Ομάδα αντιπληροφόρησης σχετικά με τα κινήματα και τις αντιστάσεις στον κόσμο. Ιστολόγιο υπό διαρκή κατασκευή.

2 Φεβ 2008

Σοσιαλισμός του 21ου αιώνα και συνταγματική μεταρρύθμιση στη Βενεζουέλα: το μπολιβαριανό σχέδιο σε επαναστατική τροχιά;

Όταν ο Ούγκο Τσάβες επανεξελέγη πρόεδρος της Βενεζουέλας το Δεκέμβριο του 2006, με το σαρωτικό ποσοστό του 62.9%, διπλασίασε τον αριθμό των ψήφων του από 3,7 εκατομμύρια το 1998 σε 7,3 εκατομμύρια το 2006. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει εύγλωττα την έκταση της λαϊκής συστράτευσης στο πρόσωπό του και στην πολιτική που επαγγέλλεται. Αλλά το ποιοτικά κρίσιμο στοιχείο ήταν ότι η εκστρατεία του έγινε για πρώτη φορά στη βάση μίας ρητά σοσιαλιστικής πλατφόρμας. Το μεγάλο πλήθος των ψηφοφόρων ενέκρινε με την ψήφο του ένα πρόγραμμα που έκανε εμφατικά λόγο για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού του 21ου αιώνα στη Βενεζουέλα.

Η πολιτική της κυβέρνησης από το 1998 ως το 2006 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σοσιαλδημοκρατική με την ιστορική έννοια. Έδωσε βάρος στην αναδιανομή του εισοδήματος και στην κρατικοποίηση νευραλγικών τομέων της παραγωγής (κυρίως τα πετρέλαια), ενώ γενικότερα επεδίωξε την ενίσχυση της μεγάλης λαϊκής πλειοψηφίας. Στο πεδίο αυτό σημειώθηκαν αποτυχίες (όπως στο θέμα της στέγασης των κατοίκων των παραγκουπόλεων), αλλά και πολύ αξιόλογα επιτεύγματα μέσω των διάφορων στοχευμένων εκστρατειών (missiones). Σε αυτά περιλαμβάνονται η σχεδόν πλήρης εξάλειψη του αναλφαβητισμού, για την οποία η κυβέρνηση βραβεύθηκε από την UNESCO, τα εκπαιδευτικά προγράμματα δεύτερης ευκαιρίας, στα οποία έχουν συμμετάσχει πάνω από 1 εκ. πολίτες, η προώθηση του αναδασμού, η δωρεάν ιατρική βοήθεια στις φτωχογειτονιές και πολλά άλλα. Με τη ροή ρευστού που εξασφάλισε η έκρηξη των τιμών του πετρελαίου, οι κοινωνικές δαπάνες, από 8% του ΑΕΠ το 1998, ξεπέρασαν το 12% το 2004, η φτώχεια έπεσε από 44% το 1998 σε 30.4% το 2006, και το μέσο μηνιαίο εισόδημα της κατώτερης εισοδηματικής τάξης (58% του πληθυσμού) αυξήθηκε κατά 42% από το 2004 (πρώτο έτος οικονομικής σταθεροποίησης μετά την κρίση) ως το 2006. Η ρεφορμιστική συνδήλωση του όρου «σοσιαλδημοκρατικός» τίθεται υπό αίρεση εν προκειμένω. Σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον όπου δεσπόζουν νεοφιλελεύθερες πολιτικές, η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία μπορεί να εκφράζει μία έντονη ρήξη. Επίσης, το μπολιβαριανό κίνημα του Τσάβεζ χρειάστηκε να κάνει πόλεμο χαρακωμάτων για να ανατρέψει σταδιακά την ηγεμονία του παλιού κατεστημένου, με βαθύτατα ερείσματα στον κρατικό μηχανισμό, τα ανώτερα στρώματα, το πελατειακό σύστημα και τις αλληλένδετες κοινωνικές-φυλετικές ανισότητες.

