεν έχει ανάγκη από άλλους τύπους συλλογικής οργάνωσης πέραν της συστατικής, δικτυακής του διασύνδεσης. Αυτή δεν είναι μόνο το ιδεώδες όχημα της απόλυτης δημοκρατίας αλλά και το αποτελεσματικότερο μέσο πάλης καθώς η εξουσία της αυτοκρατορίας είναι ομοίως δικτυακά δομημένη και οι επιμέρους αγώνες του πλήθους πλήττουν συμμετρικά τις επιμέρους αρθρώσεις του συστήματος. Εν ολίγοις, το οργανωτικό ζήτημα έχει κλείσει κατ’ουσίαν. Κατά περίεργο τρόπο, η αντίληψη αυτή εκτρέφει μία παθητικότητα και έναν δογματισμό που θυμίζουν τις νομοτελειακές ερμηνείες του μαρξισμού. Τα θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με τον φορέα της κοινωνικής αλλαγής, τους στόχους, την ταυτότητα, τους αντιπάλους και τα προσφυέστερα σχήματα πολιτικής του οργάνωσης έχουν κατά βάση απαντηθεί. Δεν είναι απαραίτητη η διαρκής και διαφοροποιούμενη ανάλυση των συνθηκών, η συνέχιση της αντιπαράθεσης για τους στόχους και τα μέσα και η εκ νέου λήψη ριζικών αποφάσεων. Η στάση αυτή υποσκάπτει την κριτική επαγρύπνηση και την αδιάπτωτη αναλυτική προσπάθεια που επιβάλλονται για τη διάγνωση αδυναμιών στην κατανόηση των περιστάσεων και τη χάραξη των στρατηγικών. Εμποδίζει την πολιτική ευελιξία που επιτάσσουν η ανάγκη προσαρμογής των μέσων στα μεταβαλλόμενα περιβάλλοντα και η δυνατότητα στοχαστικής αναθεώρησης των γενικότερων κατευθύνσεων. Η κριτική των Laclau και Mouffe για την παραγνώριση του πολιτικού και τους συναφείς στρατηγικούς κινδύνους μπορεί να πάρει μία πολύ οξύτερη τροπή αναφορικά με τις αναρχίζουσες τάσεις του πλήθους, που προκρίνουν την έξοδο από το σύστημα της κυριαρχίας -με την παρωδία, τις αυτόνομες νησίδες και τα δρώμενα που πραγματώνουν φευγαλέες ουτοπίες ισοελευθερίας- ως μονόδρομο για την κοινωνική ανατροπή, αποκηρύσσοντας την ευθεία αντιπαράθεση και κάθε άλλη εμπλοκή με το κράτος. Για τον Laclau και τη Mouffe, μία τέτοια προσέγγιση είναι τουλάχιστον αφελής στο βαθμό που παραβλέπει τον καταστατικό ρόλο των ανισομερών σχέσεων εξουσίας σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό, σχέσεων που δεν αλλάζουν από μόνες τους ή με την καλή θέληση των κυρίαρχων, πόσο μάλλον όταν είναι βαθιά εδραιωμένες και ελέγχουν πανίσχυρους πόρους. Η προβληματική αυτή στάση εκκινεί από τη στρεβλή, κατά τους δύο θεωρητικούς, αντίληψη ότι είναι εφικτή μία πλήρης υπέρβαση των δομών εξουσίας. Η εν λόγω ιδεοληψία επιτρέπει σε ορισμένους χώρους και συλλογικότητες να φαντάζονται ότι μπορούν να απεμπολήσουν την εξουσία από το εσωτερικό τους, να την εντοπίζουν στο κράτος και τις παραφυάδες του και να αγωνίζονται για τη διατήρηση της καθαρότητάς τους. Θα μπορούσε να διακρίνει κανείς εδώ τις πουριτανικές διαθέσεις της «ωραίας ψυχής» στη αφήγηση του Χέγκελ. Η «ωραία ψυχή» κλείνεται στον εαυτό της και αποφεύγει τη δράση για να μη σπιλώσει με τους κινδύνους της πράξης την εσωτερική αγνότητα της ηθικής συνείδησης. Βαυκαλιζόμενη με τον τρόπο αυτό καταδικάζεται στην ουσιαστική ανυπαρξία. Ο Laclau και η Mouffe θίγουν το ίδιο το κέντρο της ωραίας ψυχής γιατί υποστηρίζουν ότι είναι κατάστικτη από κηλίδες εξουσίας και αποκλεισμών. Αυτό που θα πρέπει να επιδιώξουν τα χειραφετητικά κινήματα δεν είναι η αδύνατη εξάλειψη των σχέσεων ισχύος αλλά ο (πάντα ατελής) εκδημοκρατισμός τους. Με το να αρνείται κανείς την ανάμειξη σε αγώνες εξουσίας παραιτείται από το μετασχηματισμό των σημερινών, συντριπτικά ανισοβαρών, συσχετισμών ισχύος και συμβάλλει έτσι στη διαιώνισή τους. Τέλος, όταν θεωρούν ότι βρίσκονται πέραν της εξουσίας, τα ριζοσπαστικά κινήματα, και οι όποιες κοινωνίες τυχόν δημιουργήσουν, εμποδίζουν την ανάδειξη στοιχείων καταναγκασμού και ανισότητας στο εσωτερικό τους και δεν επιζητούν τη διαμόρφωση θεσμικών πρακτικών με τις οποίες τα στοιχεία αυτά θα έρχονται στο φως, θα αμφισβητούνται και θα περιορίζονται.



