Του Κλαούντιο Κατς (*)
Η Λατινική Αμερική έχει μετατραπεί σε σημαντικό πεδίο αντίστασης στον ιμπεριαλισμό και τον νεοφιλελευθερισμό. Ποιο είναι όμως το εύρος αυτού του αγωνιστικού κύματος; Ποια προγράμματα, υποκείμενα και σχέδια εμφανίζονται στην περιοχή;
Από την αρχή της δεκαετίας ξεσπούν οι αναταραχές στη Βολιβία, Εκουαδόρ, Βενεζουέλα και Αργεντινή. Στις τέσσερεις αυτές χώρες η κοινωνική διαμαρτυρία εξελίσσεται σε μαζικές και γενικευμένες εξεγέρσεις. Η ίδια τάση δυναμικής εισβολής στο προσκήνιο παρατηρείται στους κατοίκους της Οαχάκα (Μεξικό), στους φοιτητές στη Χιλή, στους εργαζόμενους στην Κολομβία και στους αγρότες στο Περού. Η ένταση των διαμαρτυριών στην περιοχή είναι αρκετά άνιση και συνυπάρχει με καταστάσεις υποχώρησης σε χώρες κλειδιά όπως η Βραζιλία. Ωστόσο, η λαϊκή αγωνιστική ανάκαμψη οδηγεί στο να ξεπεραστούν, το ένα μετά το άλλο, τα διάφορα μοντέλα νεοφιλελεύθερης σταθεροποίησης. Η Χιλή αποτελεί το πιο πρόσφατο και εμβληματικό παράδειγμα αυτής της στροφής.
Η πιο βαθιά εξέγερση έγινε στη Βολιβία. Με τον «πόλεμο του νερού» (2000) οι πολίτες έβαλαν φρένο στην ιδιωτικοποίησή του, με τον «πόλεμο του γκαζιού» (2003) υπερασπίστηκαν το φυσικό αέριο ενάντια στα σχέδια λεηλασίας και εξαγωγής του και με μια τελική κλιμάκωση (2005) σε μια εξέγερση που έδιωξε δύο κατά σειρά προέδρους, έσπασαν τον κύκλο της δεξιάς διακυβέρνησης και εγκαινίασαν την τρέχουσα προεδρική περίοδο του Έβο Μοράλες.
Στο Εκουαδόρ τα νεοφιλελεύθερα προγράμματα βρήκαν, επίσης, ισχυρή αντίσταση. Αρχικά το ιθαγενικό κίνημα προκάλεσε την πτώση δύο προέδρων (1997, 2000). Στη συνέχεια οι ελίτ πέτυχαν μια προσωρινή σταθεροποίηση με έναν πρόεδρο (Γκουτιέρες, 2003) που κάλυπτε με πατριωτική ρητορική τη συνέχιση της εργοδοτικής επίθεσης. Μια νέα εξέγερση (2005), με μεγάλη παρουσία της μεσαίας τάξης, οδήγησε στην ανατροπή του και σε διαδοχικές εκλογικές ήττες της δεξιάς (2006, 2007) που έφεραν τη σημερινή κυβέρνηση του Ραφαέλ Κορρέα.
Στη Βενεζουέλα η πρώτη λαϊκή εξέγερση, γνωστή ως Καρακάσο (1989), ήρθε ως απάντηση στην αύξηση της τιμής της βενζίνης. Εν μέσω βαθιών οικονομικών κρίσεων και λαϊκών διαμαρτυριών που είχαν εκατοντάδες νεκρούς, το στρατιωτικό κίνημα του 1992 εγκαινιάζει τη διαδικασία που θα οδηγήσει στην εκλογική νίκη τουΤσάβες και τη μπολιβαριανή επανάσταση.