Παραμένει όμως γεγονός ότι η άνωθεν καθοδηγούμενη μπολιβαριανή πολιτική δεν είχε αναπτύξει μέχρι και το 2006 ριζικές τομές που να οδηγούν πέρα από το γνωστό αγοραίο και αντιπροσωπευτικό πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Με σημαίνουσα εξαίρεση δύο δυναμικές που υποδηλώνουν ένα διαφορετικό προσανατολισμό:

Η πρώτη ήταν οικονομική και εκδηλώθηκε: α) με την προώθηση των συνεταιρισμών, που ξεπέρασαν τους 100 000 το 2005 (τα στοιχεία ελέγχονται λόγω της μεγάλης διαφθοράς), β) με την πειραματική θέσπιση της συνδιαχείρισης σε ορισμένες κρατικές επιχειρήσεις, όπως οι ηλεκτροπαραγωγικές CADAFE και CADELA και η εταιρία αλουμινίου ALCASA και γ) με τους «πυρήνες ενδογενούς ανάπτυξης» (149 ως το Μάρτιο του 2005) και τις «επιχειρήσεις κοινωνικής παραγωγής» (500 αναγνωρισμένες στα μέσα του 2006) που αξιοποιούν τοπικούς πόρους και προάγουν αρχές αλληλεγγύης με την κοινότητα, τη δημοκρατική συμμετοχή των εργαζομένων και το σεβασμό του περιβάλλοντος.

Η δεύτερη δυναμική αφορά τις απόπειρες εμβάθυνσης της πολιτικής συμμετοχής, που καταγράφονται από τις αρχές της προεδρίας του Τσάβεζ. Πρώτα με τους «Μπολιβαριανούς Κύκλους», τοπικές, μαχητικές οργανώσεις πολιτών που στηρίχθηκαν από την κυβέρνηση. Εν συνεχεία, με ποικίλες τοπικές και θεματικές επιτροπές που συστήθηκαν για την προώθηση της κοινωνικής πολιτικής σε θέματα υγείας, παιδείας, αναδασμού, βελτίωσης των υποδομών και αντιμετώπισης κατά τόπους προβλημάτων. Αρκετές συνδέθηκαν με τα προγράμματα των missiones, εμπλέκοντας τις τοπικές κοινότητες στην εφαρμογή τους. Στις σημαντικότερες συμμετοχικές πρωτοβουλίες συγκαταλέγονται (από το 2001) τα Τοπικά Συμβούλια Δημόσιου Σχεδιασμού, που είχαν ως στόχο τη συνδρομή των κοινοτήτων στη διαμόρφωση των δημοτικών προϋπολογισμών, αλλά καπελώθηκαν από τις δημοτικές αρχές και κυβερνητικούς κομματάρχες· οι ισχυρές και συγκροτημένες Επιτροπές Αστικής Γης που συνέβαλαν στην οργάνωση των τοπικών κοινοτήτων και την διανομή τίτλων έγγειας και άλλης ακίνητης ιδιοκτησίας στους κατοίκους· οι ιδιαίτερα ενεργές Μονάδες Εκλογικού Αγώνα που ιδρύθηκαν για τον προεκλογικό αγώνα κατά της ανάκλησης του Τσάβεζ το 2004· και, τέλος, τα Κοινοτικά Συμβούλια, που άρχισαν να πολλαπλασιάζονται από το 2006.

Τα Κοινοτικά Συμβούλια είναι αμεσοδημοκρατικές δομές των τοπικών κοινοτήτων που αποτελούνται από 200-400 οικογένειες (λιγότερες σε αγροτικές περιοχές). Αναλαμβάνουν το έργο της τοπικής αυτοδιοίκησης και της εκπόνησης προγραμμάτων αναβάθμισης σε όλους τους τομείς. Λαμβάνουν χρηματοδότηση από την κυβέρνηση μετά την εξέταση των προτάσεών τους. Το πείραμα δρομολογήθηκε το 2006 με την ίδρυση ειδικού Υπουργείου Λαϊκής Συμμετοχής και Κοινωνικής Ανάπτυξης και την ψήφιση νόμου για τις προδιαγραφές της κοινοτικής οικοδόμησης. Η εν λόγω πρωτοβουλία απέβλεπε στην επέκταση της άμεσης συμμετοχής, το συντονισμό των ποικίλων κατά τόπους επιτροπών και την αντιμετώπιση των δυσχερειών που ανέκυψαν με τα προηγούμενα σχήματα, κυρίως λόγω της υπονόμευσής τους από τον κομματισμό, τη διαφθορά, τις τοπικές σχέσεις εξουσίας και τα προσκόμματα που προέβαλλε η γραφειοκρατία. Μέχρι τον Οκτώβριο του 2007, είχαν αναγνωριστεί 18320 Κοινοτικά Συμβούλια, που πιθανολογείται ότι θα φθάσουν τα 35000 ως το τέλος του έτους. Αυτή είναι η «έκρηξη της κοινοτικής εξουσίας», που βρίσκεται τώρα στη φάση της εκτίναξης.