Η πολιτική έρχεται πρώτη (πέρα από ψευδοδιαλεκτικές συνθέσεις)

Είναι σαφές ότι και οι δύο πλευρές έχουν δυνατά χαρτιά στα χέρια τους. Αλλά θα έπρεπε να είναι εξίσου σαφές ότι η μεταξύ τους αντιπαράθεση δεν μπορεί να επιλυθεί τελεσίδικα με το λόγο, κι αυτό εξαιτίας εγγενών χαρακτηριστικών της πολιτικής και της κοινωνίας. Η ιδιαιτερότητα των επιμέρους συνθηκών, που μπορούν πάντοτε να μεταβάλλονται, υποδεικνύει την ανάγκη ευελιξίας και διαφοροποιήσεων στη στρατηγική δράση. Η μερική απροσδιοριστία των κοινωνικών δομών σημαίνει ότι οι κοινωνικές σχέσεις εμφανίζουν διάκενα «ανοργανωσιάς» και περιθώρια αβέβαιων επιλογών∙ δεν συνιστούν πλήρως ρυθμισμένα συστήματα ούτε καθορίζονται μηχανικά από σταθερούς νόμους, που θα μπορούσαν να κατανοηθούν απολύτως και να επιβάλουν με λογική αναγκαιότητα την υιοθέτηση συγκεκριμένων μέσων ως προσφυέστερων. Η ιστορία, ακόμη, έχει δείξει ότι η συλλογική πράξη μπορεί να γεννήσει το ριζικά νέο, δηλαδή συμβάντα και μορφώματα (από την Κομμούνα των Παρισίων ως την ΕΣΣΔ και το Άουσβιτς) που δεν παράγονται με αιτιώδη αναγκαιότητα από το παρελθόν, επιφέρουν μία τομή σε σχέση με ό,τι προηγήθηκε και δημιουργούν πρωτοφανή δεδομένα. Άρα η θεωρητική επεξεργασία της εμπειρίας από το παρελθόν και το παρόν δεν αποτελεί αδιάψευστο οδηγό για το μέλλον ούτε αντικειμενικό κριτή για τα δυνατά και τα αδύνατα, τα σκόπιμα και τα άσκοπα στον αγώνα για την κοινωνική αλλαγή. Εν ολίγοις, η πολιτική είναι μία διαρκής πάλη με αβεβαιότητες και μία ανεξάλειπτη διακινδύνευση που εμπεριέχει τη δυνατότητα δημιουργίας του νέου. Μπορεί πάντα να απαξιώσει κάθε είδους τυφλοσούρτες, δογματισμούς και συνταγολόγια και δίνει τον τελικό λόγο στην ανοικτή κοινωνική πράξη.
Η αντίληψη αυτή δεν απαλλάσσει βέβαια τα υποκείμενα της δράσης από την ανάγκη λήψης αποφάσεων και πραγματοποίησης επιλογών σε χρόνο ενεστώτα. Τι θα μπορούσε λοιπόν να προτείνει ο θεωρητικός λόγος σε σχέση με τα σημερινά διλήμματα της ριζοσπαστικής πράξης; Ας υποθέσουμε ότι αναγνωρίζουμε αφενός τη χειραφετητική αξία που έχει η ανάπτυξη εναλλακτικών κοινωνικών σχέσεων και αυτόνομης δράσης εδώ και τώρα∙ αλλά δεν διακατεχόμαστε από πουριτανισμούς και δογματισμούς και δεχόμαστε να εξετάσουμε κατά περίπτωση την πρακτική αποτελεσματικότητα που ενδέχεται να έχουν, σε ορισμένα επίπεδα και ιδιαίτερες συνθήκες, μορφές συγκεντρωτικής οργάνωσης που προσβλέπουν σε μία ελάχιστη σύνθεση των πολιτικών προσανατολισμών, το συντονισμό με θεσμοθετημένες διαδικασίες και αντιπροσωπευτικές δομές, και την αναμέτρηση με τους συσχετισμούς και τους μηχανισμούς της κρατικής, οικονομικής κ.α. εξουσίας, η ανατροπή των οποίων προϋποθέτει την απόκτηση ανώτερης ισχύος. Υπ’ αυτό το πρίσμα, μία εύλογη κίνηση θα ήταν η επιδίωξη της μερικής σύνθεσης του οργανωτικού, ηγεμονικού συγκεντρωτισμού και της αυτόνομης κινητοποίησης. Έχει υποστηριχθεί, λ.χ., ότι πολιτικά πειράματα όπως εκείνο του συμμετοχικού προϋπολογισμού δείχνουν τη δυνατότητα και τη σκοπιμότητα μίας πολιτικής που κινείται στο επίπεδο των θεσμών της συγκεντρωτικής εξουσίας και της αντιπροσώπευσης, ενώ επιτρέπει παράλληλα την αυτόνομη ύπαρξη και την αυτενέργεια των οριζόντιων κινημάτων. Η ώσμωση των δύο παρέχει στην αυθόρμητη κινητοποίηση διαύλους άσκησης επιρροής σε εδραιωμένους θεσμούς, διασφαλίζοντας έτσι ένα ευνοϊκότερο περιβάλλον για ευρύτερους και σταθερότερους κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Από την άλλη, δεν αναιρεί την αυτονομία των κινημάτων ούτε τη δυνατότητά τους να πειραματίζονται άμεσα με κοινωνικές ετεροτοπίες.