Στην Αργεντινή η εξέγερση του 2001 ανέτρεψε τον νεοφιλελεύθερο πρόεδρο που προσπάθησε να συνεχίσει την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και απορρυθμίσεων που εγκαινίασε ο Μένεμ τη δεκαετία του ΄90. Ήταν η κορύφωση της πολύχρονης αντίστασης των ανέργων που επηρέασαν με τον τρόπο δράσης τους (piquete, κόψιμο των δρόμων) τα άλλα κοινωνικά κινήματα και συνέκλιναν σε μια μεγάλη εξέγερση με τη μεσαία τάξη, η οποία είδε τα χρήματά της να απολλοτριώνονται από τις τράπεζες . Οι διαμαρτυρίες γνώρισαν μια νέα κλιμάκωση μπροστά σε νέες κατασταλτικές προκλήσεις (2002), που τροφοδότησαν εκ νέου τους λαϊκούς αγώνες. Στη συνέχεια η αντίσταση αποκλιμακώθηκε, ωστόσο έχει επιβάλει ένα σοβαρό όριο στην καπιταλιστική επιθετικότητα. Οι κυρίαρχες τάξεις κατάφεραν να αποκαταστήσουν το κύρος και τις εξουσίες του κράτους και να συγκρατήσουν την οργή των καταπιεσμένων μέσω της κυβέρνησης Κίρχνερ. Όμως σε ένα πλαίσιο οικονομικής ανάκαμψης υποχρεώθηκαν να προχωρήσουν σε σημαντικές κοινωνικές και δημοκρατικές παραχωρήσεις
Τρεις κοινοί άξονες
Όλες οι εξεγέρσεις ανέδειξαν αιτήματα ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό, τον ιμπεριαλισμό και τον αυταρχισμό και απαίτησαν ακύρωση των ιδιωτικοποιήσεων, εθνικοποίηση των φυσικών πόρων και εκδημοκρατισμό της πολιτικής ζωής.
Η αμφισβήτηση του νεοφιλελευθερισμού υιοθέτησε ένα αντιιμπεριαλιστικό προφίλ, καθώς οι ιδιωτικοποιήσεις κρατικών εταιριών και τα εμπορικά ανοίγματα ευνόησαν πολλές βορειοαμερικάνικες και ευρωπαϊκές πολυεθνικές. Η ανάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας μέσω της επανακρατικοποίησης των εθνικών πλουτοπαραγωγικών πηγών αποτέλεσε αίτημα όλων των εξεγέρσεων. Σε ολόκληρη την περιοχή εξακολουθούν να πληθαίνουν τα αιτήματα για κρατικοποιήσεις. Είτε αφορούν την καταλήστευση των μεταλλευτικών εταιρειών (Περού, Χιλή) ή την καταστροφή του περιβάλλοντος (Βραζιλία) συνδέονται με την απόρριψη των βορειοαμερικάνικων στρατιωτικών βάσεων (Εκουαδόρ, Πουέρτο Ρίκο) και των επεμβατικών σχεδίων των ΗΠΑ (Κεντρική Αμερική, Κολομβία). Οι αντιιμπεριαλιστικές σημαίες, μπροστά στη δραματική διαδικασία πολιτικής επανααποικιοποίησης που υπέφερε η περιοχή τις τελευταίες δεκαετίες, έχουν ανακτήσει κεντρική θέση.
Σε όλες τις εξεγέρσεις αναδείχθηκε η απαίτηση για μια πραγματική δημοκρατία. Για πρώτη φορά στην ιστορία της περιοχής, ένα κύμα εξεγέρσεων αντιπαρατέθηκε όχι σε δικτάτορες αλλά σε συνταγματικούς προέδρους. Υπάρχει μια γενικευμένη αντίληψη ότι η ύπαρξη συνταγματικών συστημάτων δεν αρκεί για την επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων, ενώ γίνεται φανερό ότι αυτές οι πολιτικές δομές χρησιμοποιούνται από τις κυρίαρχες τάξεις για να εφαρμόσουν επιθέσεις ενάντια στους εργαζόμενους.
Μεταμορφώσεις στην ύπαιθρο
Ο νεοφιλελευθερισμός επιδείνωσε σημαντικά τη ζωή των φτωχών της υπαίθρου. Η επέλαση των μεγάλων αγροτικών εταιριών, που παράγουν για την παγκόσμια αγορά εις βάρος της μικρομεσαίας παραγωγής που προορίζεται για την επιβίωση, πολλαπλασίασε τις βίαιες συγκρούσεις για τη γη, όξυνε την κοινωνική πόλωση και τη μιζέρια, οδήγησε σε μεγάλη ανεργία και μετανάστευση στα αστικά κέντρα.
Η συνεχής και έντονη επίθεση οδήγησε σε νέες αντιστάσεις γύρω από το ζήτημα της γης, που εκφράστηκαν μέσα από κινήματα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους (CONAIE στο Εκουαδόρ, ζαπατίστας στο Μεξικό, κοκαλέρος στη Βολιβία, MST στη Βραζιλία), των οποίων τα προγράμματα υπερβαίνουν κατά πολύ τα παραδοσιακά αγροτικά αιτήματα. Δεν περιορίζονται πια, όπως συνέβη στο παρελθόν, στο αίτημα για αγροτική μεταρρύθμιση, καθώς έχουν διδαχτεί από τις εμπειρίες του παρελθόντος που απλώς οδήγησαν σε επιφανειακές αλλαγές. Τα νέα κοινωνικά κινήματα προτείνουν λύσεις πιο συνολικές, ενώ αρκετές προτάσεις συνδέονται με την προστασία του περιβάλλοντος και απαιτούν την αντικατάσταση του εξαγωγικού μοντέλου των μεγάλων αγροτικών βιομηχανιών, για να δοθεί προτεραιότητα στην παραγωγή τροφίμων για την εσωτερική αγορά.
