Η εξηκοστή επέτειος από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ (14 Μαΐου 1948) αποτέλεσε καλή αφορμή για να επιχειρήσει η ισραηλινή κυβέρνηση μια μεγάλη εκστρατεία δημοσίων σχέσεων με στόχο τον εξωραϊσμό της -όχι και τόσο καλής- εικόνας του σιωνιστικού κράτους. Από την άλλη όμως έδωσε τόσο στους Παλαιστίνιους όσο και στα κινήματα αλληλεγγύης την ευκαιρία να θυμίσουν (ή και να γνωστοποιήσουν) τις απαρχές του παλαιστινιακού ζητήματος και της αιτίες που προκάλεσαν και συνεχίζουν να συντηρούν τη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή. Αν και σε αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι σχεδόν ποτέ ξεκάθαρο ποιος είναι ο νικητής της επικοινωνιακής αναμέτρησης, εντούτοις, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι οι Παλαιστίνιοι και τα κινήματα κατάφεραν παρά τον τρομερά άνισο συσχετισμό δυνάμεων να εμποδίσουν το Ισραήλ να προωθήσει την ηθική και πολιτική νομιμοποίηση του στο βαθμό που τουλάχιστον θα το ήθελε. Το Ισραήλ δεν είναι ένα κράτος «όπως όλα τα άλλα» πράγμα που μπορεί να πιστοποιηθεί εύκολα αν εξετάσουμε τη γένεση και τη μετέπειτα πορεία του μέχρι σήμερα.
Πρώτα από όλα, το σιωνιστικό σχέδιο δεν είναι ένα πρόγραμμα εθνικής απελευθέρωσης, αλλά μια αποικιοκρατική επιχείρηση στενά συνδεδεμένη με τα συμφέροντα των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πάντοτε οι μεγάλες δυτικές δυνάμεις αντιμετώπιζαν το Ισραήλ ως προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης μέσα στη στρατηγικής σημασίας Μέση Ανατολή). Το βασικό σιωνιστικό σύνθημα υπήρξε πάντοτε το «μια γη χωρίς λαό για ένα λαό χωρίς γη». Οι Εβραίοι είχαν κάθε δικαίωμα να εγκατασταθούν στην Παλαιστίνη μιας και αυτή ουσιαστικά ήταν ακατοίκητη. Η πραγματικότητα, βέβαια, είναι ολωσδιόλου διαφορετική. Η σύγχρονη ιστορική έρευνα δεν αφήνει αμφιβολίες για το αν η Παλαιστίνη… κατοικούταν πριν από την έλευση των πρώτων σιωνιστών εποίκων στα τέλη του 19ου αιώνα. Τα οθωμανικά αρχεία παρέχουν αδιάσειστα τεκμήρια για τη ζωή μιας αραβικής αγροτικής κοινωνίας με ιδιαίτερη σύνδεση με τη γη της Παλαιστίνης. Όμως και η ίδια η στάση των σιωνιστών από την πρώτη στιγμή της έλευσης τους στην Παλαιστίνη δεν αφήνει αμφιβολίες, ούτε για την πραγματική κατάσταση «επί του εδάφους», ούτε και για τον θεμελιωδώς ρατσιστικό και αποικιοκρατικό χαρακτήρα του σιωνιστικού κινήματος.
Κεντρική θέση στο σιωνιστικό σχέδιο είχε πάντοτε η άρνηση εργασίας στους Άραβες. Όπως έχει δείξει με ενάργεια ο Ελίας Σανμπάρ στο «Figures du Paléstinien», η τυπική διαδικασία οικοδόμησης ενός εβραϊκού εποικισμού (ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα) αποτελούταν από τους εξής σταθμούς: α) Αγορά από τον Παλαιστίνιο τσιφλικά της καλλιεργήσιμης γης στην οποία συμπεριλαμβανόταν και το χωριό των παλαιστινίων αγροτών που την εποινικίαζαν .β) Ανύψωση συρματοπλεγμάτων και πύργων παρατήρησης γύρω από την αγορασμένη γη. γ) Εκδίωξη των Παλαιστίνιων αγροτών από τη γη τους που νομιμοποιούταν τυπικά από το οθωμανικό φεουδαρχικό δίκαιο. δ) Μετεγκατάσταση εβραίων εποίκων. Στη συνέχεια ανάλογη διαδικασία έγινε και στα αστικά κέντρα με τα σιωνιστικά συνδικάτα για να διασφαλίζουν τη μη πρόσληψη Αράβων στις εβραϊκές επιχειρήσεις. Όπως σημειώνει ο Σανμπάρ, το αποικιοκρατικό σχέδιο στην Παλαιστίνη μοιάζει πολύ περισσότερο με αυτό που εφάρμοσαν οι δυτικοί άποικοι στη Βόρεια Αμερική παρά με αυτό που ακολούθησαν οι Ισπανοί στη Λατινική Αμερική. Ευθύς εξαρχής, στόχος των σιωνιστών δεν υπήρξε η κατάκτηση της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας και η συνεπακόλουθη χρησιμοποίηση των ιθαγενών ως φτηνή εργατική δύναμη. Ο πραγματικός στόχος ήταν πάντοτε ο διωγμός των ιθαγενών (για να γίνει επιτέλους η Παλαιστίνης μια γη χωρίς λαό) και η αντικατάσταση τους με έναν καινούργιο εβραϊκό λαό που θα μεταφερόταν από αλλού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι μεν κατατρεγμένοι Εβραίοι θα λυτρώνονταν επιτέλους, η δε γη των Πατριαρχών θα εξιλεωνόταν τελικά μετά από χιλιετίες «ξένης κατοχής». Στο σιωνιστικό σχέδιο οι Παλαιστίνιοι είναι ο Ινδιάνοι της Μέσης Ανατολής, μια ομάδα ανθρώπων που δεν λογίζονται ως τέτοιοι αλλά ως κομμάτι της άγριας φύσης της περιοχής που θα πρέπει εντέλει να υποταχτεί στις «δυνάμεις του πολιτισμού και της προόδου».