Όταν ο Τσάβεζ πρωτοέκανε λόγο για τον «σοσιαλισμό του 21ου» τον Ιανουάριο του 2005, άρθρωνε ένα μάλλον νεφελώδες όραμα παρά μία τάση με υλικά θεμέλια. Ο μπολιβαριανός σοσιαλισμός δεν θα ακολουθούσε το κρατικιστικό πρότυπο της ΕΣΣΔ. Θα ήταν ομοίως αντικαπιταλιστικός και θεμελιωμένος στη συλλογική ιδιοκτησία και το κοινωνικό συμφέρον, αλλά θα ήταν πιο πλουραλιστικός και επικεντρωμένος στη «πρωταγωνιστική συμμετοχή του λαού». Σήμερα πλέον, με την εκτύλιξη των δύο παραπάνω δυναμικών, ο όρος δεν παραπέμπει μόνο σε ωραία λόγια. Η διαδικασία της συνταγματικής μεταρρύθμισης, η οποία κινήθηκε με προεδρική πρωτοβουλία το καλοκαίρι του 2007, απέβλεπε εμφανώς στη θεσμική αποτύπωση και οχύρωση της νέας αυτής ρηξικέλευθης φάσης του κινήματος.

Τα μέσα μαζικής προπαγάνδας συγκάλυψαν αυτή την καθοριστική διάσταση υπερτονίζοντας μονότονα τον έναν από τους τρεις κομβικούς άξονες των προτεινόμενων αλλαγών: την ενδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας της προεδρίας και της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Κύρια επιδίωξη των μεταρρυθμίσεων δεν ήταν η ισόβια ενθρόνιση του Τσάβεζ, όχι μόνο γιατί περιελάμβαναν πλήθος άλλων προτάσεων, αλλά και γιατί, αν υπερψηφίζονταν, η προεδρική θητεία θα παρατεινόταν κατά ένα έτος (από έξι θα γινόταν επτά), ενώ ο Τσάβεζ θα έπρεπε πάντα να διασφαλίζει την επανεκλογή του και να αποφεύγει πιθανή ανάκλησή του με δημοψήφισμα. Οι δύο άλλοι βασικοί άξονες ήταν: 1) η ενίσχυση της άμεσης λαϊκής εξουσίας με την ανάδειξη των κοινοτικών συμβουλίων σε «βασικό πυρήνα…του Σοσιαλιστικού Κράτους της Βενεζουέλας» (αρ. 16 του σχεδίου), 2) η ανάπτυξη μίας συνεργατικής οικονομίας που προτάσσει τον κοινωνικό έλεγχο της παραγωγής και της διανομής και γενικά δημιουργεί «τις καλύτερες συνθήκες για τη συλλογική και συνεργατική οικοδόμηση μίας σοσιαλιστικής οικονομίας» (αρ.112).

Όσον αφορά τη λαϊκή δημοκρατία, οι προτάσεις εστίαζαν στο νέο φορέα, τα ποικίλα Συμβούλια της Λαϊκής Εξουσίας που θα δημιουργούνταν και που θα ήταν κοινοτικά και εργατικά συμβούλια, συμβούλια φοιτητών, νέων, αγροτών, συμβούλια συλλογικής διαχείρισης των επιχειρήσεων κοινωνικής ιδιοκτησίας κ.α. Η νέα διάρθρωση της πολιτείας θα προσέγγιζε την ιστορική πυραμίδα της δημοκρατίας των συμβουλίων. Θεμελιώδες κύτταρο θα ήταν η κοινότητα (comunidad). Ενώσεις κοινοτήτων θα απάρτιζαν μία μεγαλύτερη περιφερειακή ενότητα (comuna), και ομάδες κοινοτήτων θα συγκροτούσαν την πόλη, τον πυρήνα της πολιτειακής οργάνωσης. Η συνέλευση των πολιτών θα ήταν η ανώτατη αρχή των κοινοτήτων, και θα εξέλεγε ένα ανακλητό κοινοτικό συμβούλιο. Προβλεπόταν η μεταφορά στις κοινότητες της διαχείρισης των τοπικών δημόσιων υπηρεσιών, ο σχεδιασμός και η υλοποίηση έργων με κρατική χρηματοδότηση, η ανάπτυξη νέων μονάδων παραγωγής και διανομής του πλούτου υπό κοινοτικό έλεγχο. Κατοχυρωνόταν συνταγματικά η διοχέτευση του 5 τοις εκατό τουλάχιστο του εθνικού προϋπολογισμού στα όργανα της λαϊκής εξουσίας.