Στις σύγχρονες συνθήκες, ωστόσο, το αγροτικό κίνημα έχει χάσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο που είχε στις επαναστάσεις των αρχών του 20ου αιώνα. Η προλεταριοποίηση μετατόπισε προς τα αστικά κέντρα τον άξονα του κοινωνικού ανταγωνισμού.
Τα ιθαγενικά αιτήματα
Η βαρύτητα του ιθαγενικού ζητήματος αποτελεί μια σημαντική καινοτομία. Οι εξεγέρσεις έφεραν στο προσκήνιο ένα πρόβλημα που αφορά 50 εκατομμύρια καταπιεσμένους. Τα δικαιώματά τους επανειλημμένα αγνοήθηκαν από ένα δόγμα που περιόριζε τα εθνικά δικαιώματα μόνο στις μετα αποικιακές δημοκρατίες-κράτη, που δημιουργήθηκαν υπό τον έλεγχο νέων ελίτ κρεολών, οι οποίοι μοίρασαν τη γη αγνοώντας τους αυτόχθονους λαούς . Εξ αιτίας αυτού του κατακερματισμού της γης, πολλοί ιθαγενείς λαοί (και το σύνολο του μαύρου πληθυσμού που είχαν μεταφερθεί στην ήπειρο ως σκλάβοι) έχασαν τη γλώσσα, τη γη και τον πολιτισμό τους. Ωστόσο, αρκετοί ήταν οι λαοί που κατόρθωσαν να διατήρησουν μια ταυτότητα, την αναγνώριση της οποίας απαιτούν σήμερα.
Τα ιθαγενικά αιτήματα, σε κάθε μια από τις πέντε χώρες που συγκεντρώνουν το 90% του ιθαγενούς πληθυσμού (Περού, Μεξικό, Γουατεμάλα, Βολιβία, Εκουαδόρ), παρουσιάζουν διαφορετικά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, στο Εκουαδόρ όλες οι κοινότητες έχουν συγκλίνει στη δημιουργία μιας κοινής οργάνωσης και διεκδικούν τη δημιουργία ενός πολυεθνικού και πολυπολιτισμικού κράτους. Στη Βολιβία, τα αιτήματα των ιθαγενών καναλιζάρονται μέσα από συνδικαλιστικές και πολιτικές ομαδοποιήσεις (Μοράλες), ενώ μια διαφορετική οπτική του ιθαγενικού ζητήματος προωθεί την επανίδρυση πολιτικών θεσμών που ανάγονται στο ινκαϊκό κράτος (Κίσπε).
Τα ιθαγενικά αιτήματα συνυπάρχουν με τους αντιιμπεριαλιστικούς και αντικαπιταλιστικούς αγώνες, καθώς οι καταπιεσμένοι συχνά διατηρούν διαφορετικές ταυτότητες (ιθαγενής-επισφαλής εργαζόμενος στη Βολιβία, ιθαγενής-αγρότης στο Εκουαδόρ).
Πολλαπλότητα των υποκειμένων
Οι πρόσφατες εξεγέρσεις επιβεβαίωσαν την ύπαρξη μιας μεγάλης ποικιλίας λαϊκών πρωταγωνιστών.
Στις εξεγέρσεις της Βολιβίας μπήκαν επικεφαλής επισφαλείς εργαζόμενοι, αγρότες και ιθαγενείς οι οποίοι πήραν τη σκυτάλη του συνδικαλιστικού αγώνα των ανθρακωρύχων. Οι τελευταίοι, καθώς επίσης και η COB (Kεντρική Eργατική Συνομοσπονδία), δεν παίζουν πια πρωταγωνιστικό ρόλο, ωστόσο οι αγωνιστικές τους παραδόσεις ήταν έντονα διακριτές στους νέους αγώνες.
Στο Εκουαδόρ, στις δύο πρώτες εξεγέρσεις, πρωταγωνίστησαν οι ιθαγενείς, ενώ στην τρίτη κυρίως κοινωνικά στρώματα των πόλεων. Στη Βενεζουέλα, οι εργαζόμενοι στην ανεπίσημη αγορά εργασίας και οι άνθρωποι των λαϊκών συνοικιών ήταν αυτοί που αντιστάθηκαν στις επιθέσεις της δεξιάς. Ωστόσο, την κρίσιμη στιγμή, υπήρξε αποφασιστική η στάση των εργαζομένων στα πετρέλαια που, μαζί με σημαντικά τμήματα του στρατού, ανέτρεψαν την πορεία του πραξικοπήματος (2002) κατά του προέδρου Τσάβες.