Είναι ξεκάθαρο ότι μία τέτοια προσέγγιση ενέχει τον σοβαρό κίνδυνο να αναπαραγάγει ένα χιλιοπαιγμένο έργο που είχε ως συνήθη κατάληξη την καταπίεση και εξάλειψη των ελευθεριακών δυναμικών υπό το βάρος της θεσμοποίησης και των συγκεντρωτικών ιεραρχιών. Αλλά θα πρέπει να είναι εξίσου ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχει πολιτική δράση χωρίς διακύβευση, ανάληψη ευθυνών και διαρκή αναμέτρηση με τους κινδύνους. Η θεμελιώδης δυσκολία με τη «φρόνιμη» στρατηγική της σύνθεσης έγκειται αλλού: στα όρια της συμφιλίωσης και τη ριζική αντίθεση των δύο πολιτικών πρακτικών. Η λογική της ηγεμονίας με τον αντιπροσωπευτικό συγκεντρωτισμό, την οργανωτική θεσμοποίηση, την ιδεολογική ενοποίηση, τους αποκλεισμούς και την κατά μέτωπο αντιπαράθεση συγκρούεται επί της αρχής με τη λογική της αδιαμεσολάβητης, ανοικτής, ετερόκλητης και αυτόνομης δραστηριότητας των πολυποίκιλων συνιστωσών του πλήθους.
Ίσως, λοιπόν, η γονιμότερη λύση θα ήταν η μη λύση: η μετέωρη προσπάθεια αντιθετικής σύζευξης των δύο λογικών στις διάφορες πολιτικές κινήσεις της ριζοσπαστικής δημοκρατίας, με τη διατήρηση της μεταξύ τους έντασης. Μία τέτοια αρνητική σύναψη θα επιτρέψει τη διηνεκή αμφισβήτηση εκ των ένδον τόσο των κάθετων ιεραρχιών, των ομογενοποιήσεων και των αποκλεισμών, όσο και ενός παραλυτικού, ασυντόνιστου και απροσανατόλιστου αυθορμητισμού, που εγκλωβίζεται σε νέες ιδεοληψίες, πουριτανικές ηθικολογίες και την τυφλή αμεσότητα του εδώ και του τώρα, ενώ δεν προστατεύεται με θεσμικούς ελέγχους από την ανάδυση άτυπων ιεραρχιών και εξουσιασμών. Με την προϋπόθεση της αμοιβαίας διάβρωσης των δογματισμών, ο διαζευκτικός συνδυασμός θα συντείνει ακόμη σε μία τακτική ευελιξία που ανάλογα με τις συγκυρίες και μόνον εφόσον τίθεται επιτακτικά ζήτημα επιλογής θα προκρίνει το συγκεντρωτισμό ή την οριζόντια δράση, τον προγραμματισμό ή την ελεύθερη έκφραση της φαντασίας, την αντιπαράθεση ή την έξοδο από το σύστημα των αποκλεισμών. Έτσι, η μη σύνθεση των αντικρουόμενων λογικών μπορεί, μέσα από την ταυτόχρονη συντήρηση των δύο και την πολιτική διαχείριση της μεταξύ τους έντασης, να λειτουργήσει ως πηγή ζωντάνιας, κριτικού αναστοχασμού και ανοικτότητας για ένα εναλλακτικό δημοκρατικό σχέδιο.

Βιβλιογραφικές αναφορές
Michael Hardt, Antonio Negri (2002) Aυτοκρατορία, μτφρ. Ν. Καλαϊτζής, Αθήνα: Scripta
Michael Hardt, Antonio Negri (2004) Multitude, Λονδίνο: Penguin
Ernesto Laclau, Chantal Mouffe (1985) Hegemony and Socialist Strategy, Λονδίνο, Νέα Υόρκη: Verso
Ernesto Laclau (1996) Emancipation(s), Λονδίνο, Νέα Υόρκη: Verso
Ernesto Laclau (1997) Για την επανάσταση της εποχής μας, εισαγ., επιμ., μτφρ. Γιάννης Σταυρακάκης, Αθήνα: Νήσος
Ernesto Laclau (2005) On Populist Reason, Λονδίνο, Νέα Υόρκη: Verso
Α.Κ.