Οι πόλεις θα ενοποιούνταν σε ομοσπονδιακές οντότητες ανώτερης βαθμίδας, που θα υπάγονταν άμεσα στην κρατική εξουσία. Ο πρόεδρος, με την έγκριση της πλειοψηφίας των βουλευτών, θα είχε το δικαίωμα να ιδρύει και να καταργεί αυτές τις οντότητες και να διορίζει τις αντίστοιχες αρχές, με την έγκριση πάλι της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας (αυτές δε θα υποκαθιστούσαν τους αιρετούς άρχοντες των υπόλοιπων βαθμίδων). Τελικός στόχος, κατά τον Τσάβεζ, ήταν η εγκαθίδρυση 60000 κοινοτικών συμβουλίων σε όλη τη χώρα, οργανωμένων σε 10000 «κομμούνες», 3000 πόλεις και 200 ομοσπονδιακές περιφέρειες.

Οι προαναφερθείσες αρμοδιότητες θα αποτελούσαν τις κύριες νέες προεδρικές εξουσίες. Σε αυτές προστίθενται το δικαίωμα απεριόριστων επανεκλογών, η δυνατότητα θεσμοθέτησης ειδικών στρατιωτικών περιοχών, ο καθορισμός των αντιπροέδρων της προεδρίας, οι προαγωγές όλων των στρατιωτικών και η συνδιαχείριση των αποθεμάτων της κεντρικής τράπεζας. Ειδικά για τη χάραξη των ομοσπονδιακών δομών, η κυβέρνηση είχε υποστηρίξει ότι προσέβλεπε σε έναν ανασχεδιασμό που θα διασφαλίζει την ισομερή ανάπτυξη των περιφερειών. Η σημερινή μορφή του πολιτειακού χάρτη ανάγεται στην αποικιοκρατία. Επίσης, η άμεση σύνδεση των συμβουλίων με το κεντρικό κράτος ερμηνεύεται ως μία προσπάθεια υπέρβασης των φραγμών που θέτει στην πρόοδο του εγχειρήματος η σημερινή τοπική αυτοδιοίκηση, όπου ακόμη και οι κομματάρχες του ίδιου του Τσάβεζ κατηγορούνται για συστηματική διαφθορά και για πολύμορφη ναρκοθέτηση της μπολιβαριανής διαδικασίας.

Ο τρίτος άξονας, η ανάπτυξη μίας σοσιαλιστικής οικονομίας, εκφραζόταν με τη συνταγματική επιταγή της ίδρυσης μονάδων κοινωνικής παραγωγής και διανομής με συνιδιοκτήτες το κράτος, την κοινοτική εξουσία και προαιρετικά τον ιδιωτικό τομέα. Το κράτος θα στόχευε στη δίκαιη κατανομή του πλούτου μέσω του δημοκρατικού συμμετοχικού σχεδιασμού. Η κεντρική κυβέρνηση θα διηύθυνε τους τομείς της εθνικής οικονομίας, επιζητώντας την τελική τους μετάβαση σε κοινωνικές, συλλογικές ή μεικτές μορφές ιδιοκτησίας. Αναγνωρίζονταν και προστατεύονταν οι εξής μορφές ιδιοκτησίας: δημόσια (του κράτους), κοινωνική (έμμεση κρατική και άμεση κοινοτική), συλλογική (ομάδων για κοινή τους χρήση), μεικτή και ιδιωτική. Οι πρόνοιες αυτές και το πλαίσιο για την κοινοτική εξουσία διαμόρφωναν τους θεσμικούς όρους για την υλοποίηση ενός ιδιαίτερα φιλόδοξου προγράμματος εκβιομηχάνισης που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση Τσάβεζ. Ξεκινά από εργοστάσια επεξεργασίας πετρελαιοειδών και σιτηρών και φθάνει μέχρι αυτοκινητοβιομηχανίες και βιομηχανίες Η.Υ., με τη βοήθεια διακρατικών συνεργασιών με την Κίνα, το Ιράν, τη Λευκορωσία, τη Βραζιλία κ.α. και σκοπό την απεξάρτηση από την οικονομία του πετρελαίου. Τα επόμενα 2 χρόνια προγραμματίζονται 200 «σοσιαλιστικά» εργοστάσια, ενώ έχουν ήδη ιδρυθεί τα πρώτα και έχουν ανακοινωθεί άλλα 66 ως τα μέσα του 2008. Εκπεφρασμένος στόχος είναι η τελική ανάθεση των συγκεκριμένων εργοστασίων στην κοινοτική διαχείριση.