Στο «αργεντινάσο» του 2001, συνυπήρχαν οι άνεργοι που έκοβαν τους δρόμους με τη μεσαία τάξη της οποίας τα χρήματα είχαν κατακρατήσει οι τράπεζες. Αργότερα ενισχύθηκε ο ρόλος των εργαζομένων, όμως, όχι κάτω από την παραδοσιακή ηγεμονία των βιομηχανικών εργατών. Ωστόσο η ισχυρή παράδοση συνδικαλιστικής οργάνωσης εκφράστηκε σε μαζικές απεργίες διάφορων αγωνιστικών κομματιών.
Οι συνέπειες των νεοφιλελεύθερων μετασχηματισμών που έχουν αναδιαρθρώσει την αγορά εργασίας εκδηλώνονται σε ολόκληρη την περιοχή. Σήμερα η εργατική δύναμη είναι πιο ετερογενής και κινείται ανάμεσα στην εξειδικευμένη εργασία και στην επισφάλεια. Αυτή η καπιταλιστική αναδιοργάνωση έχει διαφοροποιήσει και τα υποκείμενα των λαϊκών αγώνων.
Οι εξεγέρσεις έδειξαν ότι οι εργαζόμενοι δεν παραιτούνται, ούτε έχουν μετατραπεί σε μια ανυπεράσπιστη μάζα αποκλεισμένων. Σε όλες τις εξεγέρσεις έδρασαν όχι μόνο εκείνοι που εκδιώχθηκαν από την αγορά εργασίας, αλλά και οι εργαζόμενοι σε νευραλγικούς τομείς της οικονομίας. Αυτή η συνεργασία επέτρεψε την επιτυχία των εξεγέρσεων εκεί όπου η οικονομία παρέλυσε από τις μαζικές διαμαρτυρίες. Καθώς η καταστροφή θέσεων εργασίας συνοδεύτηκε από τη δημιουργία νέων μορφών απασχόλησης, το πολιτικό βάρος των εργαζομένων στη Λατινική Αμερική δεν μειώθηκε. Δεν εξαφανίστηκε η εργασία, ούτε η εργατική τάξη. Αυτή η παρατήρηση είναι σημαντική για να σημειώσουμε την ταξική βάση που ενυπάρχει στο κύμα των πρόσφατων εξεγέρσεων. Όταν παραλείπεται αυτή η κοινωνική παράμετρος, οι εξεγέρσεις τείνουν να θεωρούνται ως τυχαίες διαρθρώσεις επιμέρους κινημάτων, που είναι πιθανόν να υιοθετήσουν την οποιαδήποτε κατεύθυνση και να προσεγγίζουν (ή να απομακρύνονται) κατά τύχη. Παραγνωρίζοντας αυτήν την αντικειμενική δυναμική που προωθεί την κοινωνική πάλη, γίνονται δυσδιάκριτες οι αιτίες που ωθούν τους καταπιεσμένους να συγκλίνουν σε κινηματικές διαδικασίες.
Αναγνωρίζοντας το ταξικό στοιχείο των εξεγέρσεων, δεν σημαίνει ότι παραγνωρίζουμε τους μετασχηματισμούς που επηρρεάζουν τους εργαζόμενους και οι οποίοι είναι εξαιρετικά σημαντικοί τόσο σε αντικειμενικό επίπεδο (διεύρυνση του γενικού βάρους των εργαζομένων και μικρότερη βαρύτητα του βιομηχανικού τομέα), όσο και σε υποκειμενικό (παρακμή των παλιών συνδικάτων και μερική υποκατάσταση τους από νέες οργανώσεις). Αυτές οι αλλαγές περιέχουν επίσης μια συμβολική απώλεια της ορατότητας, της ταυτότητας και της αυτοπεποίθησης των εργατών στους παραδοσιακούς εργοστασιακούς τομείς. Ωστόσο, οι εξεγέρσεις έχουν δείξει πως η παθητικότητα και η απογοήτευση που, κυρίως ο νεοφιλελευθερισμός γέννησε, μπορούν να ανατραπούν εάν οι εκμεταλλευόμενοι και οι καταπιεσμένοι βρουν τρόπους για να δράσουν από κοινού.
Οι αποκλεισμένοι δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν το κεφάλαιο χωρίς τη βοήθεια των ενταγμένων και με τη σειρά τους, οι εργαζόμενοι με σταθερή εργασία μπορούν να επιβάλλουν τις διεκδικήσεις τους μόνο εαν έχουν μια πλατιά λαϊκή στήριξη.
