110 χρόνια φυλακή (με ποινές να κυμαίνονται από έξι μήνες ως έντεκα χρόνια και μία αθώωση), μοίρασαν τα δικαστήρια της Ιταλίας σε 25 συλληφθέντες για τα γεγονότα στη Γένοβα το 2001, καταδικάζοντας στο πρόσωπό τους, το πλήθος των παγκόσμιων αντιστάσεων στο πλέγμα εξουσίας, μέρος του οποίου είναι και το ιταλικό κράτος. Ούτε η προληπτική καταστολή, με τους φράχτες τις συλλήψεις και τις απελάσεις, ούτε η άμεση καταστολή, με τα όπλα και τα χημικά είναι αρκετά. Χρειάζεται και η αναδρομική καταστολή με την βάρβαρη επίθεση της αστυνομίας μετά το τέλος της πορείας στα κοινωνικά κέντρα και τώρα οι αποφάσεις των δικαστηρίων. Η μνησικακία είναι μια κρατική αρετή.
Το ίδιο εξάλλου ιταλικό κράτος δεν έχει ξεχάσει την Μαρίνα Πετρέλα, πρώην μέλος των Ερυθρών Ταξιαρχιών, η οποία βρίσκεται σε απεργία πείνας εν όψει της έκδοσής της από το γαλλικό κράτος. Για τον νόμο –ήδη από τον κώδικα του Χαμουραμπί- η δικαιοσύνη είναι συνώνυμο της εκδίκησης.
Γιατί πως αλλιώς να ερμηνεύσει κανείς την στάση του ισπανικού κράτους απέναντι στην ΕΤΑ όταν αυτή κήρυξε ανακωχή ή το ότι ο Σάββας Ξηρός, σχεδόν τυφλός, με ελάχιστη ακοή, με εσωτερικά και εξωτερικά τραύματα σε όλο του το σώμα, θεωρείται «δημόσιος κίνδυνος» και κρατείται θαμμένος στον Κορυδαλλό; (Ανέκδοτο made in Brussels: Η Τουρκία δεν δύναται να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς δεν συμμετέχει στον «νομικό μας πολιτισμό», ήτοι, καταπιέζει εθνικές μειονότητες, φυλακίζει σε «λευκά κελιά» και καταστέλλει βίαια τις διαδηλώσεις).
Το να ονομάζεται η εκδίκηση δικαιοσύνη και η τρομοκρατία «αντιτρομοκρατική πολιτική» δεν είναι κάτι προτοφανές. Ανέκαθεν τα κράτη αρέσκονταν σε τέτοιες ανανοηματοδοτήσεις: «Απεργάζονται σφαγές και αυτό το λένε ειρήνη», έγραφε ο Τάκιτος για τους Ρωμαίους συμπατριώτες του. Αντίστοιχα σήμερα η στρατιωτική κατάληψη μιας χώρας και η εξώθηση του πληθυσμού σε εμφύλιο πόλεμο ονομάζεται «επιβολή της ειρήνης» (enforcing peace). Μα αυτό δεν συμβαίνει μόνο στο «εξωτερικό». Εδώ και τριάντα χρόνια το ίδιο το κράτος απεργάζεται τον εμφύλιο στο «εσωτερικό»∙ να τι είναι ο «νεοφιλελευθερισμός».
Αν η φιλελεύθερη πολιτική σκέψη στις απαρχές της έβλεπε το κράτος ως τον εγγυητή της κοινωνικής συνοχής, για να μην καταρρεύσει η αστική κοινωνία των ιδιωτών από τον «πόλεμο όλων εναντίον όλων» που την χαρακτήριζε, στα τέλη της, βλέπει τον «πόλεμο όλων ενατίον όλων» και την κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής ως προϋπόθεση του κράτους. Δεν κάνει λάθος: εκφράζει την αλήθεια ενός ψευδούς κόσμου. Ο παλιός φιλελευθερισμός θεωρούσε το κράτος αναγκαίο κακό, ο νέος –και σ’ αυτό συνίσταται το «νέο»- θεωρεί ως αναγκαίο κακό την κοινωνία.
Κι αυτό επειδή η δημοκρατική εκτροπή του φιλελευθερισμού –χοντρικά μεταξύ1 848 και 1968- προϋπέθετε ένα «έξω». Έναν χώρο όπου οι συγκρούσεις θα μπορούσαν να τοποθετηθούν ή έστω έναν χρόνο ώστε να αναβληθούν. Τίποτα από τα δύο δεν υφίσταται πια: ο χώρος έχει καταληφθεί και το μέλλον έχει αποικιστεί. Δεν υπάρχει τόπος που να μην τον αγγίζει η καπιταλιστική προσταγή, ούτε και χρόνος μη δεσμευμένος από το κεφάλαιο. Γι’ αυτό και η «σύγκρουση των πολιτισμών» συμβαδίζει με το «τέλος της ιστορίας». Όταν δεν υπάρχει τίποτα να οικοδομηθεί τότε μόνο να ανοικοδομηθεί μπορεί. Η ειρήνη είναι η συνέχεια του πολέμου με άλλα μέσα.
Ό,τι υπήρχε ως κοινωνική λειτουργία του κράτους συρικνώνεται στην καταστολή, που απλώνεται «μέσα» και «έξω», στο «τώρα», το «πριν» και το «μετά». Το κράτος εμφανίζεται ως αυτό που πάντοτε ήταν: ένας εκδικητικός θεός επί της γης. Όμως θεοί δεν υπάρχουν.