Συνεχίζεται η αντιπαράθεση για την εκλογή νέου προέδρου στο Λίβανο, ανάμεσα στη φιλοδυτική κυβερνώσα παράταξη του πρωθυπουργού Σινιόρα και στηv αντιπολίτευση. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, η εκλογή είχε αναβληθεί για όγδοη φορά, με αποτέλεσμα η χώρα να παραμένει χωρίς ανώτατο άρχοντα από τις 23 του Νοέμβρη, που εγκατέλειψε το προεδρικό μέγαρο ο απερχόμενος πρόεδρος Εμίλ Λαχούντ. Η παρατεταμένη αυτή παράλυση του πολιτικού συστήματος είναι έκφραση της σημαντικότερης κρίσης που αντιμετωπίζει ο Λίβανος από το τέλος του δεκαπεντάχρονου εμφυλίου, ανάμεσα στο 1975 και το 1990.
Οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας είναι διασπασμένες ανάμεσα στο φιλοδυτικό μπλοκ του πρωθυπουργού Σινιόρα (περιλαμβάνει τους σουνίτες, τους δρούζους και τη μειοψηφία των χριστιανών) και στην αντιπολίτευση, που περιλαμβάνει τη Χεζμπολά (σιίτες) και τον ηγέτη των μαρωνιτών χριστιανών Μισέλ Αούν. Οι δύο παρατάξεις βρίσκονται σε σύγκρουση από τότε που παραιτήθηκαν οι σιίτες υπουργοί από την κυβέρνηση, πριν από 13 περίπου μήνες. Σύμφωνα με το σύνταγμα της χώρας, ο πρόεδρος πρέπει να προέρχεται από την κοινότητα των μαρωνιτών χριστιανών, ο πρωθυπουργός από τους σουνίτες και ο πρόεδρος της βουλής από τους σιίτες.
Ύστερα από αρκετές αποτυχημένες απόπειρες τα δύο αντιμαχόμενα μπλοκ συμφώνησαν σε υποψηφιότητα κοινής αποδοχής, που θα εξασφαλίζει τον πολυπόθητο αριθμό των δύο τρίτων των βουλευτών για την εκλογή του νέου προέδρου, αριθμό που καμία από τις δύο παρατάξεις δεν μπορεί να εξασφαλίσει μόνη της. Το πρόσωπο κοινής αποδοχής είναι ο νυν αρχηγός του γενικού επιτελείου, στρατηγός Μισέλ Σουλεϊμάν (επίσης μαρωνίτης). Ο στρατηγός διορίστηκε στην παρούσα θέση του από τον απερχόμενο φιλοσύρο πρόεδρο Λαχούντ και χαίρει συνολικής αποδοχής, καθώς τήρησε ως αρχηγός του στρατού ουδέτερη στάση στην πολιτική αντιπαράθεση που μαίνεται στη χώρα τα τελευταία δύο χρόνια, ενώ διατηρεί καλές σχέσεις και με τη Χεζμπολά.
Ωστόσο η συγκεκριμένη επιλογή προσκρούει σε συνταγματικό κώλυμα, καθώς το άρθρο 49 του συντάγματος προβλέπει πως ένας ανώτατος κρατικός λειτουργός δεν μπορεί να εκλεγεί στη θέση του προέδρου εάν δεν περάσουν δύο χρόνια από την παραίτησή του. Τα δύο μπλοκ συμφώνησαν να αναθεωρηθεί το σύνταγμα για να διευκολυνθεί η υποψηφιότητα Σουλεϊμάν, αλλά διαφωνούν στον τρόπο με τον οποίο θα γίνει η αναθεώρηση. Η αντιπολίτευση δεν θέλει να περάσει και να εγκριθεί η αναθεώρηση από την παρούσα κυβέρνηση Σινιόρα, διότι κάτι τέτοιο θα συνιστούσε έμμεση αναγνώρισή της. Θυμίζουμε πως η Χεζμπολά και οι σύμμαχοί της αποσύρθηκαν από την κυβέρνηση πριν 13 μήνες και, έκτοτε, τη θεωρούν παράνομη και ζητούν την παραίτησή της. Τον περασμένο Φλεβάρη, μάλιστα, οργάνωσαν τεράστιες διαδηλώσεις και απεργίες για να το πετύχουν, χωρίς αποτέλεσμα όμως.
Το αδιέξοδο αυτό φέρνει στην επιφάνεια την τεράστια δυσλειτουργία του σημερινού πολιτικού συστήματος του Λιβάνου, που κρατάει από την εποχή που η χώρα ήταν γαλλική αποικία. Οι αποικιοκράτες είχαν, κατά την προσφιλή τους συνήθεια, χωρίσει τη χώρα σε θρησκευτικές ζώνες, καλλιεργώντας τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις θρησκευτικές κοινότητες για να ασκούν αποτελεσματικότερο έλεγχο. Μετά την ανεξαρτησία του Λιβάνου λίγα πράγματα έχουν αλλάξει, αφού τον ρόλο της Γαλλίας παίζουν πλέον μία σειρά χώρες της περιοχής –με πρώτο και καλύτερο το Ισραήλ, που κατείχε τμήμα της χώρας μέχρι το 2000, αλλά και τη Συρία, το Ιράν, τη Σαουδική Αραβία– αλλά και ο δυτικός ιμπεριαλισμός, μετατρέποντας τον Λίβανο σε πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ τους. Το παρόν σύνταγμα βασίζεται στο συγκεκριμένο συσχετισμό ανάμεσα στις θρησκευτικές κοινότητες –ο οποίος δίνει αυξημένες εξουσίες στους σουνίτες–, που αποτυπώθηκε στις συμφωνίες που σήμαναν το τέλος του δεκαπενταετούς εμφυλίου το 1990. Ωστόσο από τότε έχουν αλλάξει πολλά, το Ισραήλ αποχώρησε ενώ οι σιίτες, οι ριγμένοι των συμφωνιών του 1990, είναι πλέον η μεγαλύτερη κοινότητα, ξεπερνώντας το 45% του συνολικού πληθυσμού. Αυτή τη στιγμή η αντιπολίτευση (Χεζμπολά και Αούν), ενώ εκπροσωπεί την πλειοψηφία των λιβανέζων, στο κοινοβούλιο είναι μειοψηφία. Είναι το άδικο αυτό σύστημα που προσπάθησε να αλλάξει η Χεζμπολά με τους συμμάχους της, μετά και την ενίσχυσή της από τον αποτυχημένο πόλεμο του σιωνιστικού κράτους εναντίον της το καλοκαίρι του 2006, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Δημήτρης Τσίρκας