Τα διαφορετικά καταπιεσμένα υποκείμενα που πρωταγωνίστησαν στις πρόσφατες εξεγέρσεις, διαφέρουν από την εργατική πρωτοπορία που χαρακτήρισε τη βολιβιανή επανάσταση (1952), ή τους εργατικούς αγώνες στην Αργεντινή (1960-70) και τη Βραζιλία (δεκαετία ΄80). Αυτή ή αλλαγή δεν αποτελεί συνέπεια μόνο της νεοφιλελεύθερης απορρύθμισης της εργασίας. Ωφείλεται επίσης και στο σημαντικό βαθμό ενσωμάτωσης στο σύστημα της εργατικής συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, γεγονός που φρενάρει την αντίσταση, αποδιοργανώνει την αγωνιστική διάθεση και απομονώνει στους συνδικαλισμένους εργαζόμενους. Τα εναλλακτικά εργατικά σχήματα, ωστόσο, δεν έχουν ακόμα ωριμάσει αρκετά ώστε να είναι ορατή η προοπτική να ηγηθούν των νέων λαϊκών αγώνων, γεγονός το οποίο εξηγεί και την πολλαπλότητα των καταπιεσμένων υποκειμένων που κυριάρχησαν στις πρόσφατες εξεγέρσεις.
Επιτυχίες και ιδιαιτερότητες
Οι εξεγέρσεις στη Λατινική Αμερική ξέσπασαν ταυτόχρονα με τις μεγάλες αντιιμπεριαλιστικές αντιστάσεις στον αραβικό κόσμο και διαδέχτηκαν το κύμα των εξεγέρσεων που ταρακούνησαν την Ανατολική Ευρώπη στις αρχές της δεκαετίας του ΄90. Η επιθυμία για πολιτική δημοκρατία απέναντι στις γραφειοκρατικές δικτατορίες, αποτέλεσε το ενοποιητικό στοιχείο των κινητοποιήσεων στην Ανατολική Ευρώπη, η αντίδραση στην επιθετικότητα των ΗΠΑ αποτέλεσε προωθητική δύναμη του αγώνα στη Μέση Ανατολή και οι κοινωνικές συνέπειες του νεοφιλελευθερισμού καθόρισαν τη λαϊκή αντίδραση στη Λατινική Αμερική.
Την τελευταία δεκαετία η δράση των καταπιεσμένων στη Λατινική Αμερική έχασε τον συγχρονισμό της με τη δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Οι κυρίαρχες τάξεις των χωρών του Κέντρου, κατάφεραν να προσφύγουν σε μηχανισμούς ελέγχου και εκτόνωσης των κοινωνικών εντάσεων που δεν είναι διαθέσιμοι στον Τρίτο Κόσμο. Στη φάση αυτή, αναδύεται εκ νέου ο περιφερειακός εντοπισμός των πιο εκρηκτικών αντιθέσεων του καπιταλισμού.
Το σημαντικότερο στοιχείο των εξεγέρσεων στη Λατινική Αμερική είναι τα αποτελέσματά τους. Κατόρθωσαν να σπάσουν τη σωρευτική αλληλουχία από λαϊκές ήττες, στην οποία στηρίζεται ο νεοφιλελευθερισμός. Είναι σίγουρο ότι καμία εξέγερση δεν πέτυχε το σύνολο των στόχων της αλλά το κατεστημένο, στην πλειοψηφία του, έχασε το παιχνίδι και εγκαινιάστηκε ένα πολιτικό σκηνικό που φάνταζε απίστευτο σε ένα πλαίσιο όπου δεξιά βρίσκονταν στο απόγειό της.
Αυτή η επιτυχία είναι εξαιρετικά σημαντική, σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από εργοδοτικές επιθέσεις και λαϊκές απογοητεύσεις. Το κύμα των εξεγέρσεων στην Ανατολική Ευρώπη, κατέληξε σε καπιταλιστικές παλινορθώσεις που συνέτριψαν τις εργατικές κατακτήσεις και όξυναν την κοινωνική πόλωση. Και παρόλο που ο ιμπεριαλισμός έχει υποστεί σοβαρές ήττες στην Παλαιστίνη και στο Ιράκ, οι αιματηρές εθνοτικές εντάσεις στη Μέση Ανατολή έχουν μπλοκάρει, μέχρι στιγμής, την κυοφορία μιας απελευθερωτικής εναλλακτικής στην περιοχή. Αντιθέτως, στη Λατινική Αμερική οι αντινεοφιλελεύθερες διαμαρτυρίες υιοθέτησαν μια αντιιμπεριαλιστική αντίληψη, εντελώς δημοκρατική και χωρίς τη θρησκευτική διάσταση που παρακωλύει την ανάπτυξη ενός λαϊκού σχεδίου στον αραβικό κόσμο.