Θα επιτρεπόταν, ακόμη, η απαλλοτρίωση οποιασδήποτε κατηγορίας αγαθών για κοινωνικούς λόγους, σύμφωνα με το νόμο και με δίκαιη αποζημίωση των ιδιοκτητών. Το κράτος θα διατηρούσε την πλήρη εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων και άλλων ζωτικών πόρων. Γινόταν αυστηρότερη η απαγόρευση των λατιφουντίων, τα οποία θα μεταβιβάζονταν δια νόμου σε κοινωνικές μορφές ιδιοκτησίας. Καταργούνταν, τέλος, η αυτονομία της (νεοφιλελεύθερης/ μονεταριστικής) Κεντρικής Τράπεζας, και η διαχείριση των (πολύ μεγάλων σήμερα) αποθεμάτων της θα γινόταν από κοινού με την προεδρία.

Η συνταγματική μεταρρύθμιση εισηγούνταν, τέλος, μία σειρά ειδικότερων μέτρων, αρκετά από τα οποία είχαν έντονα προοδευτικό χαρακτήρα, ενώ άλλα ελέγχονται: μείωση της εβδομάδας εργασίας σε 36 ώρες· ταμείο κοινωνικής ασφάλισης για τους αυτοαπασχολούμενους (που περιλαμβάνουν μεγάλο όγκο φτωχών)· κατοχύρωση της ελεύθερης πανεπιστημιακής εκπαίδευσης (διαχρονικό αίτημα των νέων των λαϊκών στρωμάτων) και ίση συμμετοχή των φοιτητών στη δημοκρατική διοίκηση των πανεπιστημίων· δικαίωμα ψήφου από τα 16· κοινωνική ενσωμάτωση και αναγνώριση των Βενεζολάνων αφρικανικής καταγωγής, με περαιτέρω ενίσχυση των ιθαγενών· απαγόρευση των διακρίσεων για λόγους υγείας και σεξουαλικού προσανατολισμού· ισότητα των φύλων στα ποσοστά των υποψηφίων για δημόσια αξιώματα· προστασία της πρώτης κατοικίας από δήμευση για χρέη· απαγόρευση της χρηματοδότησης πολιτικών οργανώσεων ή οργανώσεων που συμμετέχουν σε εκλογές από ξένες πηγές· μετατροπή των έφεδρων ένοπλων δυνάμεων σε Εθνική Μπολιβαριανή Πολιτοφυλακή· αύξηση του ορίου των υπογραφών για την ανάληψη νομοθετικών πρωτοβουλιών από τους πολίτες και για τη διενέργεια δημοψηφισμάτων ανάκλησης των αιρετών· μη κατοχύρωση του δικαιώματος της ελεύθερης πληροφόρησης σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης, οι οποίες θα μπορούσαν να παρατείνονται για όσο ισχύουν οι ειδικές συνθήκες, με την έγκριση της εθνοσυνέλευσης.