Αυτή η επιχείρηση εξιλασμού της γης θα πάρει τη μορφή της ανοιχτής εθνοκάθαρσης κατά τη διάρκεια των δύο αραβοϊσραηλινών πολέμων που οδήγησαν στην εγκαθίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Στις 29 Νοεμβρίου 1947 η Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ενέκρινε το σχέδιο διαμελισμού της (υπό βρετανική κατοχή μέχρι τότε) ιστορικής Παλαιστίνης σε δύο κράτη (ένα εβραϊκό και ένα αραβικό). Σύμφωνα με το σχέδιο, οι εβραίοι που αντιπροσώπευαν το 32% του συνολικού πληθυσμού έπαιρναν το 56% της ιστορικής Παλαιστίνη. Η περιοχή της Ιερουσαλήμ κηρυσσόταν corpus separatum υπό τη διοίκηση του ΟΗΕ. Οι Άραβες απέρριψαν το σχέδιο και έτσι η μακροχρόνια αραβοϊσραηλινή διαμάχη (σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου είχαμε εξαιρετικά αιματηρές διακοινοτικές συγκρούσεις) μετεξελίχθηκε σε ανοιχτή πολεμική σύγκρουση. Στις 14 Μάη 1948 ο Μπεν Γκουριόν ανακηρύσσει την ανεξαρτησία του κράτους του Ισραήλ και αμέσως οι Αραβικές χώρες εμπλέκονται στον πόλεμο. Όπως αναμενόταν, το πολύ καλύτερα εξοπλισμένο και οργανωμένο Γισούβ συνέτριψε τους Άραβες (με τον όρο Γισούβ που στην κυριολεξία σημαίνει οικισμός, αναφερόμαστε στο σιωνιστικό κράτος εν κράτει που προηγήθηκε του κράτους του Ισραήλ). Μετά την ανακωχή, το Ισραήλ κατείχε πια το 78% της ιστορικής Παλαιστίνης συμπεριλαμβανομένης της Δυτικής Ιερουσαλήμ. Το υπόλοιπο 22% (συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Ιερουσαλήμ) θα το κατακτήσει με τον πόλεμο με τον πόλεμο των έξι ημερών τον Ιούνιο του 1967. Η ήττα όμως στον πόλεμο δεν θα γινόταν η Νάκμπα (Καταστροφή) των Παλαιστινίων αν δεν συνοδευόταν από το μαζικό διωγμό των Παλαιστινίων από τις εστίες τους.
Υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 700.000 Παλαιστίνιοι (σε ένα συνολικό πληθυσμό που δεν υπερέβαινε τις 850.000) διώχτηκαν από τα σπίτια τους κάτω από την τρομοκρατία της σιωνιστική πολιτοφυλακής Χαγκάνα και άλλων ανάλογων ένοπλων ομάδων. Περισσότερα από 400 παλαιστινιακά χωριά καταστράφηκαν ολοσχερώς. Η σιωνιστική προπαγάνδα διατείνεται ότι οι Παλαιστίνιοι έφυγαν οικειοθελώς από τα σπίτια τους κατόπιν παρότρυνσης της ηγεσίας τους. Το επιχείρημα είναι βέβαια έωλο γιατί αν όντως είχαν φύγει επειδή το ήθελαν οι ίδιοι θα μπορούσαν να επιστρέψουν ανά πάσα στιγμή, πράγμα που δεν έχει γίνει εδώ και εξήντα χρόνια. Επιπλέον, χάρη κυρίως στους αντιεθνικιστές νέους ισραηλινούς ιστορικούς έχουμε και την επιστημονική τεκμηρίωση των παλαιστινιακών μαρτυριών για τη Νάκμπα. Ο Ιλάν Πάπε στην «Ιστορία της Σύγχρονης Παλαιστίνης» (μετάφραση Μαρία-Αριάδνη Αλαβάνου, εκδόσεις Κέδρος) μας δίνει μια πολύ χαρακτηριστική εικόνα για το πώς ακριβώς εκκενώθηκε η Παλαιστίνη από τους Παλαιστίνιους:
«Η Ταντούρα, το μεγαλύτερο από τα έξι εναπομείναντα χωριά, παγιδεύτηκε μέσα στο εβραϊκό έδαφος όπως το «κόκκαλο στο λαιμό» σύμφωνα με την επίσημη ιστορία του πολέμου της ταξιαρχίας Ακεξαντρόνι. Στις 23 Μαΐου είχε έρθει η δική της μέρα. Η Ταντούρα ήταν ένα παλιό παλαιστινιακό χωριό, μεγάλο για τα δεδομένα της περιόδου, με πληθυσμό 1.500 κατοίκων και εξαρτώμενο από τη γεωργία και την αλιεία. Δυο τρεις προύχοντες, μεταξύ των οποίων ο μουχτάρ, επικεφαλής του χωριού, δέχτηκαν όρους παράδοσης εκ μέρους των Εβραίων αξιωματικών των υπηρεσιών πληροφοριών. Τους απέρριψαν, υποπτευόμενοι, ορθά όπως φαίνεται, ότι η παράδοση θα οδηγούσε στην εκδίωξη. Αρχικά ο Εβραίος διοικητής σκέφτηκε να στείλει ένα βαν με ένα μεγάφωνο και να καλέσει τους ανθρώπους να παραδοθούν, αλλά δεν το έκανε. Τη νύχτα της 22ας Μαΐου το χωριό δέχτηκε επίθεση και από τις τέσσερις πλευρές του… Η έλλειψη συντονισμού οδήγησε στην πλήρη περικύκλωση του, έτσι ένας μεγάλος αριθμός κατοίκων έπεσε στα χέρια της δύναμης κατοχής.
Οι αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στην παραλία. Εκεί οι άντρες διαχωρίστηκαν από τις γυναίκες και τα παιδιά που εξορίστηκαν στο γειτονικό Φουρέιντι\ς… Διακόσιοι άντρες από την ηλικία των δεκατριών ετών μέχρι τριάντα σφαγιάστηκαν από την ταξιαρχία Αλεξαντρόνι και άλλες δυνάμεις. Η εκδίκηση και η εσκεμμένη επιθυμία να σκοτώσουν άντρες σε μάχιμη ηλικία ήταν το κίνητρα αυτής της αιματοχυσίας.»
Αργότερα, με το ψήφισμα 194 ο ΟΗΕ απαίτησε τον επαναπατρισμό όλων των Παλαιστίνιων προσφύγων. Το Ισραήλ βέβαια κώφευσε και αναγνωρισμένο πια από τη διεθνή κοινότητα, προχώρησε στην ολοκλήρωση της εθνοκάθαρσης. Η επιχείρηση σβησίματος κάθε αραβικού αποτυπώματος στη γη ολοκλήρωσε ένα σχέδιο του οποίου τα πρώτα μέρη ήταν η σφαγή και ο διωγμός. Στις 18 Ιουλίου 1949 ο Μπεν Γκουριόν συγκροτεί την πρώτη επιτροπή γεωγράφων και ιστορικών με καθήκον να αλλάξουν όλα τα τοπωνύμια από αραβικά σε εβραϊκά. Μαζί με την εξαφάνιση των Παλαιστίνιων θα πρέπει να εξαφανιστεί και η μνήμη της Παλαιστίνης. Για να φτάσουμε έτσι στα τέλη της δεκαετίας του ’60 όπου η ισραηλινή πρωθυπουργός Γκόλντα Μέγιερ θα δηλώσει: «Οι Παλαιστίνιοι; Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα».
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι ο πρώτος σκοπός της παλαιστινιακής αντίστασης (αυτής της μεγάλης εξέγερσης που ξεπήδησε από τα προσφυγικά στρατόπεδα στις αραβικές χώρες) θα είναι να δείξει σε όλον τον κόσμο ότι η Παλαιστίνη εξακολουθεί να υπάρχει, ότι οι Παλαιστίνιοι επιμένουν να ζουν. Αυτή προσπάθεια να σπάσει η σιωπή και να μη σβηστεί η μνήμη παραμένει σταθερά του παλαιστινιακού κινήματος μέχρι σήμερα, εξήντα χρόνια μετά τη Νάκμπα.
Εξήντα χρόνια μετά το 1948 η μνήμη επιμένει. Και θα συνεχίσει να επιμένει όσο η Παλαιστίνη θα παραμένει μια χαίνουσα πληγή.
Γιάννης Αλμπάνης