Είναι πολύ δύσκολο να εκτιμήσουμε το πως θα επηρρεάσουν οι εξελίξεις στη Λατινική Αμερική τον διεθνή ισολογισμό των δυνάμεων που επέβαλαν τον νεοφιλελευθερισμό. Χωρίς αμφιβολία, συνέβαλαν στην ανατροπή του σπιράλ απο λαϊκές ήττες που εγκαινίασε ο Θατσερισμός στις αρχές του ΄80. Καθώς τα κοινωνικά κινήματα της περιοχής διατηρούν στενούς δεσμούς με τα διάφορα φόρουμ ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, υπάρχει μια συνεχής παρακολούθηση και μετάδοση των τοπικών εμπειριών σε παγκόσμια κλίμακα.
Στη Λατινική Αμερική στάθηκε εφικτή η ανασύνθεση, με σχετική ταχύτητα, ενός κοινωνικού ιστού αλληλεγγύης, απαραίτητου για να μπει φρένο στην επίθεση του κεφαλαίου και αυτή η ανασύνθεση εξηγεί την προνομιακή θέση που κατέχει η περιοχή στο παγκόσμιο σκηνικό των κοινωνικών αγώνων. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν κατόρθωσε να θάψει τις πολιτικές και τις αγωνιστικές συνδικαλιστικές παραδόσεις της περιοχής, ούτε καν στο ζενίθ της επιθετικότητας του. Αντιπαρατέθηκε με τρεις τοπικές ιδιαιτερότητες: με μια ζωντανή κληρονομιά του εθνικού αντιιμπεριαλισμού, με σημαντικές κατακτήσεις στο επίπεδο των δημοκρατικών ελευθεριών και με την επιβίωση της σοσιαλιστικής εμπειρίας στην Κούβας. Κανένα από αυτά τα χαρακτηριστικά δεν υπάρχει σε άλλες περιφερικές ζώνες.
Σημαντικό παράγοντα, επίσης, αποτελούν συγκεκριμένα ιστορικά πλεονεκτήματα που διαφοροποιούν την περιοχή από τον υπόλοιπο Τρίτο Κόσμο. Η Λατινική Αμερική έχει μεγαλύτερη παράδοση μετα-αποκιακής πολιτικής αυτονομίας από ότι η Αφρική ή η Ασία. Συγκεντρώνει μια πολύ βαθιά κληρονομιά αγώνων για την ανεξαρτησία, που της επέτρεψε να οικοδομήσει δημοκρατίες στη χαραυγή της αστικής επανάστασης και ως εκ τούτου να κατακτήσει την πρώτη θέση στην περιφέρεια, όσον αφορά τα πολιτικά δικαιώματα, την εθνική ολοκλήρωση και την εθνοτική συμβίωση. Τα παραπάνω γνωρίσματα τοποθετούν την περιοχή σε μια ιδιαίτερη θέση σε σύγκριση με τις άλλες περιφερειακές ζώνες που άρχιζαν να υφίστανται την αποικιακή καταπίεση, όταν η Λατινική Αμερική απελευθερωνόταν από τον ζυγό της.
Είναι σαφές ωστόσο, πως οι πύλες που άνοιξε η ανεξαρτησία δημιούργησαν κατά τον 19ο αιώνα προοπτικές ανάπτυξης που δεν κατόρθωσαν να ολοκληρωθούν. Ως εκ τούτου, στη Λατινική Αμερική η αστική επανάσταση είχε ένα χαρακτήρα ανολοκλήρωτο σε σύγκριση με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, αλλά αυτή η άκαπρη εξέλιξη επέτρεψε την κυοφορία μιας κοινωνίας με πιο προωθημένες πολιτικές παραδόσεις από οποιαδήποτε άλλη γωνιά του Τρίτου Κόσμου. Αυτά τα ιστορικά πλεονεκτήματα διαμορφώνουν το σύγχρονο προφίλ των κοινωνικών αγώνων σε ολόκληρη την περιοχή.
Εξεγέρσεις της βάσης και ριζοσπαστικές εξεγέρσεις
Το κύμα των πρόσφατων κοινωνικών διεργασιών στη Λατινική Αμερική έχει χαρακτηριστεί με διάφορες ονομασίες (αναταραχές, ξεσηκωμοί, εξεγέρσεις, κ.α.) που καταδεικνύουν τόσο το μαζικό και επιθετικό χαρακτήρα της λαϊκής αποδοκιμασίας απέναντι στην καθεστηκυία τάξη, όσο και τα όρια των εναλλακτικών προτάσεων.