Η αναθεώρηση δε στόχευε στη θεσμοθέτηση του «ιδεώδους συντάγματος της χειραφετημένης κοινωνίας» αλλά στη θεσμική θωράκιση ενός επαναστατικού πειράματος εν τη γενέσει, ισχυροποιώντας σημαντικά όχι μόνο τη λαϊκή εξουσία από τα κάτω, αλλά και την κεντρική εκτελεστική εξουσία υπό τον Τσάβεζ. Η στρατηγική αυτή είναι εύλογη. Μέχρι σήμερα και για το άμεσο μέλλον, τα κατώτερα λαϊκά στρώματα και η κυβέρνηση Τσάβεζ είναι οι στυλοβάτες της πολιτικής αλλαγής που εγκαινιάστηκε το 1998. Η προεδρία του Τσάβεζ ήταν εκείνη που άναψε το φιτίλι και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη σημερινή «έκρηξη της κοινοτικής εξουσίας» και τα δειλά βήματα προς μία δημοκρατική οικονομία. Για να εντείνει τις ανατροπές, το υπό διαμόρφωση μαζικό κίνημα θα ωφελούνταν από την αρωγή μίας δυνατής και αφοσιωμένης κυβέρνησης. Η σθεναρή συμμαχία των πάνω και των κάτω άκρων ενδείκνυται αν ληφθεί υπόψη ότι τα ενδιάμεσα επίπεδα καταλαμβάνονται από την αντιπολιτευόμενη μεσαία τάξη, τη γραφειοκρατία του κεντρικού κράτους και της τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά και τον πελατειακό, κομματικό μηχανισμό του κυβερνητικού συνασπισμού, που έχουν αποτελέσει τροχοπέδη για τις μεταρρυθμίσεις. Και η στερεότερη εμπέδωση της μπολιβαριανής ηγεμονίας είναι απαραίτητη γιατί όσο θα βαθαίνει το αντικαπιταλιστικό και αντιολιγαρχικό ρήγμα τόσο θα οξύνεται και η κοινωνική σύγκρουση. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι ο πρόεδρος της Fedecamaras (του συνδέσμου βιομηχάνων) ζήτησε ανοικτά τη χρήση «κάθε μέσου» για την παρεμπόδιση της συνταγματικής μεταρρύθμισης και μερίδες της αντιπολίτευσης είχαν προαναγγείλει μία «πορεία χωρίς επιστροφή» την επομένη του δημοψηφίσματος, ενώ η αμερικανική χρηματοδότηση του «όχι» έφθασε τα 8 εκ. δολάρια τον Οκτώβριο, και ήρθαν στο φως σχέδια πολιτικής αποσταθεροποίησης με την υπογραφή της CIA. Όλα αυτά φωτίζουν και την παγκόσμια εμβέλεια του αγώνα στη Βενεζουέλα. Διακυβεύεται η εξάπλωση ενός άκρως επικίνδυνου παραδείγματος αντίστασης και χειραφέτησης.

Τι σημαίνει, λοιπόν, για το επαναστατικό εγχείρημα η οριακή απόρριψη της αναθεώρησης στις 2 Δεκεμβρίου 2007, με 4,5 εκατομμύρια ψήφους κατά (50,7%) και 4,38 εκατομμύρια υπέρ (49, 3%); Η έρευνα θα πρέπει να επικεντρωθεί στην κρίσιμη μάζα των 3 εκατομμυρίων πολιτών που υπερψήφισαν τον Τσάβεζ και το πρόγραμμά του ένα μόλις χρόνο πριν, αλλά επέλεξαν τώρα να απόσχουν. Το «όχι» δεν απηχεί μία ουσιαστική διεύρυνση της αντιπολίτευσης, η οποία αύξησε τις ψήφους της κατά 200 000 από πέρυσι. Πρόκειται κυρίως για μία αλλαγή στάσης μέσα στη λαϊκή βάση του τσαβισμού (η αποχή ήταν ιδιαίτερα μεγάλη στα barrios των φτωχών), ένα μεγάλο τμήμα του οποίου δεν ασπάστηκε το νέο σχέδιο χωρίς όμως να αλλάξει όχθη. Είναι νωρίς ακόμη για τη διατύπωση ασφαλών ερμηνειών και η όποια ανάλυση έχει να αναμετρηθεί με μία πλατιά πολυσημία. Οι απέχοντες/ουσες αντιτίθενται στη σοσιαλιστική οικοδόμηση γενικά ή στο συγκεκριμένο δρόμο; Ή εξέφρασαν κυρίως τη δυσαρέσκειά τους για τη σημερινή κατάσταση της μπολιβαριανής διακυβέρνησης, με τη σοβούσα διαφθορά, τη γραφειοκρατία, την τελμάτωση των missiones στην παιδεία, την υγεία και τη στέγαση, την άνοδο της εγκληματικότητας, και τέλος τις μεγάλες ελλείψεις σε βασικά είδη τους τελευταίους μήνες (λόγω της υπονόμευσης από τους καπιταλιστές, σε συνεργασία ίσως με ξένες κυβερνήσεις και σε συνδυασμό πιθανόν με την κυβερνητική διαφθορά και ανεπάρκεια); Ή μήπως διαπλέκονται ποικίλοι παράγοντες που επηρέασαν ανισοβαρώς διαφορετικές ομάδες ψηφοφόρων;