Οι λατινοαμερικάνικες εξεγέρσεις των τελευταίων χρόνων, τοποθετούνται σε μια κλίμακα ανώτερη από μια κοινωνική εξέγερση της βάσης. Στη Βενεζουέλα, Βολιβία, Εκουαδόρ και Αργεντινή όχι μόνο εκδηλώθηκαν ως αντίδραση σε δεξιές κυβερνήσεις, αλλά πρόβαλαν και θετικά αιτήματα αντιφιλελεύθερου, δημοκρατικού και αντιιμπεριλιστικού χαρακτήρα. Αυτά τα αιτήματα όμως δεν συνοδεύτηκαν από τη δημιουργία οργανισμών λαϊκής εξουσίας. Εδώ εδράζεται η διαφορά με τις επαναστάσεις που εμπεριέχουν παρόμοιους θεσμούς. Στις κοινωνικές επαναστάσεις, η τάση είναι να αναδύονται μορφές εξουσίας των καταπιεσμένων σε αντιπαράθεση με το ισχύον κυρίαρχο σύστημα. Αψηφούν τις δομές του, μέσα από κάποια μορφή εναλλακτικής κυριαρχίας. Η δυαδική εξουσία των σοβιέτ στη ρωσική επανάσταση αποτελεί το κλασικό μοντέλο αυτής της διαμάχης, το οποίο κάποιοι σύγχρονοι θεωρητικοί ταυτίζουν με την παρουσία πολλαπλών πυρήνων κυριαρχίας.
Οι εξεγέρσεις διαφοροποιούνται από τις επαναστάσεις από το ειδικό βάρος αυτών των δομών και το μέγεθος της συγκρουσιακής δυναμικής τους με το κράτος. Δεν είναι οι μορφές πάλης, το επίπεδο της βίας ή το ξέσπασμα αναταραχών το διαφοροποιητικό στοιχείο. Είναι η ύπαρξη οργανωμένων δομών – σε συνελεύσεις, συμβούλια, κινήματα ή στρατούς – αυτής της νέας εξουσίας που αμφισβητεί την εξουσία του κράτους. Γι΄αυτόν το λόγο οι επαναστάσεις εμπεριέχουν σημεία ιστορικής ρήξης πιο σημαντικά από τις άλλες εξεγέρσεις.
Λαμβάνοντας υπ΄όψιν τα παραπάνω κριτήρια μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τις πρόσφατες αναταραχές στη Λατινική Αμερική ως ριζοσπαστικές εξεγέρσεις. Ξεπέρασαν τα παραδοσιακά όρια των εξεγέρσεων χωρίς ωστόσο να εισέλθουν στο πεδίο των επαναστάσεων.
Μια σύγκριση με μεγάλες επαναστάσεις.
Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα καταγράφηκαν τέσσερις μεγάλες κοινωνικές επαναστάσεις στη Λατινική Αμερική: Μεξικό (1910), Βολιβία (1952), Κούβα (1959) και Νικαράγουα (1979). Σε αυτές τις περιπτώσεις ολοκληρώθηκε η κατάρρευση των παλιών πολιτικών συστημάτων και εφαρμόστηκαν οικονομικό-κοινωνικές αλλαγές που στη συνέχεια οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο, ανατράπηκαν, ισχυροποιήθηκαν η ακυρώθηκαν.
Άλλες εξεγέρσεις εμφάνισαν παρόμοια στοιχεία μόνο με σποραδικό τρόπο ή σχημάτισαν ανώριμα επαναστατικά έμβρυα. Μερικές επαναστάσεις δεν νίκησαν (Ελ Σαλβαδόρ τη δεκαετία του ΄80) ή κατεστάλησαν από τη στιγμή της γέννησής τους (Γουατεμάλα 1954, Χιλή 1970). Ωστόσο, από όλες αυτές τις εμπειρίες αναδύθηκαν οι παραδόσεις που τρέφουν τους λαϊκούς αγώνες.
Πολλαπλές χρήσεις
Στη Βενεζουέλα, η λέξη «επανάσταση» χρησιμοποιείται καθημερινά με υπερηφάνεια από τους συμμετέχοντες στο εθνικό σχέδιο. Καταφεύγουν σε αυτόν τον όρο για να χαρακτηρίσουν μια ιστορικής σημασίας στροφή στην πολιτική ζωή. Η «μπολιβαριανή επανάσταση» ταυτίζεται με τους αγώνες ενάντια στη δεξιά, την κατάρρευση του προηγούμενου δικομματικού συστήματος και τις σημαντικές κοινωνικές κατακτήσεις. Σε αυτήν την περίπτωση η αναφορά στην επανάσταση έχει μια συμβολική σημασία που εκφράζει την αίσθηση μια μεγάλης αλλαγής σε εξέλιξη.
Η Βενεζουέλα έχει απομακρυνθεί σημαντικά από το αρχικό στάδιο της εξέγερσης και είναι δόκιμο να αναγνωρίσουμε την παρουσία μιας επαναστατικής διαδικασίας. Όμως τα όρια που διάβηκαν οι τέσσερεις μεγάλες κοινωνικές επαναστάσεις δεν έχουν ακόμα ξεπεραστεί. Η ίδια διάγνωση μπορεί να γίνει και για τις εξελίξεις στην Βολιβία.
Η επικαιρότητα παλιών αιτημάτων
Το πρόσφατο κύμα αγώνων στη Λατινική Αμερική διεξάγεται σε μια διεθνή κατάσταση που διαφέρει σημαντικά από εκείνη των τεσσάρων μεγάλων επαναστάσεων του 20ου αιώνα.
Οι εξεγέρσεις ξεσπούν σε μια περίοδο επίθεσης του κεφαλαίου, που τείνει να εξαφανίσει τις μετα-πολεμικές κοινωνικές κατακτήσεις. Αποτελούν την πρώτη λαϊκή απάντηση με περιφερειακό χαρακτήρα και εναλλακτικές προτάσεις απέναντι στη νεοφιλελεύθερη επίθεση.
Οι διαφορές με το παρελθόν, ωστόσο, δεν ακυρώνουν τους σημαντικούς παράγοντες επαφής που συνδέουν τις νέες με τις παλιές εξεγέρσεις. Οι νέες έφεραν στην επιφάνεια παλιά προβλήματα, που οι ανολοκλήρωτες ή αποτυχημένες επαναστάσεις του παρελθόντος δεν κατάφεραν να επιλύσουν. Για αυτό η μιζέρια των ανθρώπων, η αποεθνικοποίηση των στρατηγικών πόρων και η απουσία πραγματικής δημοκρατίας επιστρέφουν στο προσκήνιο ως τα μεγάλα ζητήματα για τη Λατινική Αμερική.
Σήμερα υπάρχει μεγαλύτερη συνείδηση από ότι στο παρελθόν για το ότι δεν είναι δυνατόν να επιλυθούν τα εκκρεμή κοινωνικά, δημοκρατικά και εθνικά ζητήματα στα στενά όρια της κάθε χώρας. Γι΄ αυτό και έχει κερδίσει τόσο έδαφος η αναζήτηση της περιφερειακής ενότητας μέσα από μια βαθιά διαδικασία χειραφέτησης.
Η εκκρεμής επανάσταση
Οι λατινοαμερικάνικες εξεγέρσεις κατάφεραν κυρίως να ανατρέψουν νεοφιλελεύθερους προέδρους και να βελτιώσουν τις συνθήκες για νέες κατακτήσεις. Παρόμοιες επιτυχίες, ωστόσο, δεν συνεπάγονται ικανοποίηση των κοινωνικών διεκδικήσεων. Συχνά, λαϊκά αιτήματα ικανοποιούνται με τρόπο μερικό ή μεταβατικό μέσω παραχωρήσεων στις οποίες, υπό τον φόβο μιας επαναστατικής έλευσης, προχωρούν οι κυρίαρχες τάξεις. Η πλήρης ικανοποίηση των λαϊκών προσδοκιών προϋποθέτει τη μετατροπή των εξεγέρσεων σε κοινωνικές επαναστάσεις. Αυτή η αλλαγή δεν έχει αρχίσει σε καμία χώρα της περιοχής.
Υπάρχει, επίσης, μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στις κυβερνήσεις της κεντροαριστεράς (Αργεντινή, Βραζιλία, Ουρουγουάη) που έχουν ανασυνθέσει την καπιταλιστική κυριαρχία και σε εκείνες που εφαρμόζουν ριζοσπαστικές εθνικές πολιτικές (Βενεζουέλα, Βολιβία και πιθανόν Εκουαδόρ). Σε αυτές τις χώρες κυοφορούνται σημαντικές αλλαγές και έχει ανοίξει μια αντιπαράθεση ανάμεσα σε προγράμματα που είναι πιθανόν να οδηγήσουν σε μια επαναστατική ρήξη ή στην ισχυροποίηση των νέων κυρίαρχων ελίτ.
Επιλογή-μετάφραση: Ν. Μ.
(*) Το κείμενο αποτελεί περίληψη εκτενούς άρθρου το οποίο βρίσκεται στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.rebelion.org/noticia.php?id=58138