Ο Τσάβεζ απεφάνθη εκ των υστέρων ότι οι πολίτες της Βενεζουέλας δεν είναι ακόμη έτοιμοι για το σοσιαλισμό. Είναι λογικό να υπάρχει μία διάχυτη φοβία στο συλλογικό φαντασιακό. Ο «σοσιαλισμός» παραπέμπει, μεταξύ άλλων, στη Σοβιετική Ένωση και, πιο κοντά, στην Κούβα. Σε άδεια καταστήματα τροφίμων, σαν κι αυτά που αντικρίζουν το τελευταίο διάστημα τα λαϊκά στρώματα της Βενεζουέλας και που πρόβαλε έξυπνα η διαφημιστική εκστρατεία υπέρ του «όχι». Ο «σοσιαλισμός» έχει συνυφανθεί επίσης με την αντιδημοκρατική συγκέντρωση των εξουσιών, την οποία επεδίωκε εν μέρει η αναθεώρηση, και την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, την οποία περιχαράκωναν οι προτεινόμενες αλλαγές. Η αντιπολίτευση έπαιξε κι εδώ ένα γκαιμπελικό παιχνίδι τρομοκράτησης, διαδίδοντας συστηματικά και ασύστολα ψεύδη με καταχωρίσεις στις μεγαλύτερες εφημερίδες, στην τηλεόραση και άλλα μέσα: με τη μεταρρύθμιση οι μητέρες θα χάσουν τα παιδιά τους και τα σπίτια τους που θα ανήκουν πλέον στο κράτος, και άλλα παρόμοια. Αν σε αυτά προσθέσουμε τη μερική ασάφεια και την τεχνική πολυπλοκότητα των προτεινόμενων ρυθμίσεων, τη βραχύτητα της σχετικής συζήτησης, και μία καμπάνια της συμπολίτευσης που δεν αρκούσε για να αντιπαλέψει τους προϋπάρχοντες φόβους και το λυσσαλέο πόλεμο λάσπης, δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί γιατί μεγάλο πλήθος των chavistas δίστασαν να πουν το ναι. Το γεγονός ότι οι 69 διατάξεις της αναθεώρησης δεν υποβλήθηκαν προς ψήφιση μία προς μία, αλλά σε δύο μεγάλες ομάδες, δε συνέβαλε κι αυτό στην έκφραση μίας πιο εκλεκτικής στάσης που θα παρήγαγε ένα διαφοροποιημένο αποτέλεσμα.

Θα πρέπει να συνυπολογιστεί ακόμη ο ρόλος της «εσωτερικής» αντιπολίτευσης. Σημαντική μερίδα της κρατικής γραφειοκρατίας, του πελατειακού συστήματος και των τοπικών κομματαρχών του τσαβισμού (δήμαρχοι, κυβερνήτες πολιτειών, μεγαλοπαράγοντες του κυβερνώντος συνασπισμού) αντιτάσσονταν στην αναθεώρηση, διαβλέποντας τους κινδύνους που ενείχε για τη δική τους θέση. Αν δεν υπέσκαψαν ενεργώς την εκστρατεία, δεν την οργάνωσαν αποτελεσματικά, ιδίως στις περιφέρειες. Μετριοπαθείς, κεντρώες πτέρυγες της συμπολίτευσης διαφωνούν με τη σοσιαλιστική οικοδόμηση και στοιχεία αυτών προσχώρησαν στην αντιπολίτευση (το σοσιαλδημοκρατικό PODEMOS και ο πρώην υπουργός άμυνας του Τσάβες, Raul Baduel είναι απλώς οι πιο γνωστές περιπτώσεις). Από τα αριστερά, ριζοσπαστικότερα κομμάτια του τσαβισμού, κυρίως στο συνδικαλιστικό κίνημα, επέκριναν με δριμύτητα τόσο τη διαδικασία που επιλέχθηκε για την επιτάχυνση του κοινωνικού μετασχηματισμού (τα περιεχόμενα του σοσιαλισμού θα έπρεπε να καθοριστούν από τη βάση) όσο και τις κρατιστικές και συγκεντρωτικές τάσεις της κυβέρνησης.

Η Βενεζουέλα δημιουργεί σήμερα μία επαναστατική παρακαταθήκη με την περιφερειακή δυναμική που έχει τροφοδοτήσει στη Λατινική Αμερική αλλά και με την ελπίδα που αναζωογονεί σε όλο τον πλανήτη: η γενική κοινωνική αλλαγή είναι εφικτή εδώ και τώρα. Και ο δρόμος δεν είναι μονόδρομος. Προσπερνά παλιούς και νέους δογματισμούς. Δεν προϋποθέτει κατ’ανάγκην τις κάθετες δομές της νεωτερικής κυριαρχίας, αλλά ούτε και οφείλει a priori να αυτοπεριορίζεται σε διάχυτες, καθημερινές αλλαγές από τα κάτω, αποκηρύσσοντας την κατάληψη του κράτους. Εκτός από τις κοινωνικές πολιτικές που έκανε πράξη, η ηγεσία του Τσάβεζ λειτούργησε ως καταλύτης για τη συγκρότηση ενός μαζικού πολιτικού κινήματος και πυροδότησε διεργασίες ανατροπής, προάγοντας την αμεσοδημοκρατική διαχείριση των κοινοτήτων και τον κοινωνικό-δημοκρατικό έλεγχο της οικονομίας. Οι προϋπάρχουσες αυτές εξελίξεις δεν ακυρώνονται από το δημοψήφισμα, κι έτσι η εξάπλωση τους με την ενεργοποίηση των ίδιων των πολιτών και την υποστήριξη της κυβέρνησης θα μπορούσε να επιφέρει τελικώς το επιδιωκόμενο «άλμα στο σοσιαλισμό». Οι συνταγματικές αλλαγές μπορούν και πρέπει πλέον να διαμορφωθούν με πρωτοβουλία των πολιτών, που έχουν δικαίωμα να ανακινήσουν τη διαδικασία της αναθεώρησης. Αυτή την πορεία υπέδειξε και ο ίδιος ο Τσάβεζ μετά το δημοψήφισμα, αναγνωρίζοντας ότι έχουν κλονιστεί τα νομιμοποιητικά ερείσματα της άνωθεν καθοδήγησης.

Αν το «όχι» αξιοποιηθεί για μία αναστοχαστική στροφή του τσαβισμού προς τα μέσα, ώστε να ελεγχθούν εσωτερικές αδυναμίες (διαφθορά, γραφειοκρατία, ενδογενής δεξιά, αρχηγισμός), και για μία εντατικότερη πολιτική στροφή προς τα κάτω, με στόχο τη δραστηριοποίηση και τον αυτοκαθορισμό των πολιτών, η πρώτη μάχη που χάθηκε θα μεταφραστεί ίσως σε μακροπρόθεσμη νίκη. Η «επανάσταση μέσα στην επανάσταση», την οποία απαιτούν τώρα οι αγωνιστικές δυνάμεις του μπολιβαριανού κινήματος, μπορεί έτσι να εμβαθύνει το σοσιαλισμό του εικοστού πρώτου, με τον Τσάβεζ να παίζει συνειδητότερα το ρόλο του φορέα που διευκολύνει μία ιστορική μετάβαση αλλά καθιστά σταδιακά μη αναγκαία την παρουσία του. Το υπό ίδρυση μαζικό κόμμα της αριστεράς θα ήταν δυνατό να συμβάλει καίρια σε αυτή την κατεύθυνση, αλλά ο θεμελιώδης πυλώνας είναι τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, τα οποία επιτάσσεται άμεσα πλέον να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους αν θέλουν να δώσουν συνέχεια στην κοινωνική αλλαγή.

Πηγές: www.venezuelanalysis.com

www.zmag.org

www.aporrea.org

«Reforma de la constituciόn de la Republica Bolivariana de Venezuela», Eθνοσυνέλευση της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας της Βενεζουέλας, 2/11/2007

Gregory Wilpert (2007) Changing Venezuela by taking power, Λονδίνο, Νέα Υόρκη: Verso

Αλέξανδρος Κιουπκιολής